Γράφει ο Αντώνης Παπαγιαννίδης
Όσο θα έχουμε να παρακολουθούμε τις εβδομάδες της προεκλογικής εκστρατείας, ας πούμε με τον μεν Αλέξη Τσίπρα να εγκαλεί τους «ακραίους συντηρητικούς κύκλους των Βρυξελλών» για τις θέσεις της 3ης Έκθεσης της (μεταμνημονιακής) Ενισχυμένης Παρακολούθησης στα της απασχόλησης στον δημόσιο τομέα αλλά και τις εκτιμήσεις για τη δημοσιονομική διαχείριση, τον δε Κυριάκο Μητσοτάκη να στέκεται σε επισήμανση για «ολιγωρία στην υλοποίηση σημαντικών μεταρρυθμίσεων» (που έγινε «δυστυχώς, με μεγάλη καθυστέρηση»), αλλά και να εγγυάται ότι «ο ελληνικός λαός δεν θα πληρώσει τα σπασμένα της απερχόμενης κυβέρνησης», θα χρειαστεί να οπλισθούμε με υπομονή και ψυχραιμία. Που θα είναι απαραίτητα, αν θέλει κανείς να προσπεράσει την οπαδική ανάγκη και να δει τι μένει ως ίζημα αλλά και προοπτική για την επόμενη μέρα.
Γιατί λέμε τα αυτονόητα; Επειδή η καημένη η 3η Έκθεση /Enhanced Surveillance Report – Institutional Paper 103, June 2019, με τις κοντά 90 σελίδες της και τα γραφήματα και τους πίνακές της, όλα αυτά ως Παράρτημα της Ανακοίνωσης της Επιτροπής COM (2019) 540 -όλα αυτά, με ωραία προμετωπίδα με ιωνικούς κίονες- είναι ένα κείμενο όχι απλώς τεχνοκρατικό, αλλά και αρκετά ήπιο (flat θα έλεγαν οι παρατηρητές Βρυξελλών) με δεδομένη την πρότερη εμπειρία από τις σχέσεις Ελλάδας – «εταίρων».
Μπορεί λοιπόν ο Ευκλείδης Τσακαλώτος να πήρε αφορμή από τη συζήτηση γύρω από την Έκθεση -γνωρίζοντας ότι έπεται και συνέχεια, π.χ. η αναμενόμενη αντίστοιχη του ΔΝΤ- για να θυμίσει τις αστοχίες γύρω από τις δημοσιονομικές (και όχι μόνο) προβλέψεις των διαφόρων θεσμών, και για να αντιπαρατεθεί με του Κλάους Ρέγκλινγκ του ESM για τον υπολογισμό για τα 100 χαμένα δισ. ευρώ από τη διαπραγμάτευση Βαρουφάκη. (Φαντεζί όντως ο υπολογισμός, ή μπακάλικος, αν προτιμάτε, καθώς άθροιζε απώλεια χρηματιστηριακής αξίας από τη χαμένη ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών με μη πραγματοποίηση ρυθμών ανάπτυξης που είχαν προϋπολογισθεί και ό,τι άλλο από μη υλοποίηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων του μνημονίου 2. Όμως ο υπολογισμός Ρέγκλινγκ… έπιασε. Και κάθε τόσο τον βρίσκει κανείς μπροστά του, όταν γίνεται λόγος περί Ελλάδας.)
Όμως τόσο οι προβλέψεις της Έκθεσης για το κόστος των μέτρων του Μαΐου -συνεπώς για την αξιοπιστία των προβολών για πρωτογενή πλεονάσματα- όσο και οι αναφορές της στο συνολικό κόστος προσωπικού του Δημοσίου/το wage bill -που αφορά όχι την τήρηση του κανόνα 1:1 στις αποχωρήσεις:προσλήψεις, αλλά την κατά 1.550 άτομα υπέρβαση του στόχου «παγώματος» των συμβασιούχων στο ύψος των 53.900 στο τέλος του μνημονίου-3- δίνουν την ευκαιρία για ζωηρά τζαρτζαρίσματα όπως εκείνα Τσίπρα/Μητσοτάκη. Όμως έχουν μια άλλη δυσάρεστη ιδιότητα: θα είναι εκεί και την «επόμενη μέρα». Δηλαδή στις 8 Ιουλίου. Δηλαδή στον σχηματισμό κυβέρνησης, εν συνεχεία. Δηλαδή στις προγραμματικές δηλώσεις της όποιας κυβέρνησης.
Δηλαδή και το φθινόπωρο, τότε που θα αρχίσει να χτίζεται ο Προϋπολογισμός 2020 – και θα έχει φανεί η εκτέλεση της διαχείρισης 2019. Και, έτσι όπως θα έχει «καθίσει» καλύτερα και η αναπτυξιακή πορεία της χρονιάς (που ήδη την είδαμε να ξεκινάει απογοητευτικά το α’ 3μηνο…) αλλά και θα έχουν ξεκαθαρίσει ως προς την απόδοση μέτρα με συζητήσιμο διαρθρωτικό χαρακτήρα (ιδίως η δίδυμη ρύθμιση των -έως- 120 δόσεων για εφορία και ΕΦΚΑ, που και η απόδοσή της αμφισβητείται από Βρυξέλλες, αλλά και οι παρενέργειες σε επίπεδο «κουλτούρας πληρωμών»), θα χρειαστεί η αληθινή τοποθέτηση των ελληνικών πραγμάτων.
Απέναντι στις Βρυξέλλες, στο Eurogroup, στον ESM. Να σοβαρευτούμε λιγάκι: η δημοσκοπικά προπορευόμενη Ν.Δ. θα χρειαστεί κάτι πολύ περισσότερο από υπενθύμιση της φιλοευρωπαϊκής της παράδοσης για να περάσει/squeeze through τη λογική της γενικευμένης εμπροσθοβαρούς μείωσης φόρων επιχειρήσεων, ΦΠΑ, ΕΝΦΙΑ, κλίμακας φυσικών προσώπων. Η επίκληση ανάπτυξης 4% δεν αρκεί – πρέπει και να πείσει. Η δε στάση της σημερινής κυβέρνησης, που έγκειται στο να θυμίζει πόσες φορές/πώς έπεισε στο παρελθόν, μάλλον προβλήματα της δημιουργεί.
Άλλωστε, στις Βρυξέλλες δεν λειτουργούν όσο νομίζουμε οι πολιτικές αποφάσεις -«δικός μας ο Μοσκοβισί», «θα ‘χουμε πρόεδρο Βέμπερ»-, αλλά η στάση της τεχνοδομής. Ιδίως όταν στραβώνει, ή ξαναστραβώνει το πράγμα.
Αυτό δεν υποδηλώνει και η σπουδή του «εκπροσώπου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής», ευθύς ως έγινε σαφής η αντιπαράθεση ΣΥΡΙΖΑ-Ν.Δ.-ΚΙΝΑΛ για το ποιος πρώτος πρότεινε, ποιος ψήφισε την άρση της νομοθετημένης μείωσης του αφορολογήτου από 1/1/2020, να επισημάνει ότι «το φορολογικό πακέτο που συμφωνήθηκε [με συμπεριλαμβανόμενη τη μείωση] σχεδιάστηκε με στόχο να διευρύνει τη φορολογική βάση και να δημιουργήσει δημοσιονομικό χώρο για φιλοαναπτυξιακές μεταρρυθμίσεις»;
Για να δούμε τι θα δούμε!