Γράφει ο Γιώργος Λακόπουλος
Πρώτο. Η Ελλάδα -μετά την σύσταση της ως κράτος, αφού έμπλεξε κάμποσες φορές με πόλεμο με την Τουρκία, το 1923 οριστικοποίησε τα σύνορά της με τη Συνθήκη της Λοζάνης- και τα ολοκλήρωσε μετά τον πόλεμο. Έκτοτε τα ελληνικά σύνορα είναι, σαφή, συγκεκριμένα και διακριτά. Όποιος θέλει να τα δει δεν έχει παρά να ανοίξει ένα χάρτη.
Δεύτερο: Τα ελληνικά σύνορα φυλάσσονται- κατά πως κρίνει η χώρα. Καμιά πρωτοτυπία. Τα σύνορα όλων των χωρών φυλάσσονται. Γιατί ανάμεσά τους υπάρχουν κάποιες που δεν τους φτάνουν τα δικά τους εδάφη και θέλουν και του γείτονα. Πανάρχαιο φαινόμενο.
Τρίτο: Ό,τι ανήκει στην από εδώ μεριά των συνόρων ανήκει κυριαρχικά στην Ελλάδα. Χωρίς καμία συζήτηση. Ό,τι βρίσκεται κάτω και πάνω από το ελληνικό έδαφος και την ελληνική θάλασσα, επίσης ανήκει στην Ελλάδα. Για ό,τι βρίσκεται μέχρι ένα διεθνώς παραδεκτό όριο η Ελλάδα έχει αποκλειστικά κυριαρχικά δικαιώματα.
Τέταρτο: Ό,τι βρίσκεται πέρα από αυτό στη θάλασσα και κάτω από τη θάλασσα και στον αέρα ρυθμίζεται με διεθνείς συνθήκες. Αν όμορα κράτη έχουν διαφωνίες για τα όρια εκατέρωθεν δικαιοδοσία σ’ αυτό το χώρο – και μόνο σ’ αυτόν– υπάρχουν διεθνή δικαστήρια.
Η εθνική κυριαρχία
Πέμπτο: Τα ελληνικά σύνορα στην ξηρά, στον αέρα και στη θάλασσα είναι απαραβίαστα. Όποιος τα παραβιάσει χάνει το χέρι του επί τόπου. Τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα δεν εκχωρούνται. Για εκκρεμότητες πέρα από αυτά, αλλά και ενδεχόμενες επικαλύψεις από άλλες χώρες, υπάρχουν πάλι διεθνείς συνθήκες και δικαστήρια.
Έκτο: Υπάρχει μια βασική διαφορά ανάμεσα στην εθνική κυριαρχία του ελληνικού κράτους που αφορά το έδαφος του, τη θάλασσά του και τον αέρα του και στα κυριαρχικά του δικαιώματα -ή τα προνόμιά του, αν θέλετε- για ό,τι υπάρχει γύρω από αυτά και ανάμεσα στην κυριαρχία ενός άλλους κράτους.
Παραβιάζοντας κάποιος την κυριαρχία του πεθαίνει. Παραβιάζοντας τα κυριαρχικά του δικαιώματα παρανομεί. Και αν δεν δέχεται ή δεν υπάρχει τρόπος να δικαστεί για την παρανομία του και τη συνεχίζει πάλι πεθαίνει.
Εννοείται ότι αν κάποιος δεν προσφεύγει στη διεθνή δικαιοσύνη για ό,τι θεωρεί εκκρεμές, η Ελλάδα δικαιούται να ασκήσει τα δικαιώματά της ανεμπόδιστα.
Έβδομο: Υπάρχουν τρεις -νόμιμοι- τρόποι να αλλάξουν τα ισχύοντα για τα ελληνικά σύνορα και τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα. Ο ένας είναι η κοινή απόφαση με κάποιο γειτονικό κράτος. Οίκοθεν νοείται ότι όποια ελληνική κυβέρνηση παραχωρήσει έδαφος ή δικαιώματα μπλέκει με τον ελληνικό λαό και ενδεχομένως με τα ελληνικά δικαστήρια.
Ο δεύτερος είναι η προσφυγή στα διεθνή δικαστήρια που έχουν συσταθεί με διεθνείς συνθήκες για να επιλύουν διάφορες επί κυριαρχικών δικαιωμάτων.
Ο τρίτος τρόπος είναι ο πόλεμος. Όποιος από τους γείτονες της Ελλάδας νομίζει ότι είναι μάγκας και ισχυρός και μπουκάρει στα ελληνικά σύνορα -ενός κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ- υπόκειται στις συνέπειες.
Η ελληνική «αβαρία» του 1996
Όγδοο: Για πολλές δεκαετίες η Ελλάδα και η Τουρκία αντιδικούσαν για την Κύπρο και άλλα θέματα, αλλά τα ελληνικά σύνορα και τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα ήταν δεδομένα. Αυτό άλλαξε από τη δεκαετία του ’70 όταν το ενδεχόμενο ορυκτού πλούτου στο Αιγαίο άνοιξε τις ορέξεις της Τουρκίας και άρχισε να διεκδικεί σε βάρος της Ελλάδας περισσότερα από όσα της ανήκουν.
Η αρχή έγινε με την άρνηση του δικαιώματος ερευνών της Ελλάδας στα όρια της ελληνικής κυριαρχίας και ως τώρα αποκρούεται από όλες τις ελληνικές κυβερνήσεις -επιτυχώς– ακόμη και με το ρίσκο του πολέμου.
Ένατο: Το 1996 η Τουρκία άλλαξε μέθοδο και η τότε ελληνική κυβέρνηση έπεσε στην παγίδα. Έκτοτε μια περιοχή στο Αιγαίο -τα Ίμια και ορισμένες βραχονησίδες που ανήκαν στην ελληνική κυριαρχία- είναι «γκρίζες». Προσοχή: είναι, όχι θεωρούνται. Με ελληνική σιωπηρή συγκατάθεση.
