Της Μαρίκας Λυσιάνθη
Όσα χαμόγελα του στέρησε η ζωή, υποχρεώνοντάς τον να μεγαλώσει και να φιλοτεχνήσει την προσωπικότητά του με τη διαρκή σκιά (σκοτάδι δηλαδή) της εκτέλεσης του πατέρα του, με την Ελλάδα να παρακολουθεί, και επομένως να πολλαπλασιάζει τον προσωπικό θρήνο, τόσα αρχίζει να του επιστρέφει.
Διαφορετικά και με χρονοκαθυστέρηση, χωρίς να αναιρούν τις σκοτεινές πινελιές εκείνης της Τρίτης του Σεπτεμβρίου, πριν από 30 χρόνια. Κάθε χαμόγελο ωστόσο είναι καλοδεχούμενο. Η καρδιά, βρίσκεται σε διαρκή αναζήτηση ισοδυνάμων γαλήνης και ανακούφισης.
Για τον Κώστα Μπακογιάννη ο μακρύς πρόλογος. Τον γιο του μάρτυρα της Δημοκρατίας Παύλου Μπακογιάννη. Και, πλέον, φυσικό κληρονόμο της εθνικής συμφιλίωσης, έστω για έναν λαό γονιδιακά προσανατολισμένο στον εθνικό διχασμό.
Μισή ανάσα πλέον πριν τη δημαρχία της πόλης, το όνομα της οποίας αναγκάζει την Ιστορία να κοντοσταθεί και το μέλλον να χαμογελάει, ο Κώστας Μπακογιάννης βλέπει τα… “Κουφοντινάκια” (όπως τα αποκάλεσε) που προσπάθησαν να τον διώξουν από την ταβέρνα στην οποία βρισκόταν μαζί με συνεργάτες του, να τον καθιστούν ήδη σύμβολο.
Δημοκρατίας φυσικά. Εκείνης για την υπεράσπιση της οποίας κόπηκε το νήμα της ζωής του πατέρα του, από δειλούς εγκληματίες.
Η δική του Αθήνα θα χαμογελάει ακόμη και στα παρατράγουδα της Δημοκρατίας.