Συνέντευξη του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ, Αλέξη Τσίπρα, στην εφημερίδα “Αυγή της Κυριακής”
Η πανδημία έρχεται να προκαλέσει μια νέα οικονομική κρίση στην χώρα. Και ξέρουμε ότι ιστορικά οι κρίσεις ήταν ευκαιρία για τους ισχυρούς να λεηλατήσουν την εργασία και το κοινωνικό κράτος. Πώς εκτιμάει ο ΣΥΡΙΖΑ την κατάσταση που πάει να διαμορφωθεί και ποια θα είναι η δική του πρόταση προς την κοινωνία;
Τη δική μας πρόταση την έχουμε ήδη καταθέσει από την αρχή της κρίσης με το πρόγραμμα «Μένουμε Όρθιοι». Φυσικά, αυτό το πρόγραμμα θα επικαιροποιείται συνεχώς, καθώς οι αδιανόητες καθυστερήσεις και η αδράνεια της κυβέρνησης φέρνουν νέα προβλήματα στην επιφάνεια και άρα θα πρέπει ο ΣΥΡΙΖΑ συγκεκριμένα, με ένα ολοκληρωμένο πλάνο, να ανταποκρίνεται στις ανάγκες των εργαζομένων, των μικρομεσαίων και της νεολαίας, που, όπως φαίνεται, έχουν αφεθεί στην τύχη τους από την κυβέρνηση. Δυστυχώς, ο κ. Μητσοτάκης έχει κάνει την επιλογή της αδράνειας. Δεν λαμβάνει άμεσα μέτρα στήριξης που θα ανακόψουν τη μεγάλη βουτιά στο κενό. Αντίθετα, σφυρίζει αδιάφορα στα αιτήματα των κοινωνικών ομάδων, κάποιες από τις οποίες αρνείται το οικονομικό επιτελείο ακόμα και να συναντήσει. Πρόκειται όμως για μια αδράνεια σκοπιμότητας. Που οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια και με κυνικό υπολογισμό στην καταστροφή των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και σε ένα καθεστώς φτηνής και ανασφάλιστης εργασίας. Διότι βλέπουμε πως το lockdown υποχωρεί και αυτό που μένει ως νέα κανονικότητα είναι η εκ περιτροπής εργασία, οι μειώσεις μισθών, οι αθρόες απολύσεις και τα λουκέτα. Ενεργεί – ή μάλλον δεν ενεργεί – επενδύοντας σε ένα οικονομικό νεοφιλελεύθερο δόγμα ανοσίας της αγέλης. Επιδιώκει μια δραματική αλλαγή στο εργασιακό και επιχειρηματικό σκηνικό.
Γι’ αυτό, το πρόγραμμα και οι προτάσεις μας δεν διατυπώνονται για τα ώτα μη ακουόντων του Μαξίμου. Θέλουμε και προσδοκούμε διαρκή διάλογο με τα κοινωνικά στρώματα που προορίζονται για θυσία από τον κ. Μητσοτάκη στο όνομα της κρίσης, ώστε να γίνουν σημαίες μάχης. Διαφορετικά, αν η κοινωνική πλειοψηφία αφεθεί στην «φιλανθρωπία» της κυβέρνησης, η κρίση θα εξελιχθεί σε οικονομική πανδημία, εις βάρος της.
