Γράφει ο Αλέξης Παπαχελάς
Τα διπλωματικά κλισέ δεν απηχούν συνήθως την πραγματικότητα. Στην περίπτωση των ελληνοαμερικανικών σχέσεων όμως ισχύει η διαπίστωση πως διανύουν την καλύτερη περίοδό τους εδώ και δεκαετίες. Τον δρόμο άνοιξε η προηγούμενη κυβέρνηση. Οι κυβερνώντες κατάλαβαν όμως γρήγορα ότι η Ουάσιγκτον δεν «έγινε ΣΥΡΙΖΑ» αλλά απλώς έκανε τη δουλειά της. Και οι Αμερικανοί αντιλαμβάνονται πως η σημερινή κυβέρνηση συνεχίζει την ίδια εξωτερική πολιτική, αλλά επιδιώκει κάποια απτά ανταλλάγματα, όπως θα έπρεπε να συμβαίνει σε κάθε διαπραγμάτευση.
Τις επόμενες εβδομάδες επίκεινται σημαντικά γεγονότα. Ο πρωθυπουργός θα συναντηθεί με τον πρόεδρο Τραμπ στη Νέα Υόρκη. Θεωρείται βέβαιο ότι το βασικό όφελος θα είναι μια δήλωσή του τού τύπου «η Ελλάδα είναι μια καταπληκτική χώρα για επενδύσεις, επενδύστε σε αυτήν».
Οι όροι της νέας αμυντικής σχέσης μεταξύ Ελλάδας και ΗΠΑ θα ξεκαθαρίσουν. Και επίσης ο ισχυρός άνδρας της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, ο κ. Πομπέο, θα επισκεφθεί την Αθήνα. Η επίσκεψη Πομπέο είναι κρίσιμη γιατί, μετά την απομάκρυνση του κ. Μπόλτον, δεν υπάρχει παρά ένα κέντρο εξουσίας που επηρεάζει τον πρόεδρο Τραμπ.
Επειδή οι καλοί λογαριασμοί κάνουν πάντοτε τους καλούς φίλους, θα ήταν χρήσιμο να μην ξεφύγουν οι προσδοκίες για το πώς θα εξελιχθούν οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις. Οσοι πιστεύουν ότι οι ΗΠΑ θα «άδειαζαν» σε μία μέρα την Τουρκία και θα έβλεπαν την Ελλάδα ως μοναδικό υποκατάστατο κάνουν λάθος. Αυτές οι τεκτονικές κινήσεις γίνονται αργά και διστακτικά. Οσοι πάλι από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού ήθελαν μια εξαετή αμυντική συμφωνία βιάζονται.
Η Ελλάδα οφείλει να διεκδικήσει εγγυήσεις ασφαλείας, με κάποια μορφή. Οπως επίσης και πολεμικό υλικό από το πλεόνασμα του αμερικανικού Πενταγώνου. Η παρουσία των Αμερικανών σε ορισμένα ευαίσθητα γεωπολιτικά σημεία έχει αποτρεπτικό χαρακτήρα, αλλά δεν αρκεί.
Ενα αγκάθι μπορεί να ανακύψει όταν οι Αμερικανοί θα θέσουν ζήτημα για την παρουσία της Κίνας στην Ελλάδα. Εκεί η απάντηση είναι ξεκάθαρη. Η χώρα μας ακολουθεί μια πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική και θέλει διακαώς μεγάλες επενδύσεις. Η Κίνα επένδυσε την εποχή που το είχαμε ανάγκη και δεν έχει ποτέ θέσει πρόσθετες απαιτήσεις που να αμφισβητούν τις πάγιες στρατηγικές υποχρεώσεις της Αθήνας.
Οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις έχουν φτάσει σε ένα σημείο ωρίμανσης. Το μέλλον θα είναι ευοίωνο και θετικό, εάν οι δύο πλευρές συνεχίσουν να μιλάνε με ανοιχτά χαρτιά, και εφόσον γίνει πλήρως αντιληπτό από την αμερικανική πλευρά ότι η Ελλάδα έχει προσφέρει πολλά (πάνω και κάτω από τα ραντάρ), τώρα ήλθε η ώρα να εξασφαλίσει η χώρα κάποια στρατηγικά ανταλλάγματα.