Γράφει ο Μπάμπης Παπαδημητρίου
Πηγή: kathimerini.gr
Είναι αδύνατον να κατανοήσει κανείς τους υπολογισμούς του κ. Τσίπρα. Αντιλαμβάνομαι ότι ο ίδιος δεν είχε ποτέ την ευκαιρία να αποκτήσει θεμελιώδεις γνώσεις για τις βασικές λειτουργίες της οικονομίας. Ούτε καν τις παιδαριώδεις μαρξιστικές. Ούτε βεβαίως τις ουσιαστικές, που απαιτούν τα καθήκοντα του επικεφαλής της εκτελεστικής εξουσίας. Είναι όμως σημαντικό όταν το κράτος διαχειρίζεται ετησίως 90 δισ. ευρώ. Εξίσου επικίνδυνο είναι το γεγονός ότι στη θέση του οικονομικού του συμβούλου έχει τοποθετηθεί ο εξάδελφός του, μηχανικός και αυτός, που δεν έχει ποτέ διατυπώσει κάποια άποψη για τα οικονομικά της χώρας. Ούτε ο υπουργός Οικονομικών έχει ιδιαίτερα καλές σχέσεις με τα μακροοικονομικά, αφού το γούστο του γέρνει στην κοινωνιολογία της οικονομίας. Μένει ο αναπληρωτής υπουργός Χουλιαράκης, που είναι, τουλάχιστον αυτός, οικονομολόγος.
Σημειώνω τα παραπάνω στην προσπάθειά μου να εξηγήσω το περιεχόμενο του επιεικώς απαράδεκτου Προγράμματος Σταθεροποίησης, το οποίο κοινοποίησε η Ελλάδα, σε εφαρμογή της σχετικής υποχρέωσης που έχουμε ως μέλος της Ευρωζώνης. Εξηγούνται σε αυτό οι τεχνικές προϋποθέσεις και οι πολιτικές επιλογές της κυβέρνησης για όσα θα ήθελε να επιτύχει η Ελλάδα κατά την προσεχή τετραετία, μέχρι δηλαδή το 2022. Η κυβέρνηση λοιπόν πιστεύει ότι δεν αρκεί να επιτυγχάνει η χώρα το «απαράδεκτα μεγάλο» πρωτογενές πλεόνασμα του 3,5% του ΑΕΠ, αλλά πρέπει να πηγαίνει ακόμη παραπέρα, μέχρι του σημείου που καμία ευρωπαϊκή συνθήκη δεν έχει ποτέ απαιτήσει από κανένα κράτος. Να πετυχαίνει δηλαδή η γενική κυβέρνηση ισχυρότατα πλεονάσματα, αντί ελλείμματος (ελεγχόμενου βεβαίως), διευκολυντικού όμως για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας. Με δυο λόγια, η κυβέρνηση εμφανίζεται να υιοθετεί τις πιο ορθόδοξες μονεταριστικές αντιλήψεις και νεοφιλελεύθερες απόψεις και, ταυτοχρόνως, να διατηρεί ένα τερατώδες και δαπανηρό κράτος. Πρόκειται για υποδειγματικά χαοτική αντίληψη.
Η απογοήτευση των αγορών, των επιχειρήσεων και όσων καταλαβαίνουν στοιχειωδώς τα οικονομικά είναι προφανής. Η Ελλάδα συντηρούσε σημαντικά κρατικά ελλείμματα (πάνω, δυστυχώς, και από το όριο του 3% που έχει η Συνθήκη του Μάαστριχτ), γεγονός βεβαίως στο οποίο οφείλεται η εξασφάλιση ταχείας αύξησης των εισοδημάτων μέχρι το 2008. Εντάξει να γίνουμε προσεκτικοί, γιατί όμως πρέπει τώρα να πάει η Ελλάδα στον εντελώς αντίθετο πόλο; Γιατί δεν εξηγεί η κυβέρνηση ότι τα υπέρογκα πλεονάσματα (όπως και το απελπιστικό «μαξιλάρι» των 50 δισ.) οφείλονται στην έλλειψη εμπιστοσύνης των Γερμανών σε ό,τι αφορά την πρόθεσή μας να ξεπληρώσουμε τα τεράστια χρέη μας;
Η κυβέρνηση εμφανίζεται πρόθυμη να πάρει από τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις ένα πρόσθετο ποσό, που θα είναι μεγαλύτερο κατά 12-15 δισ. από όσα απαιτεί η εξισορρόπηση των τρεχουσών κρατικών δαπανών (που είναι ήδη πολύ μεγάλες) και η επιπλέον πληρωμή των τόκων του τεράστιου χρέους. Ακατανόητο! Με αυτό τον τρόπο η κυβέρνηση Τσίπρα θα έχει πάρει από τον λαό και την οικονομία, μέσα σε μία επταετία (2016-2022), ένα ποσό ίσο με 8 εκατοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ. Ενας οικονομολόγος-οικονομέτρης εύκολα θα υπολόγιζε το μέγεθος της ζημίας στην οικονομία, την οποία προκαλεί αυτή η ακατανόητη συνέχιση της βαριάς λιτότητας. Γιατί πρόκειται για χρήματα που αφαιρούνται από την κατανάλωση, τις επενδύσεις και την αποταμίευση για να τα «κλειδώσει» το κράτος στο θησαυροφυλάκιό του. Ενας πρόχειρος υπολογισμός (με τη χρήση του πολλαπλασιαστή για το εθνικό εισόδημα) δείχνει ότι η Ελλάδα θα έχει χάσει 12-14 εκατοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ ή κοντά στα 30 δισ. ευρώ.
Ακόμη και με τον πιο «μπακάλικο» υπολογισμό, ο πρωθυπουργός πρέπει να είναι σε θέση να καταλάβει γιατί ο κ. Μητσοτάκης σχεδιάζει να ανατρέψει ταχύτατα τις υποσχέσεις λιτότητας με τις οποίες καθησυχάζει ο ΣΥΡΙΖΑ το ευρωπαϊκό κατεστημένο.