Η Ευρώπη δείχνει αδύναμη να διαχειριστεί την κρίση. Οι χώρες του Νότου ζητάνε εργαλεία για να αντιμετωπίσουν την κατάσταση, ενώ ο Βορράς παραμένει ανένδοτος. Τι θεωρείτε ότι πρέπει να κάνει η Ελλάδα;
Η Ελλάδα πρέπει να επιμείνει ουσιαστικά στην έκδοση ευρωομολόγου ή έστω σε έναν σχεδιασμό που θα ενσωματώνει τη στρατηγική της αμοιβαιοποίησης του ρίσκου και των βαρών μεταξύ των κρατών μελών της ευρωζώνης, δυναμώνοντας έτσι τον ρόλο και τη φωνή της. Σε περίπτωση που δεν προχωρήσει το ευρωομόλογο λόγω της γερμανικής ξεροκεφαλιάς, τότε το Ταμείο Ανάκαμψης οφείλει να ενισχύσει με ένα πολύ γενναίο πακέτο ρευστότητας αναλογικά όλες τις χώρες της ΕΕ, χωρίς προφανώς αιρεσιμότητες και μνημόνια. Δυστυχώς, αυτό που βλέπουμε να κάνει η κυβέρνηση είναι να συμφωνεί μεν με το ευρωομόλογο, αλλά, την ίδια ώρα, αντί να βγαίνει μπροστά, να αποσιωπά τη σύμφωνη γνώμη που έχει δώσει. Εμείς πιστεύαμε πάντα ότι η Ελλάδα από παθητικό κράτος-μέλος της ΕΕ, θα έπρεπε να διεκδικεί πρωταγωνιστικό ρόλο. Έτσι, είχαμε προτείνει τη θέσπιση της Συνόδου των Χωρών του Νότου, οι οποίες σε διαδοχικές συναντήσεις θα διαμόρφωναν κατά το δυνατόν μια ενιαία φωνή, τόσο στο Συμβούλιο των Αρχηγών όσο και στα άλλα θεσμικά όργανα. Η πρωτοβουλία είχε ξεκινήσει με την πρώτη Σύνοδο να πραγματοποιείται στην Αθήνα, και τολμώ να πω ότι είχε διαφανεί πως θα μπορούσε να αποδώσει. Δυστυχώς, η κυβέρνηση εγκατέλειψε την προσπάθεια τέτοιου είδους συναντήσεων. Είναι δυνατόν, μέσα σε αυτή την ευρωπαϊκή διελκυστίνδα που έχει φέρει η πανδημία, η κυβέρνηση να μην έχει ενεργοποιήσει όλες τις δυνατές συμμαχίες και προφανώς τη Σύνοδο των Χωρών του Νότου; Και όμως, δυστυχώς είναι. Μένει στην ουρά των εξελίξεων, κομπάρσος, ή, ακόμα χειρότερα, θεατής στο έργο των ισχυρών, διακηρύσσοντας απλώς ότι με την υπακοή, θα κερδίσει κάποια εύνοια για θετικά μέτρα. Σε μια Ευρώπη διασταυρούμενων διεκδικήσεων και διαρκούς διαπραγμάτευσης, όμως, αυτή είναι συνταγή ήττας και καταστροφής.
Πώς κρίνει ο ΣΥΡΙΖΑ την κυβερνητική πολιτική; Είναι η ανεπάρκεια που τη χαρακτηρίζει, ή μια συνειδητή επιλογή να οδηγηθεί ξανά η χώρα σε συνθήκες μνημονίου και κοινωνικής κρίσης;
Προφανώς, το πολιτικό προσωπικό που έχει επιλέξει ο κ. Μητσοτάκης, και ιδιαίτερα το οικονομικό του επιτελείο, δεν έχει ούτε το στρατηγικό βάθος ούτε την αξιοπιστία του αντίστοιχου επιτελείου της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ. Και σε κάθε περίπτωση είναι ανεπαρκές για να χαράξει και να ακολουθήσει μια πολιτική υπέρ των πολλών, πολύ απλά διότι είναι δομικά και ιδεολογικά αντίθετο με αυτές τις πολιτικές. Αλλά, την ίδια στιγμή, αποδεικνύεται εξαιρετικά επαρκές στην εξυπηρέτηση συγκεκριμένων συμφερόντων και σε «φιλικές εξυπηρετήσεις». Η πολιτική τους ενόραση δεν μπορεί να υπερβεί τις νεοφιλελεύθερες ιδεοληψίες που τους διακατέχουν. Είναι προσκολλημένοι στον σκληρό νεοφιλελευθερισμό και στην ταξική ιδιοτέλεια, γεγονός που τους καθιστά αδύναμους ακόμη και να παρακολουθήσουν τις νέες εξελίξεις που έχει δημιουργήσει σε παγκόσμια κλίμακα η πανδημία. Βλέπουμε, για παράδειγμα, σε χώρες όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γερμανία και η Γαλλία να υιοθετούνται μέτρα κρατικής ενίσχυσης ως αναγκαία, ώστε να μη βυθιστούν οι κοινωνίες, οι εργαζόμενοι και οι επιχειρήσεις σε βαθιά οικονομική ύφεση. Εδώ συμβαίνει το αντίθετο. Κινούνται σαν μία τέτοια καταστροφή να εξυπηρετεί τον σχεδιασμό τους, λες και ό,τι συντελείται δύο μήνες τώρα λειτουργεί προς εκπλήρωση του στόχου τους. Σαν να είναι μια ευκαιρία για να προχωρήσει ακόμη πιο βαθιά η αναδιάρθρωση της αγοράς υπέρ των ισχυρών αλλά και θεσμοθέτηση ακραίων όρων στην αγορά εργασίας εις βάρος των εργαζομένων. Ακόμη πιο βαθιά από όσο προχώρησαν, υπό τη πίεση της τρόικας, την περίοδο των μνημονίων. Επομένως, υπό αυτή την έννοια, ναι, αποτελεί συνειδητή επιλογή της κυβέρνησης του κ. Μητσοτάκη το βάθεμα των μνημονιακών επιλογών στην οικονομία, ανεξάρτητα από το αν τυπικά θα έχουμε μνημόνια.
