«Η κυβέρνηση επέλεξε, από την αρχή της πανδημίας, να μην στηρίξει ουσιαστικά το εισόδημα των νοικοκυριών, τους μισθούς των εργαζομένων και τη λειτουργία των μικρομεσαίων επιχειρήσεων -παρά μόνο με το δάνειο της επιστρεπτέας προκαταβολής- αν και είχε τη δυνατότητα να πράξει διαφορετικά και να δαπανήσει περισσότερα», δήλωσε η Έφη Αχτσιόγλου στο “Πρώτο Πρόγραμμα”.
«Αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής ήταν να καταβαραθρωθεί το ΑΕΠ. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ η χώρα είχε την πιο βαθιά ύφεση στο 3ο τρίμηνο του έτους απ’ όλη την Ευρώπη» και «η μεγαλύτερη ανησυχία είναι ότι δεν έχουν δημιουργηθεί προδιαγραφές για μία γρήγορη ανάκαμψη το 2021. Έχει καταρρεύσει εντελώς το αφήγημα του κ. Μητσοτάκη για ανάκαμψη τύπου V. Οι πολιτικές της φετινής χρονιάς υπονόμευσαν και τις προοπτικές ανάπτυξης για το επόμενο έτος», πρόσθεσε.
Αναφερόμενη στην έκθεση Πισσαρίδη και το σχέδιο της κυβέρνησης για το Ταμείο Ανάκαμψης σημείωσε ότι «επαναλαμβάνει παρωχημένες συνταγές οι οποίες δοκιμάστηκαν στη χώρα μας πολύ σκληρά και δεν απέδωσαν οικονομικά», μεταξύ αυτών την «πολύ μεγάλη ευελιξία στην αγορά εργασίας -μέχρι και κατάργηση του 8ωρου έχει προαναγγείλει ο κ. Βρούτσης- ενώ ήδη έχουμε δραματικές μειώσεις στους μισθούς», επίσης «θεωρεί βαρίδι για την οικονομία τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, οι οποίες θα πρέπει να εκκαθαριστούν ή να συγχωνευτούν σε μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους», είναι «μία συνταγή που φέρνει κοινωνικό αδιέξοδο και δεν μπορεί να έχει αναπτυξιακή προοπτική».
Η κ. Αχτσιόγλου τόνισε ότι «ο ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. τις επόμενες μέρες θα καταθέσει συγκεκριμένο πρόγραμμα για το πώς πρέπει να αξιοποιηθούν τα χρήματα του Ταμείου Ανάκαμψης, σε εντελώς άλλη κατεύθυνση από αυτή της ΝΔ. Προτείνουμε, μεταξύ άλλων, μία σειρά από άξονες για την ενίσχυση της εργασίας, των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και των δημοσίων δομών της υγείας και της παιδείας».
Επισήμανε, ακόμα, ότι «η ιδιωτικοποίηση της επικουρικής ασφάλισης», που σχεδιάζει η κυβέρνηση, «σημαίνει μία τεράστια τρύπα στον Κρατικό Προϋπολογισμό» και «μείωση των παροχών για τους νυν συνταξιούχους», ταυτόχρονα «θα θέσει σε πολύ μεγάλη επισφάλεια της εισφορές των νυν ασφαλισμένων» και «δεν εγγυάται επ’ ουδενί καλύτερες αποδόσεις στις εισφορές των μελλοντικών ασφαλισμένων», αλλά «ωφέλεια θα έχουν μόνο οι ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες που θα αναλάβουν το πρότζεκτ».
Υπογράμμισε, τέλος, ότι «αυτή τη στιγμή το δημόσιο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης είναι μακροπρόθεσμα βιώσιμο και εμείς επιμένουμε στην ανάγκη διαρκούς ενίσχυσής του. Δεν πρέπει ένα τμήμα του να παραχωρηθεί σε ριψοκίνδυνες ιδιωτικές πρωτοβουλίες».