Γράφει ο Μανώλης Καψής
Την εικόνα της κυβέρνησης Τσίπρα, περιγράφει κατ εξοχήν η εικόνα του Αλέκου Φλαμπουράρη στο στούντιο του Γιώργου Αυτιά. Αγουροξυπνημένος, με ένα φρέντο εσπρέσο στο χέρι, να εξηγεί πόσο δύσκολο είναι να απορροφηθεί το πακέτο Γιούνκερ, αφού θελει business plan και λοιπά περίπλοκα και δύσκολα πράγματα. Κι αν ορισμένοι βρίσκουν ακόμα “χαριτωμένη” την εικόνα του μπάρμπα Αλέκου (αν και αμφιβάλω), υπάρχουν και χειρότερα. Που τα πληρώσαμε ακριβά.
Όπως τις σκηνές που περιγράφουν στο βιβλίο τους “Η Τελευταία Μπλόφα”, η Ελένη Βαρβιτσιώτη και η Βικτώρια Δενδρινού, όπου οι Έλληνες διαπραγματευτές εμφανίζονται στις συσκέψεις με την τρόικα, χωρίς χαρτιά και γραπτές προτάσεις, χωρίς να γνωρίζουν τα νούμερα, χωρίς να γνωρίζουν ούτε καν τα πρόσωπα. (Από τις πιο αστείες σκηνές είναι η σύσκεψη του “οικονομικού επιτελείου”, όπου ο Αλέξης Τσίπρας σκασμένος, ζητά να μάθει ποιος είναι επιτέλους αυτός ο Βίζερ για τον οποίο μιλούν όλοι…).
Μια παλιοπαρέα δηλαδή, που δεν εχει διαβάσει φυσικά τη δανειακή σύμβαση, αγνοεί τι χρειάζεται να κάνει η Ελλάδα για να αποφύγει τη χρεοκοπία, έτοιμη ομως να ανοίξει ψιλή κουβέντα – ενώ η χώρα πηγαίνει με τα χίλια στον γκρεμό- για τους μεγάλους θεωρητικούς οικονομολόγους του 20ου αιώνα (sic), αλλα ουδόλως για τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις. Και αυτοί ήταν κυβέρνηση. Με την ψήφο μας. Να τα λέμε κι αυτά.
Στον αντίποδα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης εμφανίστηκε με τα ντοσιέ του, έβαλε το κυβερνητικό πρόγραμμα on Line για να παρακολουθεί την εφαρμογή του και πήγε στο πρώτο του ραντεβού με την κ. Κεραμέως στο υπουργείο Παιδείας, στις 9 ακριβώς. Σχολιάζοντας, ότι “όταν λέμε εννιά για τη σύσκεψη, εννοούμε εννιά”.
Άλλος σχολίασε ότι όλα αυτά γίνονται για την επικοινωνία, άλλος ότι δεν θα κριθεί εκεί η επιτυχία ή η αποτυχία της κυβέρνησης, άλλος ότι στην πολιτική δεν είναι το ζητούμενο η καλύτερη τεχνοκρατική λύση, αλλα ένας έντιμος και λειτουργικός συμβιβασμός με τα αντιτιθέμενα συμφέροντα, και άλλος διερωτήθηκε αν τελικά εκλέξαμε “σπασίκλα πρωθυπουργό”. Όλα αυτά σωστά.
Αλλά η επιμονή του πρωθυπουργού για την οργάνωση, η προσήλωσή του στην ακρίβεια του χρονοδιαγράμματος, ακόμα και η εμμονή του με το ωράριο, έχουν έναν συμβολισμό, που θα ήταν λάθος να τον προσπεράσουμε, σαν απλή επικοινωνιακή πιρουέτα.
Το προφανές είναι η επιστροφή στην κανονικότητα. Από τη χαλαρότητα και τον φρέντο εσπρέσο, περάσαμε στην φάση όπου η κυβέρνηση εργάζεται, συσκέπτεται, προγραμματίζει και εφαρμόζει πολιτικές. Απο τις συσκέψεις της παλιοπαρέας “με τα πουκάμισα έξω”, όπως γράφει ευφυώς ο Πάσχος Μανδραβέλης- όπου μπορεί να κάνει και ένα πέρασμα και ο Μανόλης Πετσίτης, αν βρίσκεται εκεί κοντά- περάσαμε στις οργανωμενες συσκέψεις μιας κανονικής κυβέρνησης.
Αλλά υπάρχει και κάτι παραπάνω. Μια “ηθική της εργασίας” που εκπέμπει η κυβερνητική δραστηριότητα, που φωτίζει την επιμονή του πρωθυπουργού στην τήρηση του ωραρίου. Ακόμα και τα κοστούμια και οι γραβάτες των υπουργών, πόσο μάλλον η αυστηρή τήρηση του ωραρίου των κυβερνητικών συσκέψεων, εκπέμπουν έναν επαγγελματισμό, που είναι κάτι παραπάνω από επιστροφή στην κανονικότητα.
Γιατί επαγγελματισμός (και) στην πολιτική, σημαίνει σχέδιο, προγραμματισμός και γνώση. Αυτό που έλειπε από τους προηγούμενους.
Γιατί όπως έδειξε η υπόθεση του Ελληνικού, η επένδυση δεν έμεινε στα χαρτιά μόνο εξαιτίας της ιδεοληψίας των διαφόρων “συλλογικοτήτων” και των στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ. Που δεν έκρυβαν την αλλεργία τους για την επιχειρηματικότητα, τις επενδύσεις και το κέρδος. Έμεινε στα χαρτιά και εξαιτίας μιας απίστευτης ανικανότητας, της άγνοιας, της έλλειψης τεχνογνωσίας και επαγγελματισμού της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Που ένιωθε πολύ πιο άνετα με τις θεωρητικές αναλύσεις, παρά με τις συγκεκριμένες προτάσεις, τους αριθμούς, την εφαρμογή πολιτικών και τον προγραμματισμό.
Το ότι το υπουργικό συμβούλιο συνεδρίαζε μόνο σαν ντεκόρ για τις ομιλίες του κ. Τσίπρα δεν ήταν τυχαίο. Το ότι πολλά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ δεν είχαν καμία επαγγελματική εμπειρία, το ότι οι περισσότεροι ήταν κομματικά στελέχη ή στην καλύτερη περίπτωση επαγγελματίες συνδικαλιστές του δημοσίου, δεν ήταν επίσης τυχαίο. Το ότι οι περισσότεροι υπουργοί εμφανίζονταν ακόμα και στις διεθνείς συναντήσεις τους χωρις γραβάτα, δεν ήταν φυσικά τυχαίο.
Δεν ήταν απλά ένας δήθεν αντικομφορμισμός. Ήταν και μια αντίδραση, μια απόρριψη του επαγγελματισμού. Μια άλλη διατύπωση του ότι “η καριέρα είναι χολέρα”, για να θυμηθούμε τον σύμβουλο στρατηγικού σχεδιασμού του Μαξίμου.
Θέλω να ελπίζω ότι αυτή η επιστροφή του επαγγελματισμού ανταποκρίνεται και σε μια νέα φάση της συλλογικής μας αντίληψης. Μια φάση όπου το ζητούμενο είναι η αξιοπρέπεια, όχι πλέον σαν αντίδραση στην σκληρότητα των ξένων, αλλα μια αναζήτηση της προσωπικής και συλλογικής μας αξιοπρέπειας, γιατί αξίζουμε κάτι καλύτερο από το να είμαστε οι παρίες της Ευρώπης.