Αυτή η επιλογή όμως δεν θα γεννήσει εκ νέου κοινωνική κρίση και κοινωνικές αντιστάσεις;
Αναμφίβολα, θα γεννήσει κοινωνική κρίση. Τεράστια μάλιστα. Φανταστείτε μόνο ότι οι μετριοπαθείς σχετικά προβλέψεις για την ύφεση φέτος μιλάνε για μεγαλύτερη από αυτήν της πιο σκληρής χρονιάς των μνημονίων, δηλαδή του 2013 που ήταν γύρω στο 9%. Αυτό δεν είναι απλά ένα μέγεθος στατιστικό, ένας αριθμός. Πίσω από τον αριθμό αυτό κρύβονται χιλιάδες άνθρωποι που θα δουν να διαλύεται εκ νέου η ζωή τους. Ανεργία που θα φτάσει ξανά στα επίπεδα των χειρότερων ημερών της κρίσης και χιλιάδες λουκέτα σε επιχειρήσεις. Με δυο λόγια, ο κίνδυνος που έχουμε μπροστά μας είναι να χάσουμε σε πέντε μήνες όσα καταφέραμε τα 5 τελευταία χρόνια. Και αν λάβουμε υπόψη μας ότι η έκρηξη της ανεργίας ξεκίνησε στη χώρα μας από το 2010 και ότι, παρά τα δικά μας επιτεύγματα και τη μείωσή της κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες, παραμένει εξαιρετικά υψηλή, τότε μάλλον δεν πρέπει να μιλάμε απλώς για μια χαμένη δεκαετία, αλλά για μια χαμένη γενιά. Ωστόσο, ο κ. Μητσοτάκης φαίνεται πως είναι ο κατάλληλος άνθρωπος την κατάλληλη στιγμή στη θέση του πρωθυπουργού για την οικονομική ελίτ της χώρας. Αντί για φρένο στη κατηφόρα, φαίνεται να πατάει γκάζι. Αντί για στήριξη της εργασίας επιλέγει τη νομιμοποίηση και μονιμοποίηση της αναστολής της. Αντί για ένα δίχτυ κοινωνικής προστασίας, επιλέγει την αποδόμηση και όσων καταφέραμε εμείς τα τελευταία χρόνια. Αντί για στήριξη των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων επιλέγει τη στήριξη μόνο των μεγάλων και ισχυρών. Ίσως να νομίζει πως δεν θα το χρεωθεί όλο αυτό, προβάλλοντας το επιχείρημα ότι δεν φταίει αυτός αλλά ο κορωνοϊός. Ωστόσο, πιστεύω ότι είναι μια πολύ κοντόφθαλμη προσέγγιση.
Η παράταξη που μας έριξε στη χρεοκοπία και υλοποίησε το πιο ακραίο σχέδιο αναδιάρθρωσης υπέρ των ισχυρών την περίοδο 2010-2014, στο όνομα της τρόικας, τώρα θέλει να συνεχίσει το ίδιο σχέδιο στο όνομα του κορωνοϊού. Αλλά το δις εξαμαρτείν ουκ ανδρός σοφού…
Το κρίσιμο ερώτημα, όμως, είναι αν υπάρχει εναλλακτική. Η απάντηση που δίνει ο κ. Μητσοτάκης είναι ότι τα λεφτόδεντρα μαράθηκαν το 2015.
Είναι αναμενόμενο, από την πλευρά του, να δίνει αυτή την απάντηση. Ωστόσο το επιχείρημά του είναι εξαιρετικά αδύναμο, κυρίως για δύο λόγους: Πρώτον, γιατί η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ το 2015 παρέλαβε μια χώρα χρεοκοπημένη με μηδενική διεθνή αξιοπιστία που είχε αποτύχει σε δύο συνεχόμενα προγράμματα. Μια χώρα που είχε ήδη χάσει το 25% του ΑΕΠ της και δεν είχε καταφέρει να ορθοποδήσει, γιατί οι κυβερνήσεις της ήταν εξαιρετικά θετικές σε σκληρά μέτρα λιτότητας για τους εργαζόμενους και τα μεσαία στρώματα, αλλά επίμονα αρνητικές σε αναγκαίες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Και, την ίδια ώρα, αρνούνταν ότι το χρέος της δεν ήταν βιώσιμο και δεν διεκδικούσαν αναδιάρθρωση του, για να μη δυσαρεστήσουν το Βερολίνο. Άρα δεν υπήρχε καμία πιθανότητα να βγάλουν τη χώρα από τα μνημόνια εις τον αιώνα τον άπαντα.
Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, απεναντίας, όχι μόνο κατάφερε με το 1/10 των δημοσιονομικών μέτρων που είχαν εφαρμόσει οι προηγούμενες να βγάλει τη χώρα από τα μνημόνια και να ρυθμίσει το χρέος της, αλλά προχώρησε και σε σημαντικές μεταρρυθμίσεις αναδόμησης του κοινωνικού κράτους, με τη στήριξη των πιο αδύναμων με το ΚΕΑ, την ενίσχυση της Δημόσιας Υγείας και την ένταξη των ανασφάλιστων στο ΕΣΥ, την πρωτοβάθμια φροντίδα, τις προσλήψεις σε προσωπικό σε σχολεία, νοσοκομεία και κοινωνικές δομές. Και τον τελευταίο χρόνο, μετά την έξοδο, προχώρησε και σε ένα γενναίο πακέτο δημοσιονομικής επέκτασης με μειώσεις φόρων και νέα κοινωνικά επιδόματα.
Δεύτερον, γιατί η κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη είναι η μόνη στη σύγχρονη ιστορία της χώρας που όχι μόνο δεν παρέλαβε άδεια ταμεία, όχι μόνο δεν παρέλαβε καμένη γη, αλλά άφησε ένα μαξιλάρι ρευστότητας 37 δισ. στο δημόσιο ταμείο, διαθέσιμο για μια ώρα ανάγκης, όπως σήμερα. Άρα όταν μιλάει ο κ. Μητσοτάκης για λεφτόδεντρα, καλό είναι να ρίξει μια ματιά σε όσα του αφήσαμε στο δημόσιο ταμείο. Δεν είναι δέντρα που βγάζουν λεφτά αντί για καρπούς, αλλά είναι οι ίδιοι οι καρποί των θυσιών του ελληνικού λαού για να βγούμε από τη κρίση. Και δεν έχει κανένα δικαίωμα αυτούς τους καρπούς να τους σπαταλήσει για να στηρίξει τις ανάγκες των λίγων και των ισχυρών, παρά μονάχα για να στηρίξει τις ανάγκες του ελληνικού λαού.
Το προηγούμενο διάστημα υπήρξε κάποια κριτική ότι η αντιπολίτευση που άσκησε ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν υπερβολικά μετριοπαθής και συναινετική. Ποιο είναι το δικό σας σχόλιο;
Όταν η χώρα, κι ο πλανήτης όλος, βρίσκεται σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, όταν επιχειρήσεις, σχολεία, χώροι θρησκευτικής λατρείας σφραγίζονται, όταν άνθρωποι χάνουν τις δουλειές τους, όταν τα σύνορα κλείνουν και εκατομμύρια πτήσεις ακυρώνονται σε όλες τις χώρες του κόσμου, όταν ο ελληνικός λαός μπαίνει σε καραντίνα σύσσωμος και παππούδες και γιαγιάδες δεν μπορούν να συναντήσουν τα εγγόνια τους έστω για λίγο, τότε ο ρόλος της αντιπολίτευσης του ΣΥΡΙΖΑ ήταν να μην μπει σε λογικές αντιπολίτευσης Μητσοτάκη. Αντιπολίτευση τύπου πυρκαγιάς στο Μάτι και Συμφωνίας των Πρεσπών. Να μην ζητάει εκλογές προσπαθώντας να κεφαλαιοποιήσει πολιτικά την πανδημία και την αγωνία χιλιάδων συγγενών που οι δικοί τους άνθρωποι βρίσκονταν στις εντατικές. Να μην εκδίδει καθημερινά δελτία νεκρών προς άγρα ψήφων. Ήταν θέμα αρχών και πολιτικής ηθικής για μας να μην καταφύγουμε σε τέτοιου είδους αθλιότητες.
Δηλαδή, ποια δεν θα ήταν «υπερβολικά μετριοπαθής και συναινετική» αντιπολίτευση; Να ζητάμε την παραίτηση του υπουργού Υγείας και όχι να μιλάμε μαζί του καθημερινά, όπως έκανα εγώ ή ο Ξανθός και ο Πολάκης; Ποια θα ήταν μαχητική αντιπολίτευση; Να αντιστεκόμαστε στο κλείσιμο των ναών, όπως θα έκανε η ΝΔ, και όχι να ενθαρρύνουμε τη λήψη αυτού του μέτρου προς προστασία των πιστών, και ιδίως των ηλικιωμένων;
Στην ιστορία αυτού του τόπου, δεν έχουν όρια οι τακτικές και τα μέσα της Δεξιάς προκειμένου να ανέβει ή να κρατηθεί στην εξουσία. Την κρίσιμη ώρα εμείς πήραμε μια απόφαση που νομίζω έχει ήδη δικαιωθεί: Να μη γίνουμε σαν κι αυτούς.