Εκείνη την περίοδο άρχισε η άσκηση «διαλλακτικής» πολιτικής που απέληξε στην -στη Μαδρίτη και το Ελσίνκι- στην αναγνώριση «ζωτικών συμφερόντων» της Τουρκίας στο Αιγαίο και «διαφορές» με την Ελλάδα- πέραν της εκκρεμότητας για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας των ελληνικών νησιών και της ΑΟΖ.
Η ελληνική παραχώρηση, περί αυτού πρόκειται, έγινε με αντάλλαγμα την ευρωπαϊκή προσχώρηση της Τουρκίας, που δεν έγινε ποτέ λόγω αλλαγής πλεύσης της Τουρκίας που ως τώρα πήρε και δεν έδωσε.
Δέκατο: Μετά την ελληνική «αβαρία» του 1996 η Τουρκία αποθρασύνθηκε και διεκδικεί με διάφορους τρόπους τα εξής από τον Ελλάδα:
Συνεκμετάλλευση στο Αιγαίο με απώλεια ελληνικής κυριαρχίας προς όφελος της. Επανακαθορισμό των συνόρων σε ορισμένες περιοχές με την επανεξέταση της ιδιοκτησίας νησιών. Στο εσωτερικό της μάλιστα προβάλλει ότι της ανήκουν και μεγάλα ελληνικά νησιά γιατί «αδικήθηκε» στη Λοζάνη – την οποία θεωρεί αναθεωρητέα.
-Αποστρατιωτικοποίηση συγκεκριμένων νησιών, των οποίων η άμυνα ενισχύθηκε ως δικαίωμα της Ελλάδας απέναντι στη λεγόμενη «στρατιά του Αιγαίου», που εγκαταστάθηκε στις απέναντι τουρκικές ακτές.
-Επανεξέταση του καθεστώτος της μουσουλμανικής μειονότητας στη Θράκη.
Υπάρχουν και άλλα. Π.χ. η απειλή πολέμου, αν η Ελλάδα ασκήσει το δικαίωμά της να επεκτείνει στα 12 μίλια τα χωρικά της ύδατα. Ετεροβαρείς διευθετήσεις στη θάλασσα και τον αέρα. Και βέβαια νομιμοποίηση της εισβολής στην Κύπρο που προήλθε από την εκμετάλλευση του προδοτικού τυχοδιωκτισμού ενός ανωμάλου και παράνομου ελληνικού καθεστώτος.
Οι θεωρίες περί «φιλίας«
Η Ελλάδα δεν διεκδικεί τίποτε από την Τουρκία, πέραν της δίκαιης λύσης στο Κυπριακό.
Ενδέκατο: Οι διεθνείς συνθήκες, το διεθνές δίκαιο σε όλα τα επίπεδα, οι διακηρύξεις του ΟΗΕ, το ευρωπαϊκό κεκτημένο και οτιδήποτε άλλο ορίζει τα όρια και τους όρους συνύπαρξης μεταξύ κρατών οδηγούν σε ένα συμπέρασμα: ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκί υπαρχει σε εκκρεμότητα μόνο το ζήτημα της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ των νησιών. Τίποτε άλλο, εκτός από τα θέματα χαμηλής πολιτικής που ορίζουν τη καλή γειτονία.
Δωδέκατο: Οτιδήποτε πέρα από αυτά καθιστά την Τουρκία επιθετική και επεκτατική δύναμη την Ελλάδα. Πολύ περισσότερο όταν η ίδια με καθημερινές απειλές και παραβιάζει και το επιβεβαιώνει- κατά διεθνή παραδοχή. Με άλλα λόγια η Τουρκία είναι -με επιλογή της- εχθρική δύναμη και έτσι πρέπει να αντιμετωπίζεται.
Οι θεωρίες περί φιλίας είναι μονομερείς και επικίνδυνες. Απέναντι σε χώρα με απειλητική συμπεριφορά δεν νοείται «κονσομασιόν» εκ μέρους της Ελλάδας. Η κατευναστική πολιτική δεν έχει νόημα ειδικά απέναντι στη σημερινή Τουρκία γιατί την αποθρασύνει.
Δέκατο τρίτο: Καμιά ελληνική κυβέρνηση δεν δικαιούται να υποχωρήσει σε αξιώσεις οποιασδήποτε χώρας σε βάρος της ελληνικής κυριαρχίας και των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων. Οι πρωθυπουργοί το πρώτο στο οποίο ορκίζονται είναι να παραδώσουν τη χώρα στον ίδιο βαθμό ακεραιότητας όπως την πήραν.
Η πρόθεση για διάλογο για «να τα βρούμε» στον οποίο ωθούν μονίμως τις ελληνικές κυβερνήσεις ξένες δυνάμεις, συμμαχικές υποτίθεται, είναι καταστροφική για τη χώρα. Καμιά κυβέρνηση δεν μπορεί να μπαίνει σ’ αυτές τις συζητήσεις και πολύ περισσότερο να αφήνει περιθώρια για διαπραγματεύσεις επί ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων.
Συμπέρασμα: Η ελληνική θέση -πρέπει να -είναι απλή: δεν διεκδικούμε τίποτε, δεν παραχωρούμε τίποτε και δεν συζητούμε τίποτε πέραν της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ των νησιών. Αν η Τουρκία επιβουλεύεται ελληνικά εδάφη και δικαιώματα πρέπει να κάνει πόλεμο για να τα πάρει.
Τι δεν καταλαβαίνει από αυτά η σημερινή ελληνική κυβέρνηση;