Γράφει ο Τάσος Παππάς
Λόγω της καραντίνας οι περισσότεροι πολίτες αφιερώνουν (δυστυχώς) πολλές ώρες μπροστά στις τηλεοπτικές οθόνες τους. Ρουφάνε ό,τι τους σερβίρουν και δεν έχουν ούτε τον χρόνο ούτε τη διάθεση να κάνουν δεύτερες σκέψεις και να φιλτράρουν τις πληροφορίες και τις «πληροφορίες».
Είναι λόγω των συνθηκών ζαβλακωμένοι καταναλωτές. Αγοράζουν (τρόπος του λέγειν) ό,τι τους προσφέρουν γιατί δεν έχουν εναλλακτικές λύσεις. Σχεδόν όλα τα κανάλια -άλλο περισσότερο, άλλο λιγότερο- έχουν μετατραπεί σε ντουντούκες της κυβέρνησης. Υπάρχουν εκπομπές που αποτελούν την εξαίρεση, αλλά είναι λίγες, μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού.
Υπουργοί, υφυπουργοί, βουλευτές και πολιτευτές της γαλάζιας παράταξης, γενικοί γραμματείς, διορισμένοι διοικητές οργανισμών, ειδικοί που κρύβουν την κομματική ταυτότητά τους, εμπειρογνώμονες με γνωστή πολιτική προτίμηση, συνδικαλιστές-αστυνομικοί (εμφανίζονται σε καθημερινή βάση είτε υπάρχει λόγος είτε δεν υπάρχει), δημοσιολόγοι που έχουν προσληφθεί σε θέσεις συμβούλων, εκφωνούν την κυβερνητική γραμμή, αποθεώνουν τον πρωθυπουργό, μακαρίζουν την τύχη μας, που σε τόσο δύσκολη συγκυρία ο καλός Θεούλης της Ελλάδας μάς έδωσε αυτήν την άξια κυβέρνηση των αρίστων, και αναμεταδίδουν με στόμφο κάθε θετικό σχόλιο των ξένων μέσων ενημέρωσης.
Τις περισσότερες φορές παίζουν χωρίς αντίπαλο, σπανίως δέχονται ενοχλητικές ερωτήσεις, συνήθως ασχημονούν υπό το άδειο βλέμμα των παρουσιαστών. Οι κωλοτούμπες της κυβέρνησης παρουσιάζονται σαν ευφυείς ελιγμοί. Η επιθετική ασχήμια και η ανάρμοστη ρητορική στελεχών της Νέας Δημοκρατίας χαρακτηρίζονται δικαιολογημένη οργή. Οι κατεργαριές και οι ραδιουργίες κολλητών της κυβέρνησης είναι η επιτομή της εντιμότητας. Τα χοντρά ψεύδη αρμοδίων γίνονται ύμνος στην αλήθεια. Οι ολιγωρίες και οι παραλείψεις των κρατικών μηχανισμών χρεώνονται στην προηγούμενη κυβέρνηση. Τις ύποπτες αποφάσεις υπουργών τις τρώει η μαρμάγκα.
Οι χαριστικές ρυθμίσεις υπέρ των επιτηδείων της επιχειρηματικότητας περιγράφονται ως πράξεις που καταργούν τα γραφειοκρατικά εμπόδια. Οι διαφωνίες, οι αντιρρήσεις, οι κραυγές των εργαζομένων που διαμαρτύρονται για τα γλίσχρα βοηθήματα είναι φριχτός λαϊκισμός. Η κριτική στην κυβέρνηση από τις οργανώσεις του νοσηλευτικού προσωπικού ότι δίνουν τη μάχη με πενιχρά μέσα δεν βρίσκει χώρο να εκφραστεί γιατί πρόκειται για μίζερη στάση, κατώτερη των κρίσιμων περιστάσεων. Οι παλινωδίες σχετικά με το «μαξιλάρι» (υπάρχει, δεν υπάρχει, δεν το ακουμπάμε, το έχουμε ήδη ξηλώσει) βαφτίζονται συνετή πολιτική στάση.
Η αξιωματική αντιπολίτευση υποεκπροσωπείται, λες και είναι μια περιθωριακή ομάδα ανυπάκουων ακτιβιστών. Η υπόλοιπη αντιπολίτευση; Ασ’ τα να πάνε. Το ΚΙΝ.ΑΛΛ.-ΠΑΣΟΚ δεν υπάρχει, μάλλον θα έχει αυτοδιαλυθεί. Το ΚΚΕ αγνοείται, πιθανολογείται πως έχει βγει στην παρανομία -μαθημένα τα βουνά στα χιόνια. Το ΜέΡΑ 25; Τι είναι τούτο; Οικονομολόγοι που δεν ανήκουν στη σχολή του νεοφιλελευθερισμού έχουν φάει τηλεοπτική πόρτα.
Πολιτικοί επιστήμονες, κοινωνιολόγοι και ιστορικοί που υποστηρίζουν θέσεις που δεν αρέσουν στις διευθυντικές ομάδες των καναλιών και στο μέγαρο Μαξίμου αποκλείονται γιατί κάνουν δυσοίωνες προβλέψεις, τρομάζουν τους φιλήσυχους νοικοκυραίους και επιχειρούν να κλονίσουν τη σχέση ανάμεσα στη λαοπρόβλητη κυβέρνηση και την κοινωνία. Μονοκαλλιέργεια!
Ανάγωγα
Ο κακός χαμός είχε γίνει όταν η προηγούμενη κυβέρνηση είχε αντικαταστήσει τα Λατινικά με την Κοινωνιολογία. Η Δεξιά υποστήριζε ότι με την Κοινωνιολογία τα παιδιά καθοδηγούνται να αγαπούν τις αριστερές ιδέες. Επικεφαλής της εκστρατείας είχε τεθεί -ποιος άλλος- ο Αδωνις Γεωργιάδης. Με τη νέα κυβέρνηση επιστρέφουμε στην κανονικότητα. Καταργείται η Κοινωνιολογία και επανέρχονται τα Λατινικά. Τελικώς, υπουργός Παιδείας είναι η κ. Κεραμέως ή ο κ. Γεωργιάδης; Θα μου πείτε, υπάρχει διαφορά; Καμία.