Γράφει ο Γιώργος Λακόπουλος
Η πιο συγκροτημένη τοποθέτηση στο Πολιτικό Συμβούλιο του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ έγινε από τον καθηγητή Αντώνη Λιάκο. Γιατί στο δια ταύτα έβαζε το χέρι επί τον τύπο των ήλων: όσοι έχουν εκτεθεί να διευκολύνουν το κόμμα και τον πρόεδρό του.
Ο εστί μεθερμηνευόμενο: ο Παπαδημούλης και ο Παππάς να παραιτηθούν από τα κομματικά τους αξιώματα.
Έτσι ηρέμησαν και τα νεύρα όσων άκουγαν κάτι «λιμά» από το παλαιό ΠΑΣΟΚ να ζητούν συμπαράσταση στους διωκώμενος συντρόφους. Ή κάποιους άλλους να τσαμπουνάνε ότι αυτό που χρειάζεται το κόμμα είναι «αλληλεγγύη». Για κάτι που λέγεται «πολιτική» προφανώς δεν έχουν ακούσει.
Αυτό που είπε ο καθηγητής Λιάκος δεν είναι σοφό: είναι η επιτομή της πολιτικής. Όσο ο Παπαδημούλης περιφέρεται ως επικεφαλής της ομάδας των ευρωβουλευτών του κόμματος και οργανώνει… εκδηλώσεις και όσο ο Παππάς κυκλοφορεί στα κανάλια ως τομεάρχης Οικονομικών -στη ΝΔ θα ανοίγουν σαμπάνιες.
Αν μάλιστα ο συμπαθής Παύλος Πολάκης συνεχίσει να λέει τον Γεωργιάδη, «σίχαμα» και «ρετάλι» και ο καθόλου συμπαθής Σκουρλέτης να κάνει τον γραμματέα η σαμπάνια θα συνοδεύεται με χαβιάρι.
Γιατί έτσι είναι η πολιτική. Δεν είσαι μόνος. Σαν αυτό που που έλεγε ο Σαρτρ για το ποδόσφαιρο: «Τα πράγματα περιπλέκονται από την παρουσία της αντίπαλης ομάδας».
Η περιπλοκή για τον ΣΥΡΙΖΑ θα μεγαλώνει όσο οι μισοί θα τον θεωρούν κόμμα-παρέα και οι άλλοι μισοί κόμμα – λημέρι. Για να καταφεύγουν εκεί για προστασία -σαν τον λήσταρχο Νταβέλη.
Μέχρι πότε θα συνεχίζει ο Τσίπρας να λέει στον έναν «άντε μην τα πάρω», στον άλλον «έκανες λάθος με τα ρίαλ-εστέιτ σου», τον τρίτο «μακριά από το πληκτρολόγιο» και στον τέταρτο «εγώ σου ανέθεσα να χειριστείς τον Μιωνή γιατί με έπρηζε ο Νετανιάχου, δεν εννοούσα να στηθείς στα μικρόφωνα του σαν τη Μαρινέλα όταν ηχογραφούσε την Αλβανία».
Στην Κουμουνδούρου πρέπει να καταλάβουν ότι τα πράγματα έχουν αγριέψει. Οι απέναντι είναι επαγγελματίες και δεν καταλαβαίνουν από «φερ-πλέι». Όπου βρίσκουν Συριζαίο εκτεθιμένο θα το κρεμάνε στα μανταλάκια.
Κι αυτό στην πολιτική είναι. Μπορεί π.χ. ο άλλος να είναι ως κόμμα και παράταξη- αλλά και ως…οικογένεια- βουτηγμένος στις παρακρατικές μεθόδους, στα παραδικαστικά, στις προβοκάτσιες, στις σκευωρίες και στα σκάνδαλα , αλλά να ωρύεται ότι «ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν παρακράτος».
Να εξαγοράζει ό,τι κινείται το μιντιακό χώρο, αλλά να σε καταγγέλλει «ότι πήγες να θέσεις υπό έλεγχο την «ενημέρωση». Να πάει να κλείσει οφθαλμοφανώς το Documento, αλλα και να φωνάζει ότι «ο Τσίπρας πήγε να κλείσει εφημερίδες»- γιατί θα αγόραζε το Συγκρότημα ο Σαββίδης και όχι ο Μαρινάκης.
Το θέμα είναι πόσο μπόσικο βρίσκει η προπαγάνδα της ΝΔ τον ΣΥΡΙΖΑ για να παραμυθιάζει τους πολίτες κάνοντας το άσπρο μαύρο . Εκείνοι που χρωστάνε να ζητούν και το βόδι.
Απέναντι σ’ αυτά τα κόλπα οι Συριζαίοι οφείλαν να έχουν αναπτύξει αυτοάμυνες- την εποχή που κυβερνούσαν. Δεν το έκαναν και τώρα ποιος ξέρει τι άλλο θα ακούσουμε- έτσι όπως άφηναν πίσω τους και μια κασέτα σε κάθε συνάντηση.
Έστω και τώρα όμως ας αποκτήσουν αίσθηση ευθύνης. Δεν μπορεί ο ένας να παίρνει στο λαιμό του τους άλλους.
Ούτε ο Τσίπρας αντί να κοιτάζει πώς θα κρεμάσει το τσιγκέλι τον Μητσοτάκη στη Βουλή με τις λίστες Πέτσα και τα σκάνδαλα που βρίσκονται κάτω από κάθε Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου του κορονοϊού, να τρέχει να μαζεύει τα σπασμένα των δικών του.
Όποιος καίγεται βγαίνει από το παιχνίδι και αφήνει τους υπολοίπους να προχωρήσουν στη δουλειά τους – που δεν είναι η… αλληλοκάλυψη.
Η δουλειά ενός κόμματος είναι να οργανώσει την δημόσια παρουσία του κατά τρόπο που θα αναδεικνύει τη δική του ιδεολογία, τη δική του πολιτική, τη δική του θέση για κάθε ζήτημα, το δικό του πρόγραμμα, το δικό του πολιτικό προσωπικό, ως καλύτερα από του άλλου.
Αυτό το «καλύτερα» για τον ΣΥΡΙΖΑ δεν θα προκύπτει στις οικογενειακές μαζώξεις ούτε στις γιάφκες των ομάδων του, σε κλειστά δωμάτια και σε ταβέρνες.
Θα προκύψει από κάτι που ονομάζεται κάλπη και μετά από εξετάσεις ενώπιον της κοινωνίας. Αφού μιλάμε για κόμματα ο «χορός με τη σκιά» τους και ο «χορός των δαιμόνων» τους δεν κάνουν καλή εντύπωση στους κριτές.
Αν δούμε τον ΣΥΡΙΖΑ σαν τρένο που πρέπει να φτάσει σε έναν προορισμό, η δουλειά του μηχανοδηγού είναι να βάζει τον καθένα στο βαγόνι του. Αν κάποιος από τη σκευοφόρο θέλει σώνει και καλά να βρεθεί στην πρώτη θέση, να τον κατεβάζει από το τρένο.