Γράφει ο Γιώργος Λακόπουλος
Την ημέρα που συμπληρώθηκαν 45 χρόνια από την ίδρυση του ΠΑΣΟΚ, η Φώφη Γεννηματά οργάνωσε -ανεμπόδιστη-την τελευταία πράξη της κατάργησης του και ταυτόχρονα τον δημόσιο εξευτελισμό του.
Η ίδια εξελέγη το 2015 ως πρόεδρος του για να το ανασυντάξει, μετά την διάλυση και τη αλλοίωση του από τον Γ. Παπανδρέου -που το διέσπασε κι κόλας- και τον Βαγγέλη Βενιζέλου που το έκανε ουρά της Δεξιάς του Σαμαρά και το έστρεψε εναντίον της Αριστεράς.
Η Γεννηματά στην πραγματικότητα υπέκλεψε την ψήφο όσων είχαν απομείνει τότε στο ΠΑΣΟΚ και οδήγησε σε εξαφάνιση το όνομα, την ιδεολογία και τα σύμβολά του. Με τη μεγαλομανιακή ιδέα να βάλει στη θέση του ένα δικό της κόμμα. Να αναδειχθεί ιδρύτρια σαν τον Ανδρέα Παπανδρέου.
Όσα από τα ιστορικά στελέχη είχαν απομείνει στο ΠΑΣΟΚ, είτε ανέχθηκαν είτε συνέργησαν στην φαρσοκωμωδία.
Το εγχείρημα της Φώφης όπως ήταν αναμενόμενο απέτυχε. Το κόμμα της, που ονόμασε «Κίνημα Αλλαγής», διασπάστηκε αμέσως. Απέμεινε ένας σκληρός μηχανισμός χωρίς πολιτική ταυτότητα και ιδεολογία που διοικεί η ίδια με λίγους «αυλικούς» τους και κατ’ όνομα «όργανα» που δεν συνεδριάζουν.
Στράφηκε εναντίον του ΣΥΡΙΖΑ διευκολύνοντας την επικράτηση Κυριάκου Μητσοτάκη υπολογίζοντας ότι θα είναι συνέταιρος του στην διακυβέρνηση. Ατύχησε γιατί η ΝΔ αναδείχθηκε αυτοδύναμη. Και εκεί που προεξοφλούσε μεγαλεία -ως «καταλύτη» των εξελίξεων- πέρασε στο περιθώριο. Με τον Τσίπρα ηττημένο μεν, αλλά κυρίαρχο στη δημοκρατική παράταξη.
Όπως ήταν φυσικό την επομένη άρχισαν οι διεργασίες αποσύνθεσης του κόμματός της το οποίο στάθηκε κάπως κυρίως χάρη στην επιρροή των παλαιών παραγόντων του στην περιφέρεια και όχι φυσικά χάρη στην προσωπική «ακτινοβολία της», καθώς ο λόγος της και η δημόσια παρουσίας της είναι αντίστοιχα της συγκρότησής της.
Η αποκαθήλωσή της είναι επιθυμία και παίρνει τη μορφή κινήσεων για ανασύσταση του ΠΑΣΟΚ από δυο άσχετα πρόσωπα:
Πρώτος ξεκίνησε ο Παύλος Γερουλάνος, που έχει ευπρεπή και συγκροτημένη παρουσία, αλλά καμία ιδεολογική συνάφεια με το χώρο. Μπήκε στο ΠΑΣΟΚ αργά και από το παράθυρο του υπουργείου Εξωτερικών ως συνεργάτης του Γ. Παπανδρέου.
Ακολούθησε ο Νίκος Παπανδρέου, που μετά την αποτυχία του να εκλεγεί ευρωβουλευτής εκδηλώνει την επιδίωξη να γίνει…πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ. Παρότι δεν είχε ποτέ καμία οργανωτική σχέση ούτε φυσικά ιδεολογική σύνδεση μαζί του άλλα λειτουργούσε ως υιός του πατρός- καπηλευόμενος τη σχέση με τον Ανδρέα Παπανδρέου.
Αισθανόμενη την απειλή η Γεννηματά επιδόθηκε από τη Λάρισα σε έναν κρεσέντο μικρομεγαλισμού εναντίον τους. Για να αμυνθεί προχώρησε σε δυσφήμιση του ΠΑΣΟΚ. Τώρα θέλει τώρα να υπάρχει, αλλά …εντός του κόμματό της -ήτοι υπό τον έλεγχο του προσωπικό μηχανισμού της Και κάλεσε τους ενδιαφερομένους να αναμετρηθούν μαζί της.
Το χειρότερο όμως είναι ότι αποδέχθηκε δημοσίως ότι οι μεθοδεύσεις της αποσκοπούσαν στην αλλαγή της φορολογικής ταυτότητας του ΠΑΣΟΚ, γιατί αλλιώς… δεν μπορούσε να λειτουργήσει. Εννοούσε ότι το παρέλαβε καταχρεωμένο με δάνεια και άλλες υποχρεώσεις που οδήγησαν στη απώλεια ΑΦΜ.
