Γράφει ο Στέλιος Σοφιανός
Η τελευταία ημέρα του Ιουλίου συνέπεσε φέτος με την τελευταία Παρασκευή του Ιουλίου και θα ήταν, υπό άλλες συνθήκες, απαγορευτική για να ταξιδέψεις σε δημοφιλείς προορισμούς των Κυκλάδων, χωρίς να υποστείς ταλαιπωρία, ικανή να σου χαλάσει τη διάθεση την πρώτη ημέρα των διακοπών σου.
Εκείνο το πρωινό όμως της 31ης Ιουλίου στο λιμάνι του Πειραιά τα πράγματα θύμιζαν περισσότερο αρχή ή τέλος της τουριστικής σεζόν. Η κίνηση απολύτως ελεγχόμενη, η ροή των επιβατών και των οχημάτων προς τα καράβια το ίδιο, οι μάσκες ανά χείρας (ή ανά γνάθο) ώσπου οι ταξιδευτές να πάρουν τη θέση τους στην ουρά – τότε οι περισσότεροι τις φορούσαν κανονικά. Ισως και γιατί κανείς δεν τηρούσε απόσταση «ασφαλείας» (1-2 μέτρα;) από τον μπροστινό του.
Και μέσα στο πλοίο, το υπερσύγχρονο και πολυδιαφημισμένο ταχύπλοο, η κατάσταση φαινόταν ελεγχόμενη. Τα παράπονα έρχονταν κυρίως από γονείς με μικρά παιδιά, που το σύστημα booking του πλοίου τους είχε χωρίσει: αλλού ο μπαμπάς, αλλού η μαμά, αλλού το ένα παιδί, αλλού και το άλλο.
Ήμασταν και εμείς μια τέτοια περίπτωση, από τις πολλές του δρομολογίου, αλλά «βολευτήκαμε», χάρη στην κατανόηση των συνεπιβατών μας. Και τούτο παρότι με βεβαιότητα η πληρότητα του πλοίου άγγιζε το 95% – και ακόμη δεν είχε καν αποφασιστεί η… αύξηση στο 80%. Στα ίδια επίπεδα, του 95% δηλαδή, και ο αριθμός όσων φορούσαν μάσκα. Υπήρχαν ελάχιστοι που την απέφευγαν, ή την κρατούσαν στο πηγούνι ή την έβγαζαν πολύ και τη φορούσαν λίγο.
Η μάσκα ως φίλτρο αέρα Ήταν η πρώτη φορά που φόρεσα μάσκα για περισσότερο από 5-10 λεπτά. Ενα άγχος το είχα. Με την υπόδειξη φίλου, επίσης διοπτροφόρου, απέφυγα στο ταξίδι να φορέσω γυαλιά οράσεως και επέλεξα φακούς επαφής. Του χρωστάω έξι ώρες σχετικά άνετου ταξιδιού. Γιατί όσοι φορούν γυαλιά οράσεως, δεν περνάνε καλά με τη μάσκα- και αυτό πρέπει να καταγραφεί. Ακόμη και αν τα περάσεις με ειδικό αντιθαμβωτικό, έπειτα από λίγη ώρα και αρκετές αναπνοές, τα γυαλιά θαμπώνουν και πάλι. Η λύση είναι να τα βγάλεις – κάποιοι είδα ότι το έκαναν, άλλοι επέλεξαν να βγάλουν τη μάσκα (ή τη μύτη έξω από αυτή).
Αυτό που μπορώ με σιγουριά να πω είναι ότι πολύ γρήγορα συνήθισα τη μάσκα. Κατάφερα μάλιστα να πάρω και έναν υπνάκο και δεν με ενόχλησε καθόλου. Το αντίθετο, μάλιστα. Συνήθως αντιμετωπίζω πρόβλημα σε κλειστούς χώρους με δυνατό κλιματισμό (δεν τον αντέχω, ξεραίνονται ο λαιμός, η μύτη, με δυσκολία αναπνέω). Στο ταξίδι αυτό διαπίστωσα ότι η (υφασμάτινη) μάσκα είναι ένα αποτελεσματικό φίλτρο, αφού μείωσε αισθητά την επίπτωση του κλιματιστικού στο αναπνευστικό μου.