Ο ΣΥΡΙΖΑ ανακοίνωσε προ ημερών ότι προχωράει στην επικαιροποίηση του προγράμματός του. Ποια είναι τα νέα προγραμματικά στοιχεία που θέλει να αναδείξει; Θα υπάρξει και αναθεώρηση κάποιων θέσεων από το ως τώρα πρόγραμμά του;
Ο ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία και τα συλλογικά του όργανα δουλεύουν δη για την εμβάθυνση της προγραμματικής μας πρότασης σε δύο επίπεδα. Το βραχυπρόθεσμο και το μεσομακροπρόθεσμο. Το πρώτο αφορά την επικαιροποίηση του Προγράμματος «Μένουμε Όρθιοι», που θα ανακοινωθεί την ερχόμενη εβδομάδα, και το δεύτερο αφορά την επικαιροποίηση του Προγράμματος για το συνέδριό μας, που έχει ανασταλεί λόγω της πανδημίας. Σε ό,τι αφορά το πρώτο, θα κινείται πάνω-κάτω στους ίδιους άξονες της εμπροσθοβαρούς ενίσχυσης της εργασίας και των επιχειρήσεων, προκειμένου να αντέξουν στη κρίση, έστω και τώρα, παρά την εγκληματική αδράνεια της κυβέρνησης. Με επιπρόσθετο ίσως στοιχείο ένα δίχτυ κοινωνικής ασφάλειας, που είναι απαραίτητο για τις συνθήκες που δημιουργούνται. Γιατί η μέχρι στιγμής αδράνεια της κυβέρνησης, που δεν στήριξε ούτε την εργασία ούτε τη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα τη περίοδο της καραντίνας, έχει ήδη δημιουργήσει μη αναστρέψιμες συνέπειες. Σε ό,τι αφορά το συνολικότερο πρόγραμμα, θα λάβει υπόψη τις εξελίξεις μετά τη πανδημία που φέρνουν ξανά στο επίκεντρο τον δημόσιο χώρο.
Θα παρουσιάσουμε λοιπόν τους βασικούς άξονες ενός νέου κοινωνικού συμβολαίου, που, στη βάση μιας νέας συμμαχίας μισθωτής εργασίας και υγιούς μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας, θα έχει ως στόχο την αναδιάταξη του παραγωγικού προτύπου για μια οικονομία που θα στηρίζει τις ανάγκες των πολλών. Για μια ανάπτυξη βιώσιμη, που θα σέβεται το περιβάλλον. Για ένα αξιόπιστο δημόσιο σύστημα υγείας. Για ένα ισχυρό κοινωνικό κράτος.
Θεωρείτε πιθανό να γίνουν πρόωρες εκλογές το ερχόμενο διάστημα; Είναι έτοιμος ο ΣΥΡΙΖΑ για ένα τέτοιο ενδεχόμενο;
Από το στρατόπεδο της κυβέρνησης, τον φιλικό της Τύπο, αλλά και παράγοντες της Δεξιάς, διακινείται πράγματι τον τελευταίο καιρό αυτό το σενάριο. Και μόνο όμως που διακινείται, φανερώνει τον κυνισμό, την ανευθυνότητα και τον απίστευτο τυχοδιωκτισμό του κ. Μητσοτάκη.
Φανερώνει όμως και τον φόβο του, πως το σχέδιό του, όταν θα αρχίσει να αποκαλύπτεται και να γίνεται ορατό, θα βρει τεράστιες αντιδράσεις από τη κοινωνία.
Προσωπικά, δεν με ξαφνιάζει ούτε ο κυνισμός, ούτε ο τυχοδιωκτισμός, ούτε ο φόβος του κ. Μητσοτάκη. Ωστόσο στους πολίτες θα πρέπει να δώσει μια εξήγηση. Και τότε θα είναι αυτοί που θα ξαφνιαστούν με ολέθριες συνέπειες για τον ίδιο.
Εμείς πάντως, αν το τολμήσει, θα είμαστε έτοιμοι. Όχι μόνο γιατί δεν θα αιφνιδιαστούμε, αλλά κυρίως γιατί έχουμε ήδη την εναλλακτική στρατηγική, την εναλλακτική πρόταση για την έξοδο και από αυτή τη κρίση με την κοινωνία όρθια.