Σ’ αυτό έχει δίκιο. Δεν εξήγησε όμως πώς έφτασαν τα πράγματα σ’ αυτό το σημείο. Γιατί με τον υπεύθυνο η ίδια έχει συνάψει το «σύμφωνο των κληρονόμων» που επέτρεψε στον Γ. Παπανδρέου, παρ’ όσα τον βαρύνουν, να διορισθεί βουλευτής.
Συγκάλυψε αντί να κοινοποιήσει τα πορίσματα των πέντε εταιριών στις οποίες είχε αναθέσει ο Βαγγέλης Βενιζέλος τον έλεγχο των οικονομικών όταν ανέλαβε -και επίσης απέκρυψε στη συνέχεια.
Χωρίς αιδώ η Γεννηματά έκανε επίδειξη δύναμης αποδίδοντας στον εαυτό της «υπερηφάνεια για την ιστορική διαδρομή του ΠΑΣΟΚ» παρότι το εξαφάνισε. Πρόβαλε ιδιότητες και ρόλους που δεν είχε ποτέ, αποκρύβοντας το ανύπαρκτο κομματικό παρελθόν της και τις αποτυχημένες κυβερνητικές θητείες που εξασφάλιζε λόγω ονόματος: τρεις φορές αναπληρώτρια υπουργός και μία υφυπουργός με μηδενικό έργο.
«Το ΠΑΣΟΚ υπήρξε για πολλά χρόνια το δεύτερο σπίτι μου και κανείς δεν δικαιούται να μου κουνά το δάκτυλο» είπε στους αμφισβητίες της. Και χωρίς δισταγμό διακήρυξε ότι «το ΠΑΣΟΚ δεν διαλύεται, δεν μπαίνει ταφόπλακα», όταν αυτό ακριβώς έκανε η ίδια.
Η σχέση της Φώφης με το ΠΑΣΟΚ είναι οικογενειακή. Η προσωπική της συμμετοχή περνούσε αποκλειστικά μέσα από τον πατέρα της. Δεν είχε ποτέ κανένα ρόλο και καμία παρουσία στον οργανωτικό ιστό του.
Άλλωστε ακόμη και η ίδια λέει για την φοιτητική της περίοδο στο επίσημο βιογραφικό της: « Από τα φοιτητικά μου χρόνια υπήρξα ενεργά πολιτικοποιημένη στην ΠΑΣΠ». Δηλαδή, τι ακριβώς έκανε; Οι συμφοιτητές της τη θυμούνται να αρνείται να μπει ακόμη και στο ψηφοδέλτιο της παράταξης.
Όπως θυμούνται ότι δεν είχε καμία άλλη δράση παρότι αναφέρει ότι «ανέπτυξα πολλές δράσεις στην Ένωση Γυναικών Ελλάδας», όπου ενεργό ρόλο είχε η μητέρα της και όχι η ίδια.
Με παραπληροφόρηση αναφέρεται και στο πολυσυζητημένο επαγγελματικό παρελθόν της λέγοντας ότι «σπούδασα στο τμήμα Δημόσιας Διοίκησης της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών από όπου αποφοίτησα το 1987 και στη συνέχεια δούλεψα ως στέλεχος της Εθνικής Τράπεζας».
Η αλήθεια είναι ότι στην τράπεζα διορίσθηκε το 1986 πριν καν πάρει το πτυχίο από το Πολιτικό της Νομικής και ουδέποτε υπήρξε στέλεχος της Εθνικής. Αντίθετα ο Θ. Πάγκαλος την κατήγγειλε για αργομισθία: «Πληρωνόταν χωρίς να εργάζεται». Και δεν του απάντησε ποτέ.
Στο ρετουσαρισμένη βιογραφικό της στην επίσημη ιστοσελίδα της δεν αναφέρει άλλες σπουδές, ειδικότητα, ξένες γλώσσες και διεθνή δράση.
Στέλεχος το ΠΑΣΟΚ έγινε στα …37 της, όταν εξελέγη στην Κεντρική Επιτροπή, κυρίως γιατί ένα χρόνο νωρίτερα είχε εκλεγεί βουλευτής στην Α’ Αθήνας, εκλογική περιφέρεια του Γ. Γεννηματά, ενώ πρόεδρος «Ομίλου», που έχει το όνομά του, αυτοδιορίσθηκε από το 1996.
Τα υπόλοιπα είναι γνωστά. Και με τη σημερινή συμπεριφορά της κάνει τα κόκαλα του Ανδρέα Παπανδρέου να τρίζουν. Δεν φαντάζονταν ότι το κόμμα του θα διασύρονταν έτσι και οι άνθρωποι που ο ίδιος ανέθρεψε πολιτικά θα σφύριζαν αδιάφορα.
Προκαλώντας θλίψη σε όσους στρατεύτηκαν στο ΠΑΣΟΚ από την ίδρυσή του, εμπνεόμενοι τον λόγο του ιδρυτή του και την ιστορική Διακήρυξη της 3ης Σεπτέμβρη, και βλέπουν σήμερα ότι «εκεί που κρεμούσαν οι καπεταναίοι τ’ άρματα, κρεμούν οι γύφτοι τα νταούλια».