Γράφει ο Τάσος Παππάς
Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξης Τσίπρας στη συνέντευξή του στην «Εφημερίδα των Συντακτών» (25-26/1/2020) δεν έκρυψε την επιθυμία του να εφαρμοστεί και στην Ελλάδα το μοντέλο κυβερνητικής συνεργασίας που υπάρχει στην Πορτογαλία και την Ισπανία.
Είπε ότι οι πολιτικές δυνάμεις που τάσσονται κατά της Δεξιάς και της Ακρας Δεξιάς πρέπει να απαντήσουν στο δίλημμα: προοδευτική κυβέρνηση συνεργασίας ή επιστροφή στο μοντέλο της παντοδυναμίας του ενός, που αποδείχτηκε καταστροφικό για τη χώρα. Και συμπλήρωσε: «Οι προοδευτικές δυνάμεις δεν μπορούν να έχουν προνομιακές σχέσεις με τη Δεξιά, όπως δεν μπορεί να έχουν τα πρόβατα με τον λύκο».
Στην Ισπανία και την Πορτογαλία, παρά τις συστάσεις, τις συμβουλές, τους εκβιασμούς της γραφειοκρατίας των Βρυξελλών και των ντόπιων αστικών τάξεων, λειτουργεί το μοντέλο συνεργασίας -στην Πορτογαλία εδώ και μερικά χρόνια, στην Ισπανία εσχάτως.
Και μέχρι τώρα τα πράγματα δεν πάνε άσχημα για τους εργαζομένους των δύο χωρών. Η κυβέρνηση της Πορτογαλίας πήρε μέτρα ενίσχυσης των χαμηλόμισθων και των χαμηλοσυνταξιούχων, χωρίς να εκτροχιαστεί η οικονομία όπως προέβλεπαν (για να μην πω εύχονταν προκειμένου να δικαιωθούν) οι τραπεζίτες, το ΔΝΤ και οι ενώσεις βιομηχάνων.
Οι πρώτες παρεμβάσεις της νέας ισπανικής κυβέρνησης στο πεδίο της οικονομίας ήταν η αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 5,5% και οι αυξήσεις στις συντάξεις και τους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων. Την κίνηση χαιρέτισαν τα ισπανικά συνδικάτα, όχι όμως και οι επικεφαλής των επιχειρήσεων. Με ποιο σκεπτικό; Το γνωστό: Η αύξηση των μισθών θα επιβραδύνει τη δημιουργία θέσεων εργασίας. Καμία έκπληξη.
Τα ίδια υποστηρίζουν παντού οι επιχειρηματικοί όμιλοι. Αυτό είχε επισημάνει και ο ΣΕΒ όταν η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ αποφάσισε την κατάργηση του υποκατώτατου και την αύξηση του κατώτατου μισθού. Δεν μας έχουν πει όμως γιατί οι μειώσεις μισθών, η κατάργηση εργασιακών δικαιωμάτων και η επέκταση της μερικής απασχόλησης δεν οδήγησαν στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, παρά μόνον στην ενίσχυση των κερδών τους. Τι είχες Γιάννη, τι είχα πάντα.
Η διαφορά της Πορτογαλίας και της Ισπανίας με την Ελλάδα είναι ότι στις δύο αυτές χώρες ο δεσπόζων πόλος του κυβερνητικού σχήματος είναι οι Σοσιαλιστές, ενώ στην Ελλάδα το κόμμα-κορμός της λεγόμενης προοδευτικής παράταξης είναι ο ΣΥΡΙΖΑ. Στο ΚΙΝ.ΑΛΛ. δεν έχουν συμφιλιωθεί με την ιδέα ότι δεν είναι -και δεν προβλέπεται να γίνουν- το πρώτο βιολί σε μια κυβέρνηση συνεργασίας.
Δεν έχουν ακόμη ξεπεράσει το σοκ της διολίσθησης σε μη πρωταγωνιστικό ρόλο στα δημόσια πράγματα. Πολιτεύτηκαν τα τελευταία χρόνια με έναν στόχο: να υποστεί ο ΣΥΡΙΖΑ στρατηγική ήττα και εκλογική ταπείνωση ώστε να επιστρέψουν οι ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ στην κοίτη τους και το κόμμα να βρεθεί ξανά στο κέντρο της πολιτικής ζωής. Απέτυχαν.
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν υπέστη στρατηγική ήττα και εκλογική ταπείνωση, οι ψηφοφόροι που είχαν στηρίξει το ΠΑΣΟΚ μέχρι τις εκλογές του 2009 δεν τον εγκατέλειψαν το 2019 και είναι ο ΣΥΡΙΖΑ που δίνει τον τόνο στην αντιδεξιά παράταξη. Επίσης, η γραμμή των ίσων αποστάσεων που ακολούθησε η ηγεσία του ΚΙΝ.ΑΛΛ. για κάμποσο διάστημα και το ανοιχτό φλερτ κορυφαίων στελεχών του με τη Δεξιά επιδείνωσαν την κατάσταση.
Η ηγετική ομάδα του ΚΙΝ.ΑΛΛ., αν και έχει οξύνει τους τόνους της κριτικής της στην κυβέρνηση Μητσοτάκη, δυσκολεύεται να αποδεχτεί το προφανές. Αυτό δείχνει η δήλωση του εκπροσώπου Τύπου Παύλου Χρηστίδη στο Open: «Το ποια είναι η προοδευτική παράταξη το γνωρίζουν πολύ καλά οι Ελληνες πολίτες». Αν εννοεί (και αυτό εννοεί) ότι το κόμμα του εκφράζει την προοδευτική παράταξη, τότε όσοι αναφέρονται σ’ αυτήν πρέπει να δεχτούν ότι στις μέρες μας η επιρροή της δεν αγγίζει το 10%.
Ανάγωγα
Διόρισαν συγγενείς, κουμπάρους και φίλους, με ή χωρίς πτυχία. Οι συγγενείς, οι κουμπάροι και οι φίλοι συμπεριφέρονται σαν να είναι μέλη μιας κλειστής ομάδας προνομιούχων. Ξοδεύουν χρήματα του Δημοσίου για να κάνουν διακοπές και εκδηλώσεις. Υπουργοί τσακώνονται με υπουργούς, στο προσφυγικό τα έχουν κάνει θάλασσα, η εγκληματικότητα καλπάζει, ο πρωθυπουργός έχει αρχίσει να σκέφτεται τον πρώτο ανασχηματισμό. Δεν τη λες και ωραία ατμόσφαιρα. Ωστόσο, δεν έχει καμία σημασία τι συμβαίνει στην πραγματικότητα, σημασία έχει πώς μεταφράζουν την πραγματικότητα οι δημοσκοπήσεις.