Γράφει ο Μανώλης Καψής
Ομολογώ είμαι προκατειλημμένος θετικά με τον κ. Μαρκουλάκη. Μου αρέσει σαν ηθοποιός, έχω δει πολύ ωραίες παραστάσεις που έχει σκηνοθετήσει ο ίδιος και μου αρέσει επίσης το ότι, αν και διάσημος, παραμένει σεμνός. Και εργασιομανής. Ομολογώ, επίσης, ότι συμφωνώ με την πολιτική του επιλογή, ελπίζοντας κι εγώ ότι δεν θα διαψευστώ (και πάλι).
Αλλά άλλος είναι ο λόγος που θέλησα να γράψω για τον Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη και την επιλογή του να συμμετάσχει στο ψηφοδέλτιο Επικρατείας της ΝΔ. Είναι γιατί θεωρώ ότι ο κ. Μαρκουλάκης “σπάει ταμπού” και αυτό είναι από μόνο του θετικό και απελευθερωτικό.
Στον καλλιτεχνικό χώρο, όπου και βρίσκεται ο κ. Μαρκουλάκης, το να είσαι ή να δηλώνεις αριστερός, είναι περίπου μια “ασφαλής τοποθέτηση”. Κάτι σαν γερμανικό ομόλογο. Μπορεί να είσαι επαγγελματίας φοροφυγάς, να εμφανίζεις τα εισοδήματά σου στη Βουλγαρία ή σε off shore, να διαθέτεις πολυτελές αυθαίρετο, αλλά όλα αυτά είναι λεπτομέρειες. Κάτι σαν το ηθικό πλεονέκτημα. Υπάρχει, ακόμα και αν όλα το διαψεύδουν.
Αυτό που σε κάνει δημοφιλή, αυτό που φέρνει τον κόσμο -και ειδικά τους νέους- στο θέατρο ή στις συναυλίες, είναι η πίστη σου στα ιδανικά του σοσιαλισμού. Αυτό είναι το καλλιτεχνικό comme il faut. Στη φωτογραφία, πρέπει πάντα να υπάρχει κάπου στο βάθος ένας καδραρισμένος Τσέ Γκεβάρα.
Αν συνδυάσουμε μάλιστα την πολιτική τοποθέτηση, με την έμφυτη τάση των καλλιτεχνών να ακολουθούν το χειροκρότημα, τις μόδες, να πηγαίνουν εκεί που πάει το πλήθος -αυτό που οι Γάλλοι ονομάζουν suivisme- εξηγεί εν πολλοίς γιατί σχεδόν όλοι οι καλλιτέχνες έσπευσαν να στηρίξουν το αποτυχημένο πείραμα του ΣΥΡΙΖΑ. Με ή χωρίς κόκκινα γάντια.
Εκ των υστέρων, πολλοί εξ αυτών χτυπούσαν το κεφάλι τους στον τοίχο. Άλλοι σιώπησαν. Λίγοι δήλωσαν συγγνώμη και ορισμένοι -οι πιο γραφικοί- παραμένουν οπαδοί της ριζοσπαστικής αριστεράς και του Παύλου Πολάκη.
Άλλοι έκαναν ακόμα πιο safe επιλογή. Πήγαν, τώρα που ο ΣΥΡΙΖΑ δεν πουλάει πια, στο ΚΚΕ. Ποιος τα βάζει με τον Περισσό; Ποιος τολμάει να τα βάλει με τους νεκρούς του αντιφασιστικού αγώνα, τους φυλακισμένους και τους εξορισμένους;
Μόνο και μόνο γιατί πάει τόσο κόντρα στο “καλλιτεχνικό ρεύμα” λοιπόν, η τοποθέτηση του Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη είναι γενναία και ενδιαφέρουσα. Ανατρεπτική.
Αλλά μου άρεσε πολύ και κάτι ακόμα. Κάτι που είπε ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης σε μια συνέντευξή του (στη συνάδελφο Κ. Ανέστη), για το πώς και ποιους ψήφιζε στο παρελθόν. Όπως είπε, “έχω ψηφίσει ΚΚΕ, ΠΑΣΟΚ επί Σημίτη, Ποτάμι και Δράση”.
Υποτίθεται ότι αυτή η έλλειψη ταύτισης με ένα κόμμα ή με μια παράταξη είναι σημάδι της κρίσης του πολιτικού σύστηματος. Σύμπτωμα της οικονομικής κατάρρευσης και της χρεοκοπίας, που οδήγησε και στον κατακερματισμό του κομματικού συστήματος.
Υποθέτω ότι οι πολιτικοί επιστήμονες έχουν δίκιο. Αλλά ταυτόχρονα το φαινόμενο είναι -βρίσκω- και πολύ απελευθερωτικό. Αυτή η δυνατότητα να ψηφίζεις αυτό που θεωρείς σωστό, στην κάθε συγκυρία. Να μην είσαι δέσμιος των οικογενειακών παραδόσεων ή της νεανικής σου προϊστορίας. Να μην είναι η ψήφος σου προϊόν ιδεολογικού καταναγκασμού. Ή καλύτερα ιδεολογικού καθωσπρεπισμού. Να μπορείς να επιλέγεις κάθε φορά, ελεύθερα, αυτό που θεωρείς το πιο σωστό, το πιο συμφέρον, εκείνη τη στιγμή, για σένα και για την Ελλάδα.