Ομιλία Ευάγγελου Βενιζέλου στο Συνέδριο του Κινήματος Αλλαγής
Φίλες και φίλοι,
νιώθω τη βαθιά ανάγκη να ξεκινήσω αναφερόμενος στον Αντώνη Βγόντζα. Θα ειπωθούν πολλά για τον άνθρωπο, τον επιστήμονα, τον αγωνιστή, τον ενεργό πολίτη. Για εμάς όμως εδώ, ως πολιτικό χώρο, για τη δημοκρατική παράταξη, για το ΠΑΣΟΚ, ο Αντώνης Βγόντζας πρέπει να μνημονεύεται πάντοτε ως ένας από τους λίγους ανθρώπους που σήκωσαν το βάρος της νομικής αλλά και πολιτικής υπεράσπισης του Ανδρέα Παπανδρέου τα βαριά χρόνια του 1989. Επειδή η φιλία μας και η σχέση μας χαλυβδώθηκε κάτω από εκείνες τις -θέλω να ελπίζω- μοναδικές και ανεπανάληπτες συνθήκες, πρέπει να του είμαστε ευγνώμονες για όλα όσα έκανε υπερασπιζόμενος την τιμή της παράταξης.
Φίλες και φίλοι,
μπήκαμε επιτέλους στην τελική ευθεία που οδηγεί -είτε το Μάιο είτε το αργότερο τον Οκτώβριο- στις εκλογές, στην αλλαγή της πολιτικής κατάστασης. Ούτως ή άλλως, σε λίγες εβδομάδες οι πολίτες προσέρχονται στις κάλπες και ανεξαρτήτως από την τυπική αφορμή, θα εκφράσουν την αγωνία τους για την πορεία του τόπου, θα ζητήσουν με ηχηρό τρόπο να φύγει αμέσως η κυβέρνηση αυτή.
Κάποιοι ψάχνουν απάντηση στο ερώτημα για ποιο λόγο άραγε μπορεί να θέλει ο κ. Τσίπρας να παρατείνει την παραμονή του στην εξουσία τους μήνες του καλοκαιριού, με τη φθορά να διογκώνεται. Η απάντηση είναι ότι τους ακινητοποιεί ο φόβος.
Ξέρουν ότι η ήττα τους είναι προδιαγεγραμμένη. Φοβούνται ότι η απώλεια της εξουσίας θα αποκαλύψει την απουσία κάθε αξίας. Ο τυχοδιωκτισμός τους θα μείνει γυμνός. Θα φωτιστούν οι κυνικές συναλλαγές τους με την εθνικιστική Ακροδεξιά και η προνομιακή σχέση τους με τα δίκτυα του βαθέως κράτους που τους διασφάλισε -έναντι πολιτικής ασυλίας- ένα τμήμα της συντηρητικού χώρου. Θα καταπέσουν με κρότο τα δίκτυα οικονομικής διαπλοκής που στήθηκαν πίσω από τις μεγαλόστομες διακηρύξεις περί διαφάνειας και νομιμότητας. Άρχισαν ήδη να διαλύονται τα παραδικαστικά κυκλώματα -περισσότερα του ενός- που οργάνωσε η ίδια η κυβέρνηση για να απειλεί πολιτικούς αντιπάλους και να εκβιάζει οικονομικούς παράγοντες. Η αφαίρεση του πέπλου της εξουσίας, μετά την εκλογική ήττα, φέρνει την ομάδα που νέμεται την κυβέρνηση αντιμέτωπη με το πραγματικό, δηλαδή το μικρό, πολιτικό και κοινωνικό της μέγεθος.
Όποιος ρωτάει τι μπορεί να τους κάνει να θέλουν να ρουφήξουν, με τέτοιο πάθος και τέτοιο ρίσκο για τη μείωση των ποσοστών τους τις τελευταίες γουλιές εξουσίας, πρέπει να αναρωτηθεί τι τους κράτησε τεσσεράμιση χρόνια στην εξουσία. Η αίσθηση πολιτικής συνενοχής, η εκτίμηση ότι τέτοια πολιτικά παράδοξα, δηλαδή ένα μικρό κόμμα της ριζοσπαστικής πολιτικής Αριστεράς να μπορέσει να κατακτήσει την εξουσία λόγω των κρίσεων που προκάλεσε η υπαγωγή στο μνημόνιο.
Σωστά, η κρίση έφερε το μνημόνιο αλλά το μνημόνιο προκάλεσε άλλου τύπου κρίσεις στην ελληνική κοινωνία. Τέτοια λοιπόν πολιτικά παράδοξα, δεν επαναλαμβάνονται εύκολα.