Οι επόμενες εκλογές θα γίνουν με απλή αναλογική. Είναι ώριμες οι συνθήκες για την διαμόρφωση ενός προοδευτικού μετώπου απέναντι στην Δεξιά; Σε ποιες δυνάμεις απευθύνεται ο ΣΥΡΙΖΑ;
Πιστεύω ότι δεν πρέπει να προκαταλάβουμε κανέναν με βιαστικές εκτιμήσεις. Το βέβαιο είναι ότι οι εξελίξεις θα απαιτήσουν απαντήσεις από όλες τις δημοκρατικές δυνάμεις. Και το ακόμα πιο βέβαιο είναι ότι εμείς απευθυνόμαστε με πολύ καθαρές θέσεις και προθέσεις, όχι μόνο στις ηγεσίες των δημοκρατικών κομμάτων, αλλά και -κυρίως αυτό- στη μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία, που ήδη λαφυραγωγεί η Δεξιά. Τα διλήμματα λοιπόν δεν θα τα θέσουμε εμείς, αλλά αργά ή γρήγορα θα τα δώσει η ίδια η ζωή. Θα συγκροτήσουμε ένα δημοκρατικό μπλοκ αλλαγής και προόδου ή θα επιμείνουμε σε ιδιοτέλειες, καταστροφικούς εγωισμούς και ιστορικά σύνδρομα; Θα δώσουμε προοπτική στη χώρα ή θα αφήσουμε τον κ. Μητσοτάκη και το επιτελικό του κράτος να ολοκληρώσουν την καταστροφή που ήδη έχει αρχίσει; Κάποια στιγμή, όλοι θα κληθούμε να απαντήσουμε σε αυτά τα διλήμματα. Πολίτες, κόμματα, συλλογικότητες και κινήματα. Διότι, όποτε και αν έρθουν οι επόμενες κάλπες, μια εντολή θα ζητήσουμε από τον ελληνικό λαό, για όλες τις κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις της δημοκρατίας και της προόδου: να ορθώσουν την συμπόρευσή τους απέναντι στον οδοστρωτήρα της Νέας Δημοκρατίας.
Το ΚΙΝ.ΑΛΛ φαίνεται να επιλέγει τελευταία μια πιο καθαρά αντιπολιτευτική τακτική και να αποσπάται από το αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο, στο οποίο για χρόνια είχε προσκολληθεί. Υπάρχει, κατά τη γνώμη σας, η προοπτική να ανταποκριθεί στην ανάγκη για σύγκλιση των προοδευτικών δυνάμεων που περιγράφετε;
Επαναλαμβάνω ότι δεν πρόκειται να προκαταλάβω κανέναν. Ωστόσο δεν μπορώ να πω ότι μας αφήνει αδιάφορους η νέα ρητορική της ηγεσίας του ΚΙΝ.ΑΛΛ, για μια σοσιαλδημοκρατία απαλλαγμένη από τις νεοφιλελεύθερες οικονομικές προσεγγίσεις. Μια τέτοια Σοσιαλδημοκρατία θα είναι πράγματι χρήσιμη και στην Ευρώπη αλλά προφανώς και στην Ελλάδα. Ώστε σε μια προγραμματική πορεία συγκλήσεων με τις δυνάμεις της Αριστεράς και της Οικολογίας, να διαμορφωθούν οι όροι ενός εναλλακτικού δρόμου απέναντι στη συντήρηση και τον νεοφιλελευθερισμό. Στην Ευρώπη ήδη ανιχνεύουμε αυτούς τους όρους, συνεργαζόμενοι με δυνάμεις της αριστερής σοσιαλδημοκρατίας. Γιατί όχι και στην Ελλάδα, αν πραγματικά την εννοούν αυτή τη νέα ρητορική;
Τα συστημικά ΜΜΕ ήταν πάντα εναντίον σας και υπέρ των αντιπάλων σας, τώρα όμως αυτό έχει σχεδόν θεσμοποιηθεί. Το μήνυμα του ΣΥΡΙΖΑ δεν φτάνει στον κόσμο. Τι θα κάνετε γι’ αυτό;
