Γράφει ο Γιώργος Λακόπουλος
Στην πρόσφατη συνέντευξη του στην «Καθημερινή» ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξης Τσίπρας κατέθεσε δυο φορές την πρόθεσή του να συνεννοηθεί με την κυβέρνηση στα εθνικά θέματα.
«Σε θέματα όπου μπορεί και πρέπει να υπάρξει εθνική συνεννόηση είμαι εδώ για να τη δώσω». …. «Είμαι είμαι διατεθειμένος να δώσω συναίνεση σε κρίσιμες αποφάσεις που δεν μπορεί να τις πάρει η κυβέρνηση».
Αν όμως διαβάσει κανείς ολόκληρες τις απαντήσεις του στα συναφή ερωτήματα του Παπαχελά, θα καταλήξει σε δυο συμπεράσματα:
Πρώτο, η αντίληψη των δυο κομμάτων -και οι πρακτικές των δυο κυβερνήσεων- στα ελληνοτουρκικά είναι μέρα με τη νύχτα. Δεν συμπίπτουν σε τίποτε -ο ίδιος το διαπιστώνει.
Δεύτερο, η κυβέρνηση δεν δείχνει καμία διάθεση για συνεννόηση με την αντιπολίτευση και ειδικά με τον ΣΥΡΙΖΑ. Το λέει ο ίδιος: «Ο κ. Μητσοτάκης δεν επιθυμεί διάλογο για διαμόρφωση εθνικής γραμμής».
Τότε, λοιπόν, τι επιδιώκει ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης; Τι ακριβώς προσφέρει στην κυβέρνηση; Της προτείνει αυτό που ξέρει ότι δεν θα δεχθεί; Ή περιμένει να υιοθετήσει την δική του πολιτική;
Σε κουβέντα βρισκόμαστε μάλλον. Συνήθως συναίνεση ζητάει η κυβέρνηση από την αντιπολίτευση. Η εθνική συνεννόηση είναι κυβερνητική πρωτοβουλία. Και πάντως προκύπτει ή όχι με βάση την πολιτική της κυβέρνησης, όχι της αντιπολίτευσης
Εδώ έχουμε το αντίθετο: Ο Τσίπρας προσφέρει κάτι που δεν του ζητείται. Και κανείς δεν αντιλαμβάνεται για ποιο λόγο στομώνει κατ’ αυτόν τον τρόπο την αντιπολίτευση που οφείλει να ασκεί.
Το είδαμε και όταν ξέσπασε η επιδημία. Ο ΣΥΡΙΖΑ έδειχνε χαμένος στο διάστημα και όταν η κυβέρνηση αποκάλυψε τον διαχειριστικό σχεδιασμό της, βγάζοντας μπροστά τον καθηγητή Τσιόδρα η Κουμουνδούρου πελάγωσε.
Αντί να αναδείξει δίπλα, τον δικό της Τσιόδρα και να συμβάλει με την δική της επιστημονική ομάδα στην ενημέρωση της κοινής γνώμης «εκχώρησε» στον Μητσοτάκη ακόμη και τον «οικείο» Ηλία Μόσιαλο και άρχισε τις αντιφάσεις.
Από τη μια ευνοούσε την κριτική στον Τσιόδρα και από την άλλη έλεγε ότι και η δική της κυβέρνηση τον Τσιόδρα θα χρησιμοποιούσε. Άγνωστο με ποια κριτήρια και για ποιο λόγο. Η υπόνοια να πάρει και ο ΣΥΡΙΖΑ κάτι από τη λάμψη του προκαλεί μειδιάματα.
Όχι πως μέχρι πριν την κρίση είχε ασκήσει καμιά σοβαρή αντιπολίτευση. Αλλά από την ώρα που έφτασαν στην Ελλάδα τα πρώτα κρούσματα κορονοϊού, ο ΣΥΡΙΖΑ αφοπλίστηκε.
«Δημιουργούμε απόθεμα αξιοπιστίας» ακουγόταν στις κομματικές συσκέψεις. Χωρίς αντιλαμβάνεται κανείς πώς η απουσία από την πρώτη γραμμή και η έλλειψη πρωτοβουλιών σε μια κρίσιμη περίοδο, παράγει αξιοπιστία.
Αφλογιστία παράγει. Αντιπολίτευση ασκείται χωρίς εκπτώσεις και σε καιρό πολέμου -όταν μπορούν να γίνουν ακόμη και εκλογές. Αλλά εν προκειμένω συμβαίνει αυτό που είπε ο Νίκος Κοτζιάς: «ήπια αντιπολίτευση». Που είναι κάτι σαν το «ολίγον έγκυος».
Ακριβώς αυτό δείχνει να κάνει ο Αλέξης Τσίπρας και στα εθνικά θέματα.. Επικαλούμενος ότι δεν θα κάνει αντιπολίτευση σαν αυτή που υπέστη από τον Μητσοτάκη δεν κάνει καθόλου αντιπολίτευση.
«Έχω υποστεί μια άθλια αντιπολίτευση, στην επίλυση του «μακεδονικού, έχω υποστεί τον λαϊκισμό και την ψηφοθηρία, με κίνδυνο για τη χώρα και έχω αποφασίσει εγώ να μην κάνω τα ίδια».
Η πρόθεση είναι ευγενής. Αλλά μάλλον μακριά από την εντολή των ψηφοφόρων και την φύση του ρόλου του. Η δουλειά του είναι να κάνει αντιπολίτευση, όχι σεμινάριο: και στον κορονοϊό και στα ελληνοτουρκικά και στην απορρόφηση των κονδυλίων ανάκαμψης που αναμένονται και στις λιτανείες για την ενδεχόμενη λειψυδρία. Στον κοινοβουλευτισμό όπου βρεις μπόσικο τον αντίπαλο του, ρίχνεις…
Το τσάι και συμπάθεια είναι γι’ αλλού. Ο Μητσοτάκης έτσι κέρδισε και ας ήταν κατώτερος στο δημόσιο χώρο: αντιπολίτευση στο δόξα πατρί από την πρώτη μέρα.
Αν ο Τσίπρας θέλει να δείξει τρόπους και καλή καρδιά θα φτάσει σ’ αυτό που είχε πει ο «Γέρος» στον Νικόλαο Πλαστήρα : «Στρατηγέ θα κερδίσεις την επουράνιο βασιλέα, αλλά θα απωλέσεις την επίγειο».