Γράφει ο Γιώργος Λακόπουλος
Να αρχίσουμε με δυο εξομολογήσεις στο ΑΠ, από μαρτυρίες από ανθρώπους που μιλούν μετά λόγου γνώσεως .
Στέλεχος της εποχής Γ. Παπανδρέου στο ΠΑΣΟΚ, που βρίσκεται στον ΣΥΡΙΖΑ σήμερα, σημείωνε με απογοήτευση ότι η αντιπολιτευτική γραμμή της Κουμουνδούρου αυτή την περίοδο δεν πάσχει μόνο στην ασυλία που έδωσε στον Κυριάκο Μητσοτάκη για να αναβαθμίζει το προφίλ του με υλικό την επιδημία.
Πάσχει κυρίως στην ασυλία που έδωσε στην επιστημονική ομάδα του υπουργείου Υγείας– ακόμη και σε θέματα που υπάρχουν κρίσιμες διαφωνίες στο εσωτερικό της.
Από την ίδια σκοπιά κορυφαίος γιατρός με πλούσια κλινική εμπειρία και ερευνητική γνώση -που ενισχύεται αυτή την περίοδο με την εργαστηριακή παρακολούθηση της εξέλιξης του κορονοϊού- έλεγε μετά το νιοστό «διάγγελμα» Μητσοτάκη και την κομπανία των υφυπουργών που ακολούθησαν:
«Τα περισσότερα από αυτά που είπαν βασίζονται σε ανύπαρκτα, ανεπιβεβαίωτα και στην καλύτερη περίπτωση ελλιπή στοιχεία. Αλλά ενώ η κυβέρνηση υποτάσσει την επιστήμη στη στρατηγική της- ενώ ταυτόχρονα της αναθέτει -άκριτα και πονηρά- τη διεύθυνση της χώρας, δεν υπάρχει επιστημονικός αντίλογος από την πλευρά της αντιπολίτευσης. Όπως συμβαίνει έντονα σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες».
Οι δυο τοποθετήσεις θέτουν το δάκτυλο επί τον τύπο των ήλων σε ό,τι αφορά την αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ να σταθεί με κύρος και επιρροή απέναντι στις εξελίξεις που πυροδοτεί η επιδημία. Και να έχει ρόλο στο κλίμα που δημιουργεί στην κοινωνία η διαχείριση της από την κυβέρνηση. Αντί να περιμένει τις οικονομικές συνέπειες για να δράσει.
Το πρόβλημα για την αξιωματική αντιπολίτευση δεν είναι ότι δεν αντιπαρατίθεται επαρκώς ο Αλέξης Τσίπρας απέναντι στον Μητσοτάκη.
Εκεί, έτσι κι αλλιώς, είναι ο πωλών τοις μετρητοίς. Αργά ή γρήγορα ο πρωθυπουργός θα εισέλθει στο πεδίο βολής, θα βρεθεί εντός του βεληνεκούς των πυρών Τσίπρα και θα δεινοπαθήσει.
Το ξέρουν και οι επιτελείς του που τον απέσυραν προεκλογικά το 2019 για να τον προφυλάξουν από τον Τσίπρα. Ή τον έκρυψαν τις προάλλες από τη Βουλή με το σκάνδαλο Βρουτση..
Δεν είναι ο Μητσοτάκης το πρόβλημα του Τσίπρα. Ποτέ δεν ήταν. Δεν τον νίκησε ο σημερινός Πρωθυπουργός, αλλά το σύστημα που βρίσκεται πίσω τους με την μιντιακή και οικονομικό ισχύ του.
Το πρόβλημα του Τσίπρα είναι ότι δίπλα στην πενία πολιτικού προσωπικού με προσωπική επιφάνεια στον ΣΥΡΙΖΑ, υπάρχει και πενία επιστημονικών στελεχών του.
Όχι απλώς γιατί δεν ξέρουμε ποιοι πλαισιώνουν την ηγεσία του. Με ποιους μιλάει ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης από την αρχή της κρίσης και ποιος του αναλύει την εξέλιξη της επιδημίας από επιστημονική σκοπιά.