Πρώτα απ’ όλα, θέλω να σας θυμίσω ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ποτέ δεν είχε στο πλευρό του τα Μέσα Ενημέρωσης. Από τη στιγμή που έγινε ορατή η προοπτική εξουσίας, πάντοτε δεχόταν πόλεμο. Αυτό καθόλου δεν μας πειράζει. Ωστόσο αυτή η πληγή εναντίον της διαφάνειας, του πλουραλισμού αλλά και κατά της ίδιας της Δημοκρατίας που συντελείται τον τελευταίο καιρό, με την κυβέρνηση να μοιράζει στα Μέσα, με πρόσχημα την πανδημία, 20 εκατ. ευρώ, χωρίς ίχνος λογοδοσίας, μετατρέποντας τη δήθεν καμπάνια ενημέρωσης σε όργανο εκβιασμού και χειραγώγησης των Μέσων, ούτε μπορεί ούτε θα γίνει ανεκτό. Όπως ανεκτό δεν θα γίνει ο Πρόεδρος του ΕΣΡ να παραδέχεται με θράσος ενώπιον της Βουλής, στην οποία αναγκάστηκε να έρθει μετά από πιέσεις του ΣΥΡΙΖΑ, ότι δεν μπορεί να επιτελέσει το συνταγματικό του καθήκον. Αφού δεν μπορεί, γιατί παραμένει στη θέση του;
Σημαίνει όμως αυτό ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα καθίσει μοιρολατρικά με σταυρωμένα τα χέρια; Όχι φυσικά, πρέπει να δυναμώσουμε τη φωνή μας, να είμαστε δίπλα και μέσα στην κοινωνία, στους αγώνες και τις αγωνίες της. Με τη ζωντανή και αμφίδρομη επαφή με τον πολίτη: πρόσωπο με πρόσωπο. Αυτή ήταν πάντα η δύναμή μας. Να εκμεταλλευθούμε στο έπακρο τα Μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τα οποία, εάν μου επιτρέπετε, τον καιρό της πανδημίας έχουν οδηγήσει στον διασυρμό τόσο της κυβέρνησης όσο και κάποιων Μέσων που κωφεύουν σε μείζονα ζητήματα. Το σκάνδαλο των ψευτοπρογραμμάτων κατάρτισης, για παράδειγμα, όσο και αν προσπάθησαν να το θάψουν, αποκαλύφθηκε και ανάγκασε τον κ. Μητσοτάκη να αυτογελοιοποιηθεί, αποσύροντας το πρόγραμμα αλλά κρατώντας στη θέση του τον υπουργό που -δήθεν μόνος του- το σκάρωσε.
Η πανδημία ανέκοψε τις διεργασίες για την ανασυγκρότηση του ΣΥΡΙΖΑ. Πώς θα αντιμετωπίσετε το πρόβλημα αυτό; Όταν μάλιστα, τελευταία, εμφανίζεται και η εικόνα μιας εσωτερικής «γκρίνιας»;
Κοιτάξτε, μπροστά μας, μπροστά στην κοινωνία, βρίσκεται μια δύσκολη και σύνθετη κατάσταση. Μαζί, με την υγειονομική κρίση, η οικονομική κρίση χτυπάει την πόρτα μας. Και ο ΣΥΡΙΖΑ μαζί με την Προοδευτική Συμμαχία, που αποτελεί στρατηγική επιλογή, είμαστε υποχρεωμένοι να συντονίσουμε τον βηματισμό, την ανασυγκρότηση, τις τακτικές μας, με τις απαιτήσεις της νέας πραγματικότητας. Το κόμμα δεν είναι ένας μηχανισμός αναπαραγωγής μικροσυμφερόντων. Όποιος το πιστεύει αυτό, δεν έχει καμία σχέση με την Αριστερά και τις κοινωνικές ανάγκες. Είναι ένα εργαλείο αγώνα, ένα επιτελείο μάχης για την κοινωνική πλειοψηφία. Και οφείλει κάθε φορά, σε κάθε στιγμή, να προσαρμόζεται για να είναι αποτελεσματικό.
Θα έλεγα ότι σε μια στιγμή όπως η σημερινή, όταν προβλέπεται τόσο μεγάλη ύφεση και η κοινωνία είναι προβληματισμένη και ανήσυχη, εμείς, η Αριστερά και η προοδευτική παράταξη, οφείλουμε να οργανώσουμε μία νέα αισιοδοξία σε πολιτικό κίνημα. Να μην επιτρέψουμε να γονατίσει η κοινωνία κάτω από το βάρος της μοιρολατρίας που καλλιεργούν η κυβέρνηση και τα φιλικά της ΜΜΕ. Να μην επιτρέψουμε να περάσει ο κ. Μητσοτάκης τις μνημονιακές επιλογές που ονειρεύεται από το παράθυρο της πανδημίας.
