Γράφει ο Μανώλης Κοττάκης
Η κυβέρνηση δεν διαθέτει τη δημοκρατική νομιμοποίηση μετά την προκήρυξη εκλογών και εξ αυτού του λόγου δεν δικαιούται να προχωρήσει στις προαγωγές των ανωτάτων δικαστικών. Σωστά; Αυτό δεν είναι το κυρίαρχο επιχείρημα της κυρίαρχης νομικής πανεπιστημιακής διανόησης;
Η απάντηση είναι «περίπου σωστά» -θα γίνω αναλυτικός στο τέλος του σημειώματος-, αλλά για την οικονομία της συζήτησης ας το δεχθώ! Ναι, δεν έχει τη δημοκρατική νομιμοποίηση της νομοθέτησης με πράξεις κανονιστικού περιεχομένου, όπως τα Προεδρικά Διατάγματα. Κατά μείζονα λόγο η κυβέρνηση με βάση αυτή τη λογική δεν δικαιούται να νομοθετήσει μέσω του Κοινοβουλίου! Σε προεκλογική περίοδο; Απαράδεκτο!
Κι όμως, τι παρατηρούμε; Και την κυβέρνηση να δηλώνει ότι προτίθεται να νομοθετήσει (αυτή την εβδομάδα) τις διατάξεις του Ποινικού Κώδικα, αλλά και την αντιπολίτευση στο πρόσωπο του Ευάγγελου Βενιζέλου παραδόξως να συναινεί. Ναι, του κυρίου Βενιζέλου, ο οποίος υποστηρίζει, μαζί με άλλους, πως ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει τη δημοκρατική νομιμοποίηση για να προαγάγει δικαστές.
Για τον Ποινικό Κώδικα περιέργως η συνταγματική επιχειρηματολογία του πρώην υπουργού κάμπτεται. Απ’ όσο πρόλαβα να διαβάσω, μάλιστα, ζητεί την ψήφιση του νέου Ποινικού Κώδικα με διατάξεις-εξπρές. Το ερώτημα που τίθεται από τον ανυποψίαστο πολίτη είναι εύλογο: Γιατί τα κόμματα δεν κατάφεραν να βρουν σημείο συναίνεσης για τους δικαστές, αλλά βρίσκουν ωραιότατα για τον Ποινικό Κώδικα; Μπορεί να μας το εξηγήσει κανείς χριστιανός;
Ο τόπος δυστυχώς είναι μικρός. Γνωριζόμαστε. Ολα μαθαίνονται. Η απάντηση είναι απογοητευτική: Γιατί τα κόμματα συμφωνούν μέσω φωτογραφικών διατάξεων στον Ποινικό Κώδικα να απαλλάξουν 300 στελέχη τραπεζών που διώκονται για απιστία με βάση τον νόμο περί καταχραστών του Δημοσίου. Μαθαίνω πως θα επαναπροσδιοριστεί η έννοια του δόλου με την οποία θεμελιώνεται η υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος της απιστίας, καθώς λ.χ. δεν είναι δυνατόν τμηματάρχες τραπεζών που δεν ήρθαν ποτέ σε επαφή με τα κόμματα (άρα, ποίος δόλος) να διώκονται για απιστία επειδή συνυπέγραψαν τα δάνεια. Μαθαίνω επίσης πως συζητείται να τεθεί ως προϋπόθεση για τη δίωξη τραπεζικών στελεχών η προηγούμενη έγκληση των τραπεζών εναντίον τους μόνο αν υπέστησαν ζημία. Μαθαίνω επίσης πως για την ψήφιση του νέου Ποινικού Κώδικα έχουν εκδηλώσει ενδιαφέρον και μεγάλοι επιχειρηματίες.
Η πληροφόρηση που μου φτάνει δικαιολογεί και τη νομοθετική πρωτοβουλία της κυβέρνησης, αλλά και τη συναίνεση της αντιπολίτευσης. Υποστηρίζεται πως πρόκειται για την προστασία τραπεζικών στελεχών που αδίκως βάλλονται από τη Δικαιοσύνη. Ας το δεχθώ καταρχάς. Ας πούμε πως η ρύθμιση επιβάλλεται για να λυθούν τα χέρια των τραπεζικών στελεχών, τα οποία σήμερα φοβούνται να υπογράφουν μετά τις διώξεις. Εστω. Με τεράστιες επιφυλάξεις, έστω.
Δικαιούμαστε όμως να ρωτήσουμε: Γιατί είναι τόσο επείγον να νομοθετηθούν αυτές οι αλλαγές τώρα από μια κυβέρνηση που δεν έχει δημοκρατική νομιμοποίηση και δεν αφήνονται να ψηφιστούν από την επόμενη κυβέρνηση που θα διαθέτει δημοκρατική νομιμοποίηση; Προς τι η σπουδή; Επειδή καίγονται οι τράπεζες; Δηλαδή στη δική μας δημοκρατική αντίληψη οι τραπεζίτες προηγούνται αλλά οι δικαστές έπονται;
Οχι, αγαπητοί! Δεν είναι έτσι. Ο ποινικός κώδικας πρέπει να ψηφιστεί από τη νέα κυβέρνηση, όπως και οι προαγωγές των δικαστών. Και όποιος εμμείνει σε θέσεις ανάλογες με αυτές που διατύπωσε ο κύριος Βενιζέλος απλώς εκτίθεται. Και για την ιστορία: Η κυβέρνηση δικαιούται τυπικώς να λάβει απόφαση υπουργικού συμβουλίου για τις προαγωγές πριν από την προκήρυξη των εκλογών. Εφόσον δεν έχει διαλυθεί η Βουλή, έχει τυπικώς νομιμοποίηση.
Αυτός που δεν δικαιούται να υπογράψει το διάταγμα στις 30 Ιουνίου επειδή η χώρα θα είναι σε κανονική προεκλογική περίοδο είναι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Και δεν θα υπογράψει!
Η απόφαση του υπουργικού συμβουλίου -έναρξη έκδοσης σύνθετης διοικητικής πράξης- από τη στιγμή που δεν περαιώθηκε με την έκδοση διατάγματος είναι ελευθέρως ανακλητή από τη νέα κυβέρνηση…