Γράφει ο Τάσος Παππάς
Ποιο από τα δύο ήταν χτύπημα κάτω από τη ζώνη: η φράση του Αλέξη Τσίπρα για τον Κυριάκο Μητσοτάκη ότι είναι «ο μεγαλύτερος πολιτικός απατεώνας» ή η άποψη του Ευκλείδη Τσακαλώτου ότι δεν πρέπει να αποκαλούμε τους αντιπάλους μας «πολιτικούς απατεώνες»;
Εξαρτάται από τη σκοπιά που το βλέπει κανείς, εξαρτάται όμως και από τη συγκυρία. Αυτό που δεν αμφισβητεί ο κ. Τσακαλώτος, αν κρίνω από τις μέχρι τώρα τοποθετήσεις του, είναι ότι τούτη η κυβέρνηση είπε πολλά ψέματα προεκλογικά, ξεγέλασε κόσμο και κοσμάκη και εφαρμόζει πολιτικές που είχε αποδοκιμάσει ως αντιπολίτευση. Χωρίς ίχνος αυτοκριτικής.
Αναρωτιέμαι πώς θα μπορούσε ο Α. Τσίπρας να πει το ίδιο πράγμα με διαφορετικές λέξεις. Αν για παράδειγμα επέλεγε μια άλλη φράση για να περιγράψει τον πρωθυπουργό, πιο κόσμια που θα είχε όμως το ίδιο περιεχόμενο, όπως «απαλλοτριωτής της αλήθειας», «εκμαυλιστής συνειδήσεων, «επαγγελματίας οπορτουνιστής» θα υπήρχε πρόβλημα; Ηταν η τρίτη φορά που ο Α. Τσίπρας χρησιμοποίησε την επίμαχη φράση. Τις άλλες δύο πέρασε στο ντούκου. Δεν είπε άλλωστε κάτι πρωτοφανές ο Α. Τσίπρας, ο οποίος έχει δεχθεί από τον αρχηγό της Δεξιάς και από πολλούς παράγοντές της σκληρές επιθέσεις, μερικές εκ των οποίων ανοίκειες. Τέτοια και πολύ χειρότερα έχουν στο παρελθόν ειπωθεί στη Βουλή, λέγονται και σήμερα.
Γιατί λοιπόν ο κ. Τσακαλώτος θεώρησε σκόπιμο να αντιδράσει; Για να μη διολισθήσει η πολιτική αντιπαράθεση σε χαμηλό επίπεδο; Μα, την ποιότητα της σύγκρουσης δεν την καθορίζει ο ένας πόλος, πρέπει να ακολουθεί και ο άλλος. Αν σε βρίζουν, σε συκοφαντούν, σε προπηλακίζουν, δεν μπορείς να συμπεριφέρεσαι σαν να μην τρέχει τίποτα. Θα θεωρηθεί ένδειξη αδυναμίας, ίσως και φόβου. Τον τόνο δίνει εκείνος που βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση, εκείνος δηλαδή που έχει με το μέρος του το κράτος και τα περισσότερα μέσα ενημέρωσης που διαμορφώνουν τους όρους της αντιπαράθεσης – είτε αυτεπαγγέλτως λόγω ιδεολογικής προτίμησης είτε κατόπιν συστάσεων από τον κυρίαρχο, με τον οποίο έχουν αιμομικτικές σχέσεις. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι στη θέση αυτή βρίσκεται η κυβέρνηση.
Ας μη γελιόμαστε. Ο κ. Τσακαλώτος ήθελε να καταθέσει τη δυσφορία του για την απόφαση του κ. Τσίπρα στο θέμα του διορισμού των τομεαρχών. Αισθάνεται ότι υποβαθμίστηκε. Επειδή όμως δεν είναι χτεσινός, δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι αιφνιδιάστηκε από τη χρήση που έκαναν η Δεξιά και τα μέσα ενημέρωσης που ελέγχει. Η Ν.Δ. έσπευσε να χαιρετίσει τη στάση Τσακαλώτου. Θα μπορούσε κάποιος να επικαλεστεί το τσιτάτο που αποδίδεται στον Λένιν, αλλά είναι πολύ αμφίβολο αν όντως το έχει πει ο ηγέτης των μπολσεβίκων: «Αν σε επαινεί ο ταξικός εχθρός, ψάξε να βρεις το λάθος σου». Οι τίτλοι στα ρεπορτάζ των φιλοκυβερνητικών μέσων ενημέρωσης ήταν χαρακτηριστικοί: «Σύγκρουση κορυφής στον ΣΥΡΙΖΑ», «Εμφύλιος στον ΣΥΡΙΖΑ», «Σε διάλυση ο ΣΥΡΙΖΑ».
Σκάει μύτη ο αντίλογος: Τι έπρεπε να κάνει ο κ. Τσακαλώτος; Να κρύψει τη διαφωνία του; Να λέει «ναι» σε όλα, ακόμη κι αν δεν συμφωνεί; Να δεχτεί εκπτώσεις στις αρχές του; Οχι φυσικά. Εφόσον εκτιμά ότι είναι μεγάλης σημασίας, θα μπορούσε να θέσει το ζήτημα στα θεσμοθετημένα κομματικά όργανα (Πολιτική Γραμματεία, Κεντρική Επιτροπή) ή στα άτυπα, που συνεδριάζουν σε καθημερινή βάση (πρωινός καφές). Θα μπορούσε να το συζητήσει κατ’ ιδίαν με τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ. Το έπραξε; Δεν το ξέρω.
Πάντως, αν το είχε κάνει, θα το μαθαίναμε. Ανοιχτό βιβλίο είναι στην Κουμουνδούρου. Τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι ανήκουν σε κόμμα εξουσίας. Παλιότερα οι αντιθέσεις στο εσωτερικό του απασχολούσαν τους μυημένους και ελάχιστα τα δίκτυα ενημέρωσης. Ηταν ακίνδυνος για το σύστημα. Σήμερα τα πράγματα είναι διαφορετικά. Εχουν συμφιλιωθεί με τη νέα κατάσταση;
Ανάγωγα
Αρχισαν τα φιλοκυβερνητικά μέσα ενημέρωσης να γκρινιάζουν, να ασκούν κριτική, να εκφράζουν αμφιβολίες για τον πρωθυπουργό και τους μισούς υπουργούς του; Θα φτιάξει η κυβέρνηση καμιά δεκαριά λίστες Πέτσα για να σταματήσουν. Ετσι γίνεται στις σύγχρονες κοινοβουλευτικές μεταδημοκρατίες: εν τη παλάμη και ούτω βοήσωμεν.