Του Νίκου Φυλάγγελου
Αν η κοινωνία μας είχε την εμπειρία και την πεφωτισμένη ηγεσία να αντιμετωπίσει τέτοιες χαριτωμένες φιγούρες, το όλο θέμα θα είχε τη διασκεδαστική διάστασή του. Οι μεγαλύτεροι άλλωστε θα θυμούνται τους… γέρους του Μάπετ Σόου, που έβρισκαν διαρκώς αφορμή να τσακώνονται… για όλα. Και φυσικά μεταξύ τους.
Τη δεκαετία της εθνικής καταστροφής των Μνημονίων, στην Ελλάδα επικράτησαν τα άκρα και οι ακρότητες, όπως συνήθιζε να λέει ο Κώστας Καραμανλής, χωρίς τον οποίο και χωρίς πολιτικούς του δικού του διαμετρήματος, ο δημόσιος βίος εξελίχτηκε σε πασαρέλα χυδαιότητας.
Τα social media επιδείνωσαν την πραγματικότητα αυτή. Κάθε περιθωριακός, πικραμένος και έμπλεος συνδρόμων καταδίωξης και μανίας, βρήκε χώρο και βήμα να μπολιάσει την ελληνική κοινωνία με διχαστικές απόψεις. Με μίσος. Και με το μίσος αυτό, τράφηκαν και οι ίδιοι. Με… υπερτροφική βουλιμία, θα συμπλήρωνε κανείς.
Θα περίμενε κάποιος ότι μετά τις εκλογές του Ιουλίου, και τον “καθαρό αέρα” που αναπνέει έκτοτε η χώρα, τέτοιου είδους περιθωριακές φυσιογνωμίες θα μας είχαν ήδη απαλλάξει από την παρουσία τους. Θα είχαν επιστρέψει στο περιθώριο. Wishful thinking.
Όχι μόνο είναι παρόντες και… υστερικοί, αλλά συνεχίζουν να μπολιάζουν με μίσος και να ανατροφοδοτούν τον εθνικό διχασμό μιας κοινωνίας που έχει γονιδιακή έλξη προς τον… Εμφύλιο. Το κάνουν φυσικά επειδή… έτσι είναι. Σε συνθήκες κανονικότητας, ομαλότητας και εθνικής συνεννόησης, δεν έχουν ρόλο, ούτε λόγο. Ούτε και… τροφή, θα προσέθετε κανείς.
Θα συνιστούσε λύτρωση για τη Δημοκρατία μας να μπορούσε να βρεθεί ένα… εμβόλιο που θα μας προστάτευε από εκείνους. Σε αντίθεση με τον κορονοϊό, προκαλούν μόνιμη βλάβη στη δημόσια υγεία. Στο εθνικό dna. Στο μέλλον του τόπου.