Ναι, αλλά τι ακριβώς σημαίνει αυτό;
Αυτό σημαίνει για μας, πρώτα-πρώτα, ότι δεν εγκαταλείπουμε, αντίθετα δυναμώνουμε τις προσπάθειες για τη διεύρυνση του κόμματος. Για να είναι και οργανωτικά, όπως και ιδεολογικά και πολιτικά, ο ΣΥΡΙΖΑ- Προοδευτική Συμμαχία το μεγάλο κόμμα, ο κορμός, της δημοκρατικής πλειοψηφίας.
Σημαίνει επίσης ότι ξεπερνάμε το «σοκ» του lockdown και επιστρέφουμε με νέα δύναμη στην επαφή μας με τον κόσμο που αγωνιά, προβληματίζεται, δυσκολεύεται σε συνθήκες εντεινόμενης κρίσης.
Σημαίνει ότι βάζουμε φρένο -και σ’ αυτό θα είμαι κάθετος- στα λίγα μεν, αλλά ικανά να κάνουν μεγάλη ζημιά, με την πολλαπλασιαστική δύναμη των εχθρικών ΜΜΕ, προβλήματα συμπεριφοράς.
Σημαίνει ότι, διατηρώντας ο καθένας τις ιδιαίτερες απόψεις μας και παλεύοντας γι’ αυτές, ξέρουμε να τις εντάσσουμε στο μεγάλο ρεύμα της μάχης για την κοινωνική δικαιοσύνη, και όχι να τις μετατρέπουμε σε γκρίνια και αντιπαλότητα.
Σημαίνει ότι δεν αφήνουμε τις ρίζες της πολιτικής και προσωπικής σεμνότητας, που κράτησαν όρθια την Αριστερά σε δίσεκτα χρόνια, να ξεραθούν από ναρκισσισμούς, προσωπικές στρατηγικές, άγονες ομαδοποιήσεις.
Σημαίνει ότι στον δημόσιο λόγο μας δεν ξεχνάμε το ταξικό ήθος, ας μου επιτραπεί να το χαρακτηρίσω έτσι, που πάντα χαρακτήριζε τους αριστερούς, ακόμα και σε στρατοδικεία, φυλακές, και εξορίες.
Σημαίνει ότι φροντίζουμε, πάντα και με επιμονή, η εικόνα του καθενός από μας, είτε αφορά σε οικονομικά ζητήματα, είτε σε διαπροσωπικές σχέσεις, είτε βέβαια σε πολιτικές απόψεις, να είναι μια εικόνα καθαρότητας, διαφάνειας, και αφοσίωσης στα συμφέροντα της κοινωνικής πλειοψηφίας.
Σημαίνει ότι αναγνωρίζουμε με συντροφικότητα το δικαίωμα καθεμιάς και καθενός μας στην προσωπική άποψη, χωρίς να μοιράζουμε χαρακτηρισμούς, να καταφεύγουμε σε υποτιμητικές ταμπέλες, να ανακαλύπτουμε και να ξορκίζουμε ομαδοποιήσεις εκεί που δεν υπάρχουν, με τον τρόπο που τις περιγράφουμε.
Σημαίνει ότι σε ένα κόμμα με την πολυχρωμία του ΣΥΡΙΖΑ και της Προοδευτικής Συμμαχίας είναι απαράδεκτο, και θα έλεγα αυτοκαταστροφικό, η διαφορετικότητα να οδηγεί σε εχθρότητα. Η πολυχρωμία είναι η δύναμή μας. Αυτή μας δίνει ζωή και μας ενώνει και όχι κάποια επίπλαστη ομοφωνία. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι εκφραζόμαστε δημόσια χωρίς να παίρνουμε υπόψη τις συλλογικές αποφάσεις και υποχρεώσεις. Ούτε ότι ανακαλύπτουμε εχθρούς, νέα και παλιά μέλη, δεξιούς και αριστερούς, εξτρεμιστές και μετριοπαθείς, μέσα στο κόμμα μας.
Είμαστε όλοι εδώ, είμαστε όλοι πολύτιμοι, όχι με κάποιες ταμπέλες, αλλά με τον πλούτο της σκέψης και της δράσης μας.
Και πώς πιστεύετε ότι θα ξεπεραστούν όλα αυτά τα προβλήματα;
Ένας δρόμος υπάρχει για να ξεπεραστούν τα όποια προβλήματα και οι όποιες δυσκολίες, κατά την άποψή μου. Η επαφή με τον κόσμο που θέλουμε να εκπροσωπούμε. Αυτό είναι το οξυγόνο για τον ΣΥΡΙΖΑ. Και από την ώρα που το κόμμα ανοίγεται με κάθε τρόπο σ’ αυτό τον κόσμο, μπορούμε να είμαστε όχι μόνο αισιόδοξοι αλλά και σίγουροι.