Του Μάνου Οικονομίδη
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Αξία”, το Σάββατο 1η Φεβρουαρίου 2020
Το προλογικό βήμα για την επίλυση ενός επίμονου προβλήματος, είναι η γενναιότητα της διάγνωσής του. Της αποδοχής του. Της ειλικρινείας με την οποία κοιτάζει κάποιος τον καθρέφτη του αυτοπροσδιορισμού, αντί να αναζητεί διεξόδους εκτόνωσης της ντροπής…
Στην Ελλάδα της… προχωρημένης Μεταπολίτευσης, βαδίζοντας προς την πέμπτη δεκαετία αδιασάλευτης και ακέραιης Δημοκρατίας, το πολιτικό σύστημα δεν τόλμησε σχεδόν ποτέ, να ξεκινήσει έναν αντίστοιχο διάλογο αυτογνωσίας, μπροστά στον δικό του καθρέφτη.
Οι παθογένειες και οι στρεβλώσεις, γνωστές, ορατές, επαναλαμβανόμενες επίμονες. Η χρησιμότητα του Συντάγματος ως μοχλού αλλαγής, μέσω των Αναθεωρήσεών του, εξίσου προφανής. Και, κάπου εκεί… ξεχαστήκαμε.
Μετά την αυτοκαταστροφική Αναθεώρηση του 1985, με την οποία ο Ανδρέας Παπανδρέου αφαίρεσε ουσιαστικές και παρεμβατικές αρμοδιότητες από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, μετατρέποντας το πολίτευμά μας σε ακραία πρωθυπουργοκεντρικό, καμία σοβαρή αλλαγή δεν έσπρωξε τον τροχό της Ιστορίας μπροστά.
Χάθηκαν πολλές ευκαιρίες. Ασυγχώρητα πληθυντικές. Και το μωσαϊκό της θεσμικής καθήλωσης, εξηγεί ως ένα σημείο την εθνική χρεοκοπία του 2010, στα χέρια και με την… ενθουσιώδη υπογραφή του τελευταίου των Παπανδρέου.
Η χώρα που μέχρι και σήμερα αντιμετωπίζεται από την ιστορική συνείδηση της ανθρωπότητας ως το μαιευτήριο της Δημοκρατίας, δυσκολεύεται να κάνει το επόμενο βήμα. Με άλματα πιο γρήγορα από τη φθορά. Που θα διόρθωναν το μέλλον.
Δυο πολύ συγκεκριμένες συνταγματικές αλλαγές… τρόμαζαν πάντοτε το πολιτικό σύστημα. Γι’ αυτό δεν υλοποιήθηκαν. Γι’ αυτό το κοινοβουλευτικό σύστημα στη χώρα μας διατηρεί στοιχεία… ατροφίας.
Οι «κλειδωμένες» κυβερνητικές θητείες. Δηλαδή, η πραγματοποίηση εκλογών κάθε τέσσερα χρόνια και όχι στο ενδιάμεσο. Ώστε να αποσυρθεί από τον δημόσιο βίο το πυρηνικό στοιχείο αβεβαιότητας και ανάσχεσης της κανονικότητας.
Και φυσικά, το όριο θητείας για τα αξιώματα με δικαίωμα υπογραφής για τη ζωή μας. Ώστε να αναγκάζεται το πολιτικό σύστημα σε ανακυττάρωση. Και η κοινωνία να μην εγκλωβίζεται σε επιπόλαιες και επιφανειακές επιλογές προσώπων.
Θα τις δούμε κάποτε στην Ελλάδα αυτές τις θεσμικές τομές; Ένα χαμόγελο αμηχανίας μεταφράζει επαρκώς την απογοητευτική πρόβλεψη της απάντησης-πρόβλεψης.
Έχουμε μπροστά μας πλεόνασμα δρόμου, για να πάμε από το «γιατί» στο «γιατί όχι», όπως μας προέτρεπε επίμονα ο Ρόμπερτ Κένεντι.