Γράφει ο Γιώργος Λακόπουλος
Τις τελευταίες δεκαετίες σε κάθε ελληνοτουρκική κρίση ενεργοποιείται ο πολιτειακός μηχανισμός. Ο Πρωθυπουργός επικοινωνεί με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ειδοποιείται ο Πρόεδρος της Βουλής και με κάποιο τρόπο ενημερώνεται και ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Έτσι διαμορφώνεται ενιαία εθνική ασπίδα , που -λίγο ή πολύ -περνάει και στην κοινωνία ως κάλεσμα ομοψυχίας, ενώ λειτουργεί και ως κοινό μήνυμα για τους απέναντι.
Υπάρχουν ενδείξεις ότι στην εν εξελίξει ελληνουρκική κρίση με την ισλαμοποίηση της Αγίας Σοφίας αυτό το σχήμα υπολειτούργησε.
Φάνηκε στην βραδύτητα των αντιδράσεων- συμπεριλαμβανομένου και του υπουργείου Εξωτερικών -αλλά και στη μάλλον ήπια μεταχείριση του πρωταγωνιστή της κρίσης.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στις -καθυστερημένες- παρεμβάσεις του πολιτειακού άξονα Πρόεδρος- Πρωθυπουργός δεν κατονομάζεται ο Ταγίπ Ερντογάν, ούτε ζητούνται κυρώσεις εναντίον του- όπως ανέφερε η επικεφαλής του Κινάλ.
Στην αντίδραση της Προέδρου της Δημοκρατίας έλειπε το προσκλητήριο για εθνική ενότητα και η διαχείριση της διπλωματικής κρίσης εκ μέρους του Πρωθυπουργού δεν συμπεριέλαβε άμεση επικοινωνία του με τον γενικό γράμματα του ΟΗΕ, τον επικεφαλής της Ουνέσκο και τους προέδρους του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της προεδρεύουσας Γερμανίας- με αιχμή την αξίωση όχι απλώς για καταδίκη, αλλά για άμεσες πρακτικές κυρώσεις στην Τουρκία.
Οι εσωτερικές υποχρεώσεις του Πρωθυπουργού για …εγκαίνια, προηγήθηκαν της διεθνούς κινητοποίησής του. Επίσης είναι άγνωστο αν υπήρξε ενημέρωση του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης και των άλλων κομμάτων.
Σε κάθε περίπτωση όμως ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει να δώσει μια εξήγηση για τις τελευταίες εξελίξεις, σε σχέση με την πρόσφατη επικοινωνία του με τον Ταγίπ Ερντογάν.
Αν ο Τούρκος πρόεδρος δεν τον ενημέρωσε για τις προθέσεις του, προκύπτει ότι τον χρησιμοποίησε για να δημιουργήσει ατμόσφαιρα συνεννόησης και υπάρχει θέμα αξιοπιστίας του Ερντογάν απέναντι στον Μητσοτάκη σε προσωπικό επίπεδο πλέον.
Αν τον προϊδέασε τότε υπάρχει θέμα αξιοπιστίας του Πρωθυπουργού απέναντι στους πολίτες και το πολιτικό σύστημα.
Αν γνώριζε αυτή τη εξέλιξη που έχει ως βασική προϋπόθεση αντιμετώπισης το αρραγές εσωτερικό μέτωπο -που ζήτησε προφητικά τον περασμένο Νοέμβριο ο Κ. Καραμανλής- και επέτρεπε στο σύστημα του να τροφοδοτεί την πολιτική ζωή με διχαστικές δραστηριότητες του κόμματος και των φιλικών του ΜΜΕ με το υλικό που παράγουν ο Μιωνής και ο Καλογρίτσας.
Σ’ αυτό το σκηνικό σημειώθηκε μια ενδιαφέρουσα, έγκαιρη, παρέμβαση. Προφανώς διαισθανόμενος αισθανόμενος το κενό ο πρώην Πρόεδρος της Δημοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλος ενεργοποίησε το «μάνιουαλ» με το οποίο κινήθηκε ως αρχηγός του κράτους τον δραματικό Ιούλιο του 2015.
Πλην της άμεσης σκληρής δήλωσης κατά του Ερντογάν προσωπικά – με ονοματεπώνυμο και διεύθυνση- πήρε την πιο ευαίσθητη πρωτοβουλία: επικοινώνησε με τον Οικουμενικό Πατριάρχη, που πληγώνεται περισσότερο από κάθε άλλον εμπλεκόμενο με τη συγκεκριμένη επιθετική κίνηση των Τούρκων.
Δεν είναι γνωστό αν επικοινώνησε και με εν ενεργεία πολιτικούς παράγοντες της χώρας- και μάλλον δεν θα το έλεγε αν τον ρωτούσε κανείς- αλλά θεωρείται βέβαιο ότι άνοιξε την ατζέντα με τους διεθνείς φίλους του. Προδήλως έχοντας κατά νου αυτού που προέκυψε τελικά: την παρέμβαση Μπάιντεν, αφού η ειδική σχέση Τραμπ-Ερντογάν δεν επιτρέπει τίποτε καλύτερο από τον αμερικάνικο παράγοντα.
Η άτυπη παρέμβαση Παυλόπουλου συνιστά τροχιοδεικτικό υπόδειγμα για όσους πέρασαν από κεντρικά πολιτικά αξιώματα και έχουν γνώση και εμπειρία των χειρισμών που απαιτούνται σ’ αυτές τις περιπτώσεις.
Όχι μόνο για να δοθεί ισχυρή ελληνική απάντηση στις προκλήσεις της Αγκύρας και να κινητοποιηθεί η διεθνής κοινότητα εναντίον των ενεργειών της, αλλά και για να αποκτήσει το μείγμα της εθνικής ομοψυχίας καθολικό χαρακτήρα.