Κυρίως γιατί δεν βλέπουμε να είναι ασκείται επιστημονική αντιπολίτευση, για να χρησιμοποιήσουμε έναν ενδεικτικό όρο. Δεν βλέπουμε να αρθρώνεται ο αντίλογος -που υπάρχει -απέναντι στην ομάδα Τσιόδρα και όσους κινούνται στη γραμμής της στα επιστημονικά ζητήματα
Η επιστημονική κοινότητα δεν είναι ενιαία σ’ αυτά τα θέματα. Υπάρχουν διαφορές. Από τις εκτιμήσεις για το είδος του ιού, την αντιμετώπισή του και την φαρμακευτική καταστολή του, μέχρι τα μέτρα αποτροπής της μόλυνσης και άρσης των περιορισμένου επέβαλαν με προχειρότητα οι πανικόβλητες κυβερνήσεις- με την ελληνική να κομπάζει ότι προηγήθηκε.
Δεν είδαμε τον ΣΥΡΙΖΑ να αναζητά, να εξετάζει και να προβάλλει τις έγκυρες φωνές που δεν συμφωνούν τις απόψεις που εμφανίζονται κυρίαρχες.
Με όσους επέβαλαν αδιακρίτως τον γενικό εγκλεισμό του πληθυσμού και άρα την καταστροφή της οικονομίας, μαζί με τον περιορισμό των ελευθεριών.
Αυτοί θα πουν στο τέλος -άρχισαν ήδη- ότι δεν έχουν ευθύνη για τις συνέπειες σε κάθε χώρα.
«Εγώ γιατρός είμαι και ενδιαφέρομαι για την ασθένεια» είπε καθαρά ο καθηγητής Τσιόδρας – παίρνοντας αποστάσεις από τις κοινωνικές και οικονομικές συνέπειες. Και όταν εισηγούνται τα περιοριστικά μέτρα και τώρα που εισηγείται την άρση τους.
Ποιος είναι ο επιστημονικός αντίλογος της αντιπολίτευσης; Αν νομίζουν στον ΣΥΡΙΖΑ ότι δεν υπάρχει, τότε απλώς δεν έχουν σχέση με την επιστημονική κοινότητα, στην Ελλάδα και διεθνώς.
Προφανώς δεν έχουν. Αλλιώς δεν θα μιλούσε π.χ. για το επίμαχο θέμα της επανέναρξης των σχολείων, ο εξαίρετος Αλέξης Χαρίτσης, ή ο Νίκος Φίλης και ο Π. Πολάκης, ως πρώην υπουργοί.
Θα μιλούσαν επιστήμονες που θα εξηγούσαν γιατί είναι λάθος να ανοίξουν τα σχολεία από τη κορυφή της πυραμίδας. Και θα ακολουθούσαν τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, για να αξιοποιήσουν πολιτικά αυτή την επιστημονική θέση.
Αν δεν ξέρουν πώς να το κάνουν, ας παρακολουθήσουν πώς το κάνει η κυβέρνηση.
Ποια είναι η επιστημονική θέση του ΣΥΡΙΖΑ απέναντι στη διαφωνία Τσιόδρα – Παγκοσμίου Οργανισμού Υγείας για την ανοσία; Ποια είναι η θέση των επιστημόνων του για τα, τα αντισώματα και τα τεστ; Τι λένε για τις τοποθετήσεις του καθηγητή Ηλία Μόσιαλου για τη σχέση ανοσίας και αντισωμάτων;
Τι λένε για όσα έγραψε ο καθηγητής Ηλίας Παπαϊωάννου στην «Καθημερινή» για τα τεστ; Πώς κρίνουν τις απόψεις του καθηγητή Γ. Ιωαννίδη για το εύρος της επιμόλυνσης;
Τι λένε οι επιστήμονες του «χώρου», όχι τα κομματικά στελέχη καριέρας;
Τα παραδείγματα απουσίας επιστημονικής αντιπολίτευσης -με την έννοια απουσίας αναζήτησης του επιστημονικού αντίλογου από την αντιπολίτευση– είναι πολλά.
Αυτή η έλλειψη αποβαίνει σε βάρος της κοινωνίας, που δεν προστατεύεται έχοντας μονομερή ενημέρωση- όταν δεν λοβοτομείται ανεμπόδιστα.
Την επόμενη της αναγγελίας άρσης των περιορισμών κλήθηκε σε τηλεσυνεδρίαση το Πολιτικό Συμβούλιο του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία. Καλώς.
Αλλά τι προσφέρουν οι συνεδριάσεις με φόντο ένα επιστημονικό θέμα, χωρίς επιστήμονες; Όταν εξαντλούνται σε πολιτικές αερολογίες παλαιάς κοπής από γραφειοκράτες του ΣΥΡΙΖΑ και μετριότητες του παλαιού ΠΑΣΟΚ που σταδιοδρόμησαν ως ακόλουθοι υπουργών και «κομματόσκυλα» και «έμαθαν» πολιτική στο κράτος.