Η απουσία κάθε ενδοιασμού στο να ενώσουν τα πολιτικά και ιδεολογικά τους γονίδια με αυτά του κ. Καμμένου. Γι’ αυτό και μετά την αποχώρηση του τελευταίου, η κυβέρνηση εξακολουθεί να στηρίζεται στις ψήφους βουλευτών και ομοϊδεατών του, την ώρα που διακηρύσσει τη δήθεν στροφή της στην κεντροαριστερά και τον υποκριτικό όψιμο θαυμασμό της για την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία. Την ώρα που φαντασιώνεται ότι είναι κληρονόμος της παράδοσης του ΠΑΣΟΚ και γραφικός μίμος του Ανδρέα Παπανδρέου, τη μνήμη του οποίου προσβάλλει βάναυσα.
Φίλες και φίλοι,
οι τελευταίοι μήνες της κυβέρνησης είναι κατ’ ουσίαν εξίσου βλαπτικοί για τον τόπο με τους τραγικούς πρώτους μήνες του 2015. Η χώρα εγκλωβίστηκε στη στασιμοχρεοκοπία για την οποία μιλώ από το 2016. Η πολιτική του λεγόμενου υπερπλεονάσματος, δηλαδή της ακραίας υπερφορολόγησης και υπερεπιβάρυνσης με ασφαλιστικές εισφορές, προκειμένου να μοιρασθεί ένα μικρό μέρος σε επιδόματα, λειτούργησε ως μία τεράστια παγίδα φτώχειας και αναιμικής ανάπτυξης.
Το χειρότερο όμως είναι η ωμή πολιτική απόφαση του ΣΥΡΙΖΑ να αποδιαρθρώσει τη μεσαία τάξη, να καθηλώσει το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας στα χαμηλότερα εισοδηματικά επίπεδα, να ακυρώσει την προοπτική της κοινωνικής ανέλιξης. Χωρίς μεσαία τάξη όμως, δεν υπάρχει ραχοκοκαλιά στην πραγματική οικονομία, ακυρώνεται η βασική προϋπόθεση της κοινωνικής συνοχής, τροφοδοτείται η αμφισβήτηση της ίδιας της δημοκρατίας και της πολιτικής, δεν λειτουργούν φραγμοί κατά του εθνικολαϊκισμού.
Η κυβέρνηση αγνοεί και υποτιμά τις δημιουργικές δυνάμεις του τόπου, υπονομεύει στην πράξη κάθε επενδυτική δραστηριότητα, καλλιεργεί τις ιδεοληψίες ενός αρχαϊκού κρατισμού την ίδια ώρα που υποβαθμίζει όλες τις λειτουργίες του κράτους, αφήνοντας τον πολίτη ακάλυπτο σε όλους τους τομείς, υγεία, ασφάλεια, συντάξεις, εκπαίδευση, πολιτική προστασία.
Η έκπτωση των θεσμών έφθασε σε ακραίο σημείο. Το βλέπουμε στις κραυγαλέες προσπάθειες χειραγώγησης της δικαιοσύνης που πηγαίνουν από φιάσκο σε φιάσκο. Δεν βγήκε η Novartis, έσκασε η φούσκα, τώρα έχουμε τα δάνεια των κομμάτων με το ΠΑΣΟΚ να έχει εφαρμόσει, μόνο αυτό, αυστηρές μεθόδους εσωτερικού ελέγχου και διαφάνειας.
Το ζούμε στον ευτελισμό των κοινοβουλευτικών διαδικασιών. Ευτυχώς, το Σύνταγμα απέδειξε την ικανότητά του να αντιστέκεται στις προσπάθειες καταστρατήγησής του. Εκδικήθηκε τον ΣΥΡΙΖΑ που προσπάθησε να δεσμεύσει το ίδιο το εκλογικό σώμα που θα μιλήσει και άρα τη βούληση της επόμενης Βουλής, της αναθεωρητικής, σε σχέση με την αναθεώρηση του Συντάγματος. Φτάσαμε έτσι στο σημείο τώρα, αντίστροφα, η επόμενη Βουλή να έχει τη δυνατότητα να αναθεωρήσει τις διατάξεις τις σχετικές με τον τρόπο εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας με την απλή πλειοψηφία των 151 βουλευτών.
