Γράφει ο Αλέξης Παπαχελάς
Προσπαθώ να μπω στα παπούτσια των πολιτικών και να καταλάβω την εξάρτησή τους από την έκθεση στα μέσα ενημέρωσης. Μοιάζει πολύ με άλλες εξαρτήσεις. Ξέρουν ότι μπορεί να τους κάνει ζημιά, αλλά αδυνατούν να πουν «όχι» σε ακόμη ένα αίτημα για μια δήλωση ή συνέντευξη. Και έτσι πέφτουν στη μεγάλη παγίδα ή, μάλλον, στη μαύρη τρύπα της υπερέκθεσης στα μέσα. Συνεντεύξεις, παράθυρα, lifestyle προφίλ είναι απαραίτητα, αλλά με μέτρο, και μόνον εφόσον ακολουθούνται βασικές αρχές. Είναι εξαιρετικά σημαντικό να ξέρεις για τι μιλάς, να έχεις κάποιο απολύτως σαφές και καθαρό μήνυμα να δώσεις. Αν απλώς γράφεις ώρες πτήσης λέγοντας σαχλαμάρες, είναι μαθηματικώς βέβαιο ότι θα γίνει ζημιά. Ειδικά αν χειρίζεσαι ευαίσθητα ζητήματα, είναι κρίσιμο να έχεις πειθαρχία στο τι λες, αλλά και πώς το λες. Αντίπαλοι και σύμμαχοι μετράνε κάθε κουβέντα, ακόμη και τη γλώσσα του σώματος, για να αντλήσουν συμπεράσματα.
Οι σοβαρές χώρες επενδύουν στη στρατηγική επικοινωνία και στον ψυχολογικό πόλεμο μέσω δηλώσεων. Είναι καιρός να σοβαρευτούμε και εμείς. Οταν, για παράδειγμα, ξεσπάει μια κρίση ανάμεσα στην Ελλάδα και στην Τουρκία, είναι αυτονόητο ότι κάποιο συντονιστικό κέντρο επιλέγει ποιος υπουργός ή εκπρόσωπος θα τοποθετηθεί. Η πίεση από τα μέσα μπορεί να είναι αφόρητη, μπορώ να σας διαβεβαιώσω. Αλλοτε λαμβάνει τη μορφή της σαγηνευτικής πρότασης του τύπου «ο κόσμος θέλει να σας ακούσει σήμερα» και άλλοτε του ψυχολογικού εκβιασμού. Σε μια μικρή χώρα όπου όλοι (παρα)γνωρίζονται με όλους, το «όχι» είναι δύσκολο. Γι’ αυτό είναι καλό να υπάρχουν οι επαγγελματίες και απρόσωποι εκπρόσωποι, οι οποίοι προβάλλουν και μια εικόνα σοβαρού κράτους όταν μιλούν τεχνοκρατικά σε στιγμές κρίσης.
Η δεύτερη βασική αρχή είναι ότι η υπερβολική έκθεση προκαλεί στο τέλος απέχθεια σε ένα μεγάλο κομμάτι του κοινού. Βεβαίως και υπάρχουν παραδείγματα τηλεμαϊντανών που εκλέγονται ξανά και ξανά επειδή έπιασαν στασίδι. Ανήκουν όμως σε μια ειδική κατηγορία. Είναι στενάχωρο να βλέπεις «σοβαρούς» ανθρώπους να ρέπουν προς τη γραφικότητα ή την περιθωριοποίηση επειδή δεν μπορούν να το… ράψουν, όπως θα έλεγε ο σοφός λαός. Οταν κάνουν κάποια γκάφα, επιλέγουν να τη διορθώσουν με ακόμη μία συνέντευξη ή δήλωση. Ξεχνούν ότι το σινάφι μας μπορεί εύκολα να πιαστεί από μία φράση και να ανακυκλώσει μια συζήτηση που έτεινε να ξεχαστεί.
Ζούμε στην εποχή της συνεχούς επικοινωνίας, που είναι ένα πολύ χρήσιμο εργαλείο. Αλλά όποιος δεν βλέπει την παγίδα θα πέσει στη φάκα. Οπως μου απάντησε ο Σόιμπλε όταν του «παραπονέθηκα» ότι του ζητούσα χρόνια να δώσει μια συνέντευξη και αρνείτο: «Αγαπητέ μου, κανείς δεν έχασε τη δουλειά του από μια συνέντευξη που δεν έδωσε».