Την ίδια ώρα, στο μικρό διαθέσιμο ανοικτό κατάστρωμα όπου κυρίως έβγαιναν καπνίζοντες, οι περισσότεροι έβγαζαν τη μάσκα – δεν ήταν άλλωστε ξεκάθαρο αν ήταν υποχρεωτική ή όχι. Από τα ηχεία ακούγονταν συχνά παραινέσεις και υπενθυμίσεις για χρήση της σε όλους τους χώρους του πλοίου. Τίποτα όμως περισσότερο από αυτό. Καμία παρατήρηση ή προτροπή σε όσους δεν φορούσαν μάσκα, εκτός από κάποιες «δολοφονικές» ματιές άλλων επιβατών, που όμως δεν «άγγιζαν» τους παραβάτες.
Αποβίβαση – Επιβίβαση σε 5’ λεπτά!
Πιθανολογώ ότι οι υπεύθυνοι του πλοίου είχαν άλλες προτεραιότητες. Ισως έτρεχαν για να προλάβουν να «βγάλουν» το δρομολόγια στην ώρα τους, σύμφωνα δηλαδή με το επίσημο πρόγραμμα που είναι αναρτημένο και στον ιστότοπο της εταιρείας: «Ωρα άφιξης 9.55. Ωρα αναχώρησης 10.00». Ναι, στο διάστημα των μόλις 5 λεπτών «πρέπει”»εκατοντάδες επιβάτες και τα δεκάδες οχήματα να αποβιβαστούν, και άλλοι τόσοι να επιβιβαστούν σε καθένα από τα λιμάνια που «πιάνει». Πώς να γίνει αυτό όμως; Είναι πρακτικά αδύνατο και εντελώς παράλογο. Και πώς -και γιατί- το δέχονται οι λιμενικές αρχές του Πειραιά και των νησιών;
Αυτά σκεφτόμουν, καθώς το πλοίο «έδενε» στο πρώτο από τα νησιά -προορισμούς, με ήδη 30 λεπτά καθυστέρηση και ενώ είχε ξεκινήσει από τον Πειραιά στην ώρα του.
Η επιστροφή
Τις επόμενες ημέρες διαπίστωσα ότι η καθυστέρηση είναι μόνιμη και φτάνει έως και τα 45 λεπτά, κάτι όχι και πολύ καλό για τη φήμη του πλοίου και της εταιρείας — ειδικά όταν ο ναύλος είναι κατά 70% πιο ακριβός από τα «συμβατικά» και ο χρόνος, τελικά, περίπου ίδιος. Διαπίστωσα επίσης ότι το πρόβλημα δεν είναι στην είσοδο των επιβατών από τον Πειραιά — αλλά στην επιβίβαση από τα νησιά και την αποβίβαση στον Πειραιά, κατά την επιστροφή.
Εκεί στα νησιά, όταν πολλοί περιμένουν κάτω από τον καυτό ήλιο και τον δυνατό άνεμο, και όταν αυτοί οι πολλοί πρέπει να επιβιβαστούν πολύ γρήγορα, είναι εξαιρετικά δύσκολο να εφαρμοστούν πρωτόκολλα αντίCOVID-19. Ένα τσούρμο από ανθρώπους ορμάει προς την μπουκαπόρτα και ασθμαίνοντες λιμενικοί επιχειρούν μάταια να τους πείσουν να κρατήσουν μια κάποια απόσταση, την ίδια ώρα που οι εργαζόμενοι στο πλοίο φωνάζουν και δείχνουν «γρήγορα-γρήγορα»…
Το κατέγραψε τώρα η ειδησεογραφία, ως «παρατράγουδο» στην Πάρο. Και όλα αυτά, για να τηρηθούν οι χρόνοι που έχει δώσει η εταιρεία για να πάρει την άδεια στο δρομολόγιο (αλλά και μερίδιο από την αγορά), και για να μη συμπέσει στο ίδιο λιμάνι με τα πλοία του ανταγωνισμού, διότι τότε μπορεί και να χρειαστεί να περιμένει «απ’ έξω».