Στο κρίσιμο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής και της πολιτικής ασφάλειας και άμυνας, οι μικροκομματικές σκοπιμότητες διασταυρώνονται με την απουσία επίγνωσης για το ιστορικό βάθος των θεμάτων και τη σημασία των ταυτοτικών ζητημάτων στον σημερινό κόσμο. Ο ΣΥΡΙΖΑ αντιλήφθηκε το ζήτημα του ονόματος του γειτονικού μας κράτους, όχι ως πεδίο εθνικής συναίνεσης αλλά ως μοχλό παρέμβασης στο εσωτερικό των κομμάτων της αντιπολίτευσης. Το αποτέλεσμα ήταν να διχάσει βαθιά τον ελληνικό λαό, να τροφοδοτήσει τις πιο ακραίες εκδοχές εθνικολαϊκισμού και να χρησιμοποιήσει ωμά τη Συνθήκη των Πρεσπών ως πρόσχημα για να εξωραΐσει τον πολιτικό τυχοδιωκτισμό ελάχιστων προθύμων να διαβούν τη γέφυρα της πολιτικής αναξιοπρέπειας.
Όμως, στο Κυπριακό και στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, δεν υπάρχουν περιθώρια για χειρισμούς με το βλέμμα στην εσωτερική πολιτική και τις κομματικές προτεραιότητες. Όπως είπε και η Φώφη Γεννηματά, και το επαναλαμβάνω για λόγους έμφασης, η κυβέρνηση δεν νομιμοποιείται ούτε ιστορικά ούτε θεσμικά να φλερτάρει με παρόμοιες προσεγγίσεις στα θέματα αυτά. Η προειδοποίηση είναι σαφής.
Το ευρύτερο ζήτημα είναι η περιβόητη μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ. Τι είναι άραγε αυτό που επιτρέπει στους ίδιους ανθρώπους, με την ίδια άνεση, να εμφανίζονται μέχρι το 2015 ως οι αυθεντικοί εκπρόσωποι του αντιμνημονιακού λαϊκισμού, έτοιμοι να σκίσουν τα μνημόνια; Ως ριζοσπάστες, αντισυστημικοί αντίπαλοι της ευρωπαϊκής ορθοδοξίας, ως κάτοχοι του μυστικού μίας εύκολης λύσης χωρίς μέτρα λιτότητας, με τη βοήθεια της Ρωσίας, της Κίνας και της Βενεζουέλας και τώρα τους επιτρέπει να εμφανίζονται, με την ίδια άνεση, ως οι έγκυροι συνομιλητές της Ευρώπης και των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, ως το delivery boy που σέβεται απόλυτα το Μνημόνιο και προσαρμόζεται στην πιο απλοϊκή εκδοχή της δυτικής πολιτικής στα Βαλκάνια. Στα Βαλκάνια, όπου έχουν ανοίξει ξανά όλα τα μέτωπα σε όλες τις περιοχές.
Ο κοινός παρονομαστής είναι το απύθμενο θράσος, η έλλειψη αξιακών φραγμών και το πάθος για την εξουσία. Όπως κινούνται στο πεδίο της οικονομικής πολιτικής και των θεσμών, έτσι κινούνται και στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής. Δεν έχουν καταλάβει ότι οι Ευρωπαίοι εταίροι σέβονται τις κυβερνήσεις που επιλέγουν οι λαοί των κρατών-μελών, εφόσον και αυτές σέβονται το θεσμικό πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δεν έχουν καταλάβει ότι τους φέρονται τρυφερά γιατί τους επιδεικνύουν ως τρόπαιο, ως το δείγμα του τζάμπα μάγκα που υποτάσσεται και χάνει κάθε διαπραγματευτική δυνατότητα.
Αυτοί όμως τώρα φεύγουν. Αφήνουν την πατρίδα σε κατάσταση δύσκολα διαχειρίσιμη, για να μην πω σε κατάσταση μη διαχειρίσιμη. Την αφήνουν τραυματισμένη στην καρδιά της, στην ίδια την κοινωνική διάρθρωση με την καταστροφή της μεσαίας τάξης, στην ίδια την εθνική της συνοχή, ταυτότητα και υπερηφάνεια, στη λειτουργικότητα και αξιοπιστία των δημοκρατικών της θεσμών και των εγγυήσεων του κράτους δικαίου, με βαριά προβλήματα στο ασφαλιστικό, το τραπεζικό, το εκπαιδευτικό της σύστημα, το σύστημα υγείας και πρόνοιας, χωρίς δυνατότητες χρηματοδότησης της ανάπτυξης, με ασφυκτικό δημοσιονομικό πλαίσιο, σε μακροχρόνια εξάρτηση από τους θεσμικούς εταίρους, χωρίς διασφαλισμένη την επάνοδο στις αγορές, με την κοινωνία απογοητευμένη, κουρασμένη, φοβισμένη, πολύ διστακτική στο να αποδεχθεί τις δυνατότητες της πολιτικής. Και η αμφισβήτηση της πολιτικής οδηγεί σε αμφισβήτηση της δημοκρατίας. Τη βρίσκουν την κοινωνία ανέτοιμη να υιοθετήσει ένα νέο εθνικό πρόταγμα που την κινητοποιεί.
