Γράφει ο Γιώργος Λακόπουλος
Ο -κατά κόσμον Ιωάννης Λιάπης- προκαθήμενος της Ελληνικής Εκκλησίας τα τελευταία χρόνια, είχε καλλιεργήσει την εικόνα του ρεαλιστή κληρικού που θα απομακρύνει τον φορέα που διοικεί από τον ασυγκράτητο λαϊκισμό του προκατόχου του. Εν μέρει το έκανε.
Καλλιέργησε το προφίλ του σεμνού ιεράρχη, του ήπιου και διαλλακτικού συνομιλητή, αλλά και τις προσωπικές σχέσεις τους με την πολιτική ηγεσία της χώρας.
Δεν δίσταζε όμως να συζητάει με τον Καμμένο αν του δίνει άδεια να …ρίξει την κυβέρνηση Τσίπρα.
Σε ζητήματα που αφορούσαν το δόγμα και την Εκκλησία ως παράλληλο κράτος ήταν άτεγκτος: ο Φίλης έπρεπε να φύγει, η Κεραμέως να μονιμοποιηθεί.
Είχε τη συμπάθεια της κοινωνίας, θρησκευόμενων και όχι. Αλλά σε μια στιγμή τα έχασε όλα: τη στιγμή της πρόκλησης για υπεύθυνη στάση απέναντι σε μια κοινωνική κρίση. Η Ιεραρχία με τη συγκατάθεση του αποφάνθηκε:
«Η προσέλευση στην Θεία Ευχαριστία και η κοινωνία από το Κοινό Ποτηριού της Ζωής, ασφαλώς και δεν μπορεί να γίνει αιτία μετάδοσης ασθενειών«.
Όχι μόνο δεν απαγόρευσε τον εκκλησιασμό ως συνάθροιση, αλλά αποενοχοποίησε την χρήση του ίδιου κουταλιού και παρότρυνε τους πιστούς να συνεχίσουν:
«Όσοι προσέρχονται «μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης» και απολύτως ελεύθερα χωρίς κανένα δυναστικό καταναγκασμό, κοινωνούν το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, που γίνεται «φάρμακο αθανασίας», «εις άφεσιν αμαρτιών και εις ζώνη αιώνιον».
Τι αντιπρότεινε; «Να τελεσθεί Δέηση σε όλους τους Ιερούς Ναούς της Εκκλησίας της Ελλάδος, υπέρ της αποτροπής εξαπλώσεως της νόσου».
Άλλο που δεν ήθελαν οι «μουλάδες» ορισμένων Μητροπόλεων και έφτασαν ως το σημείο να συστήνουν τη μεταλαβιά ως… φάρμακο κατά του ιού.
Μετά τον θόρυβο – και με τον υπεύθυνο Πρωθυπουργό της χώρας θεατή σ’ αυτό τον καλπασμό οπισθοδρόμησης- η Ιερά Σύνοδος επανήλθε. Περιορίζει τον εκκλησιασμό, και συνεισφέρει στην αντιμετώπιση της επιδημίας τα εξής:
«Προτρέπει τους χριστιανούς μας κάθε βράδυ από τις 10:00 μέχρι τις 10:15 να προσεύχονται μαζί μας στα σπίτια τους υπέρ της καταπαύσεως του πειρασμού και της νόσου».
«Ήδη στα Μοναστήρια μας έχει σημάνει συναγερμός αδιάλειπτης προσευχής».
Ο σεβασμός στην πίστη των ανθρώπων ειδικά σε δύσκολες στιγμές είναι αυτονόητος. Ο καθένας δικαιούται να αναζητά στήριγμα σε αυτό που πιστεύει.
Αλλά η φύση δεν παίζει με τα δόγματα . Συνεπώς η θεολογική -η θεοκρατική- ανάγνωση της επιδημίας από την Ιερά Σύνοδο, δεν αίρει την «αμαρτία» του Αρχιεπίσκοπου, να επιτρέψει την έκθεση ανθρώπων στον κίνδυνο της μετάδοσης.
Όπως δεν τις αίρει και η θεωρία ότι δεν ελέγχει πλέον την πλειοψηφία της Ιεραρχίας. Ούτε η εκδοχή πως τον παγίδευσε ο Μητσοτάκης, μεταφέροντάς του το βάρος που ανήκε στον ίδιο.
Στα 82 του, αρκούντως «κοσμικός» και μορφωμένος , καλοσπουδαγμένος επιστήμονας, σοβαρός άνθρωπος, με επάρκεια γνώσης, πείρας και αντίληψης προφανώς συναισθάνεται ότι η προσωπική του εξιλέωση -ενώπιον Θεού και ανθρώπων- για όσα προσυπέγραψε είναι η παραίτηση.