Του Μάνου Οικονομίδη
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Αξία”, το Σάββατο 29 Αυγούστου 2020
Τη σχετική συναισθηματική απογοήτευση τη βιώσαμε έντονα την αποκρουστική εποχή των Μνημονίων, τότε που η κοινωνία μας φτωχοποιήθηκε, και η Ελλάδα έχασε έδαφος και ζωτικό χώρο σε επίπεδο δημόσιας παρέμβασης και διπλωματίας.
Τότε, η πατρίδα μας αναζητούσε Ευρωπαίους εταίρους, και έβρισκε… δανειστές. Σήμερα, με αφορμή την άγαρμπη επιθετικότητα της Τουρκίας και προσωπικά του Ταγίπ Ερντογάν, η Ελλάδα αναζητεί Ευρωπαίους εταίρους και βρίσκει… διαιτητές.
Ο μεσολαβητικός και ενοποιητικός ρόλος της Γερμανίας είναι κατανοητός, όχι όμως και ανεκτός. Η αποστασιοποίηση αρκετών ευρωπαϊκών κρατών-δορυφόρων της Γερμανίας, είναι επίσης κατανοητή, και επίσης όχι ανεκτή.
Δεν κινούμαστε στο κενό. Δεν εκκινούμε από την ίδια αφετηρία. Δεν καταλήγουμε στον ίδιο επίλογο. Η Ελλάδα είναι χώρα του πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της ευρωζώνης, νησίδα μετριοπάθειας και εκτόνωσης των εντάσεων, σε μια περιοχή με προφανή και ιστορικά επιβεβαιωμένη επικινδυνότητα για την Ευρώπη.
Είναι εξοργιστική η επανάληψη και επιβεβαίωση της απάθειας, αν όχι… μακαριότητας, που διακρίνει την ευρωπαϊκή διπλωματία. Περί αλληλεγγύης φυσικά, στον πυρήνα τουλάχιστον της έννοιας, ας το αφήσουμε καλύτερα.
Είναι βαθιά μελαγχολική η διαπίστωση της μεγάλης απόστασης που χωρίζει το πώς εξελίχτηκε και μορφοποιήθηκε ως ενοποιημένο σύνολο η Ευρωπαϊκή Ένωση, από το πώς την οραματίστηκαν οι δημιουργοί της.
Και, πάνω από όλα, από το πώς την έχουν ανάγκη οι λαοί τους οποίους, υποτίθεται ότι εκφράζει και προστατεύει. Η αλλαγή δεν είναι… πείσμα της συγκυρίας. Είναι αδιαπραγμάτευτο αίτημα βιώσιμης προοπτικής.