Ποιος λοιπόν θα αναλάβει αυτό το βάρος; Ποιος μπορεί; Ποιος έχει την ευθύνη απέναντι στο έθνος και την ιστορία, δυο μόλις χρόνια πριν την επέτειο των 200 ετών από την Επανάσταση της Ανεξαρτησίας;
Η εύκολη απάντηση είναι αυτός που θα επιλέξει ο ελληνικός λαός στις ερχόμενες βουλευτικές εκλογές. Το εκλογικό σώμα, λένε πολλοί καλόπιστοι, θα κατατάξει τα κόμματα, θα προσδιορίσει την εκλογική και την κοινοβουλευτική τους δύναμη, θα πει που τα θέλει, στην κυβέρνηση ή στην αντιπολίτευση. Άρα, λέει η άποψη αυτή, ας περιμένουμε να μιλήσει ο λαός και εμείς θα συμμορφωθούμε στη βούλησή του.
Όμως ο λαός για να μιλήσει όσο γίνεται πιο σωστά, πρέπει να ξέρει τι του λέμε και σε τελική ανάλυση τι πράγματι και τι ακριβώς θέλουμε, όχι μόνο για την κομματική μας υπόσταση και την ενίσχυση των εκλογικών μας ποσοστών, αλλά για το πώς μπορεί να κυβερνηθεί και να πορευθεί ο τόπος για να βγει οριστικά από την κρίση, να ανακτήσει το χαμένο έδαφος, να αποκτήσει την ουσιαστική του ισοτιμία μέσα σε μια Ευρωπαϊκή Ένωση που αναζητά τη στρατηγική της μέσα από τις μεγάλες ανισότητες και διαφορές μεταξύ των κρατών-μελών, μέσα σε ένα κόσμο πολύ πιο αβέβαιο και ανταγωνιστικό, μέσα σε μια Ευρώπη στην οποία –προσέξτε- πολιτική κάνουν μόνο οι ανεύθυνες αντισυστημικές δυνάμεις, ενώ όλες οι φιλοευρωπαϊκές δυνάμεις αρκούνται στο να μιλούν οικονομικά και νομικά, καθώς οι κρίσιμες πολιτικές επιλογές είναι εδώ και χρόνια κλειδωμένες μέσα στα νομικά κείμενα που διέπουν την Ευρωπαϊκή Ένωση και την ολοκλήρωσή της.
Ποιος λοιπόν πρέπει να αναλάβει την πολιτική διεύθυνση της χώρας στην κατάσταση που την έφερε ο ΣΥΡΙΖΑ με τους συνεταίρους του και όσους υποστήριξαν ή ανέχθηκαν την πολιτική του; Μήπως η Νέα Δημοκρατία και μάλιστα ως κοινοβουλευτικά αυτοδύναμη κυβέρνηση, όπως επιδιώκει, τροφοδοτώντας την πόλωση και λέγοντας ότι όποιος απορρίπτει το ΣΥΡΙΖΑ, οφείλει να ψηφίσει Νέα Δημοκρατία; Μήπως μία κυβέρνηση μεγάλου συνασπισμού Νέας Δημοκρατίας και ΣΥΡΙΖΑ, οι οποίοι θα αναλάβουν την πορεία της χώρας για τα επόμενα τέσσερα χρόνια ή μήπως μία κυβέρνηση οικουμενικού χαρακτήρα που θα αναγνωρίσει στον ΣΥΡΙΖΑ τον ρόλο του ενός μεγάλου, εθνικά υπευθύνου, πόλου του πολιτικού συστήματος και θα τον καταστήσει μόνιμο παράγοντα της κυβερνητικής εξουσίας; Απαντώ όχι και στα δύο αυτά ερωτήματα.
