Η Αγγελική αφήνει για λίγο τον ρόλο της. Να ρωτά ακατάπαυστα όποιον έχει απέναντί της, ώστε να βγάλει την είδηση. Έκατσε αναπαυτικά και με αφορμή το βιβλίο της “Απαρατήρητοι” μας μιλά για τους πολιτικούς, όσα την ενοχλούν και τους ανθρώπους που μας περιτριγυρίζουν’.
Πώς προέκυψαν οι “Απαρατήρητοι”;
Με απασχολούσαν πάντα. Είχα συνδεθεί ψυχικά μαζί τους πολύ πριν αποφασίσω να γράψω γι αυτούς. Με την κυρία Σοφία στο σούπερ μάρκετ που ψωνίζω είμαστε κατά κάποιον τρόπο φίλες – τόσα βλέμματα, χαμόγελα και λόγια που ανταλλάσσουμε μια φορά την εβδομάδα. Θέλω να πω ότι για μένα δεν ήταν άγνωστοι ούτε αδιάφοροι. Κάποια στιγμή που αισθάνθηκα εγκλωβισμένη στη νοσηρότητα της πολιτικής αντιπαράθεσης, την οποία παρακολουθώ επαγγελματικά ως δημοσιογράφος, άρχισα να τους σκέφτομαι έντονα. Οσο τους σκεφτόμουν τόσο περισσότερο μου κινούσαν το ενδιαφέρον και τόσο περισσότερες ενοχές είχα για την ενέργεια που έχω αναλώσει μιλώντας με πολιτικούς. Οι ίδιοι και οι ίδιοι, άλλοι που εμφανίζονται αλλιώς αλλά δεν διαφέρουν, νέοι σαν τους παλιούς, τα ίδια και τα ίδια, σε μια ανυπόφορα επαναλαμβανόμενη μανιέρα χωρίς ουσία. Κάπως έτσι προέκυψαν οι “Απαρατήρητοι”. Δεν έκανα εγώ κάτι γι αυτούς, αυτοί έκαναν για μένα.
Τι σε ενοχλεί στις συνεντεύξεις με πολιτικούς;
Δεν αντέχω τις αβροφροσύνες και τις γλύκες μεταξύ δημοσιογράφων και πολιτικών. Δήθεν διαξιφισμοί και δήθεν ένταση στον αέρα, στο διάλειμμα φιλοφρονήσεις και γελάκια, μια παράδοξη οικειότητα που δημιουργείται από την ένταξη στο σύστημα, όλοι μέλη μιας ελίτ, κάτι τόσο γελοίο γιατί για τους δημοσιογράφους αυτή η “ανωτερότητα” μπορεί να μην σημαίνει ούτε χρήματα ούτε προοπτική, μόνο την αυταπάτη της δύναμης που δίνει η άνεση στη σχέση με τους ισχυρούς.
Η αστεία πλευρά είναι λιγότερο σημαντική από την θλιβερή που συνδέεται με την παραβίαση του καθήκοντος απόστασης του ελεγκτή από τον ελεγχόμενο, του παρατηρητή από το αντικείμενο παρατήρησης, εκείνου που ρωτάει από εκείνον που απαντάει. Οταν απολυθείς δεν θα σε ξέρουν αλλά τι σημασία έχει αυτό μπροστά στη μέθη του ενικού στη συζήτηση με έναν υπουργό, ακόμη και βουλευτή, έστω με έναν πρώην.
Ναι, έχω κάνει πολλές ανόητες και ανούσιες συζητήσεις-συνεντεύξεις με πολιτικά πρόσωπα. Συνήθως ξέρω από πριν τι θα πουν, ακόμη και στα δύσκολα έχουν τον τρόπο να κερδίζουν χρόνο για να ξεφύγουν, μπορούν με μεγάλη άνεση και χωρίς καμία ενοχή να μην απαντήσουν στην ερώτηση που τους κάνεις αλλά σε μια άλλη που θα ήθελαν να τεθεί.
-Μήπως υπερβάλλεις;
Ολοι γνωρίζουμε την αξία της ατάκας που δίνει τίτλο κι ας μην λέει τίποτα επί της ουσίας, τη ζήτηση που έχουν όσοι κάνουν φασαρία ακόμη και αν δεν έχουν ποιότητα στη σκέψη και στο λόγο, το προβάδισμα των τηλεοπτικών αγωνιστών που χτυπιούνται με τους αντιπάλους στα “παράθυρα”, την τσιρίδα που είναι πλεονέκτημα ως υλικό προς αξιοποίηση στο μιντιακό μπλέντερ, μαζί με τη σπουδαιοφάνεια, τη σοβαροφάνεια και όλων των ειδών τα δήθεν.
-Εμείς οι δημοσιογράφοι δεν ασχολούμαστε με τους καθημερινούς ανθρώπους;
Οι πιο ευαίσθητοι υποτίθεται ότι ενδιαφερόμαστε για τα προβλήματα του κόσμου, για την πραγματική ζωή, ένα δημοσιογραφικό κλισέ λέει ότι σημασία έχει η καθημερινότητα, όμως οι επαγγελματικές συζητήσεις που κάνουμε είναι συνήθως με παράγοντες και παραγοντίσκους, πολύ σπάνια ακούμε ή ρωτάμε ανθρώπους που περνούν δίπλα μας και που κανείς δεν θα μας τους συστήσει. Ακόμη και όταν για τις ανάγκες του ρεπορτάζ χρειάζεται να βρεθεί ένας “ανώνυμος” η αναζήτησή του γίνεται μέσα σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο, δεν θα τον βρεις εσύ, δεν θα τον επιλέξεις με βάση τη διαίσθησή σου ή ένα βίωμα, αλλά κάποιος συνεργάτης σου που ειδικεύεται στα “κλεισίματα” και έχει τη μέθοδό του να εντοπίζει τους μιντιακά χρήσιμους.
Τι σε οδήγησε στις εκδόσεις ΠΟΛΙΣ;
Αν δεν ανταποκρινόταν στην πρότασή μου ο Νίκος Γκιώνης, δεν θα έδινα τα κείμενά μου σε άλλον εκδοτικό οίκο. Δεν τον γνώριζα προσωπικά, ήξερα όμως ότι είναι ένας πολύ σημαντικός διανοούμενος, λατρεύω την αισθητική του στα βιβλία που επιλέγει και είχα ακούσει από κοινούς γνωστούς ότι είναι ένας δύσκολος άνθρωπος. Είχα, λοιπόν, τη βεβαιότητα ότι δεν πρόκειται να δεχτεί χωρίς να το εννοεί και, αν δεχόταν, θα σήμαινε ότι αξίζει τον κόπο. Τον ένστικτό μου με οδήγησε σωστά. Οχι μόνο γιατί μου έδωσε τη δυνατότητα να συνεργαστώ με την υπέροχη Στέλλα Αλισάνογλου, που έκανε την επιμέλεια. Αλλά κυρίως γιατί δυο παρατηρήσεις έκανε στον ελάχιστο χρόνο που μιλήσαμε και ήταν καταλυτικές για το βιβλίο. Ακολούθησα τυφλά τις υποδείξεις του και ούτε καν τον ευχαρίστησα.