Ο μπαμπούλας
Για να είμαι δίκαιος, δεν είναι θέμα μόνο μίας εταιρείας ή ενός μόνο καραβιού. Στην επιστροφή μας από το νησί «βόλευε» καλύτερα άλλο πλοίο, άλλης εταιρείας, όπου είχαμε τη δυνατότητα να βρισκόμαστε περισσότερη ώρα σε ανοιχτό κατάστρωμα —και εκεί τα μικρά παιδιά μπορούν πιο εύκολα να εκτονώσουν την υπερκινητικότητά τους. Τα ίδια πάνω-κάτω με τις μάσκες: μέσα όλοι ή σχεδόν όλοι, έξω στο κατάστρωμα ελάχιστοι (παρότι καμία αμφιβολία πια ότι η χρήση ήταν υποχρεωτική).
«Φορέστε τις μάσκες γιατί θα ανέβει το Λιμενικό για έλεγχο», ζήτησε κάποια στιγμή μία από τους υπευθύνους του πλοίου — κάποιοι τις φόρεσαν, το Λιμενικό δεν εμφανίστηκε, έπειτα οι περισσότεροι τις έβγαλαν πάλι, ίσως την επόμενη φορά ένα «γιατί αν δεν τις φορέσετε θα πεθάνουμε όλοι» να είναι πιο αποτελεσματικός «μπαμπούλας»…
Στο ίδιο δρομολόγιο δεν μας ζήτησαν ποτέ την υπεύθυνη δήλωση για την COVID-19.
Στον Πειραιά ξανά
Ποτέ δεν είναι ωραίο να επιστρέφεις από (ολιγοήμερες έστω) διακοπές σε νησί, εκτός αν πρόκειται να συνεχίσεις τις διακοπές σου. Γνωστό αυτό. Υποθέτω πως εκείνο το απόγευμα όλοι όσοι επιστρέφαμε στον («ήρεμο» αυτό τον Αύγουστο) Πειραιά, τρέχαμε για να προλάβουμε ένα άλλο πλοίο ή λεωφορείο ή τρένο, για κάποιους άλλους προορισμούς. Αλλιώς πώς να εξηγήσω τον πανικό κατά την έξοδο, ειδικά στον χώρο των αποσκευών;
Εκεί, σε ένα μικρό δωμάτιο στο κάτω γκαράζ, ελάχιστοι χωρούσαμε αλλά εκατοντάδες προσπαθούσαμε να μπούμε για να πάρουμε τη βαλίτσα μας, σε συνθήκες όχι απλώς συνωστισμού, αλλά σαρδελοποίησης. Μάσκες φορούσαμε πάντως. Την ίδια στιγμή που οι επιβάτες, Έλληνες και ξένοι τουρίστες, δίναμε ρεσιτάλ ανευθυνότητας, οι άνθρωποι του πλοίου δεν ήθελαν ή δεν μπορούσαν να κάνουν κάτι για να υπάρξει μια τάξη, μια σειρά, ένας τρόπος να γίνει η δουλειά με καλύτερες συνθήκες από το «πατείς με πατώ σε».
Σαν να μην έχει αλλάξει κάτι, σαν να μην υπάρχουν πρωτόκολλα και οδηγίες, σαν να μην υπάρχει κορονοϊός. Ή, απλώς, σαν να έχουμε πάρει την απόφαση να ζήσουμε ή να πεθάνουμε μαζί του.