Η δύσκολη εμπειρία των τελευταίων εννέα ετών, από το 2009 έως σήμερα, μας διδάσκει ορισμένα βασικά πράγματα. Το βάρος της επώδυνης και υπεύθυνης στρατηγικής της εθνικής διάσωσης, το σήκωσε από την αρχή, χωρίς παλινωδίες και με δυσανάλογο κόστος, το ΠΑΣΟΚ, η δημοκρατική παράταξη. Άλλες δυνάμεις προσχώρησαν καθοδόν, αφού αρχικά αντιτάχθηκαν. Δεν χαρίζουμε σε άλλους την εθνική αυτή προσπάθεια. Αναλάβαμε ρητά και με το παραπάνω το μερίδιο των ιστορικών ευθυνών για τα αιτία της κρίσης που αντιστοιχεί στη δική μας παράταξη. Άλλοι πολιτικοί χώροι δεν έκαναν το ίδιο, παρά την τεράστια ευθύνη τους, η οποία μάλιστα είναι και πολύ νωπή, γιατί αφορά την περίοδο πριν το 2009, την περίοδο 2004-2009.
Είμαστε υπερήφανοι για όλο τον αγώνα μας από το 2010 έως το 2015, με όλα τα λάθη και τις αντιφάσεις που πάντα υπάρχουν μέσα σε τέτοιες συνθήκες. Δεν χαρίζουμε επίσης σε άλλους τον αγώνα που κάναμε και κάνουμε ως αντιπολίτευση από τον Ιανουάριο του 2015, προκειμένου να αναδειχθούν και να ανακοπούν οι επικίνδυνες ανευθυνότητες και οι απροκάλυπτες θεσμικές ατασθαλίες του ΣΥΡΙΖΑ και των συνεταίρων του.
Είμαστε η αιχμή του δόρατος της δημοκρατικής αντιπολίτευσης με μαχητικό, τεκμηριωμένο και υπεύθυνο λόγο. Είμαστε οι βασικοί αντίπαλοι του συστήματος ΣΥΡΙΖΑ, γι’ αυτό υφιστάμεθα επίμονες προσωπικές επιθέσεις -και ο Κώστας Σημίτης και εγώ και άλλα στελέχη μας, όπως ο Ανδρέας Λοβέρδος, το ξέρουμε καλά αυτό- όλες όμως αυτές οι επιθέσεις εξελίσσονται σε μπούμερανγκ.
Τώρα, ενόψει της αλλαγής της πολιτικής κατάστασης, εμείς είμαστε η παράταξη που εγγυάται την πολιτική σταθερότητα και την εφαρμογή της μόνης ολοκληρωμένης, υπεύθυνης και πραγματικά προοδευτικής εθνικής στρατηγικής. Η αποδοχή της στρατηγικής αυτής, που βασίζεται και πρέπει να βασίζεται στην αλήθεια, είναι το κριτήριο μας για την πορεία του τόπου.
Η στρατηγική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ είναι στρατηγική νίκη, όχι της ΝΔ που διεκδικεί με ανιστόρητη αλαζονεία την κοινοβουλευτική αυτοδυναμία, αλλά της δημοκρατικής προοδευτικής παράταξης.
Στρατηγική ήττα σημαίνει ότι δεν θα μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να καθορίσει τις εξελίξεις σε σχέση με τη διακυβέρνηση και την εφαρμογή του εθνικού σχεδίου ανασυγκρότησης. Ο ηττημένος ΣΥΡΙΖΑ θα κληθεί να αποδεχθεί, ή έστω να υποστηρίξει, την εφαρμογή του εθνικού αυτού σχεδίου, χωρίς όμως και να μπορεί να την παρεμποδίσει. Προσέξτε, ήδη παραιτήθηκε των δυνατοτήτων που θα μπορούσε να διεκδικήσει στην επόμενη Βουλή σε σχέση με την αναθεώρηση του Συντάγματος και την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας. Το δε ζήτημα του εκλογικού συστήματος και της μακροπρόθεσμης πολιτικής σταθερότητας, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό όχι από τους κοινοβουλευτικούς αριθμούς, αλλά από την πολιτική και οικονομική πορεία της χώρας μετά τις ερχόμενες εκλογές. Από την αποτελεσματική εφαρμογή αυτής της πολιτικής, θα προέλθει η αποκατάσταση της εθνικής ενότητας και της κοινωνικής συνοχής και θα διαμορφωθούν οι προϋποθέσεις της πολιτικής συναίνεσης σε νέα και ουσιαστική βάση.
Φίλες και φίλοι,
στο συνέδριο του ΠΑΣΟΚ του Ιουνίου 2015, όταν αποχώρησα από την ηγεσία, παρουσίασα την ολοκληρωμένη πρότασή μου για την φυσιογνωμία της παράταξης και αυτή υπερψηφίστηκε ομόφωνα. Η πορεία του ΚΙΝΑΛ, από την μεγάλη επιτυχία της άμεσης ανάδειξης της Φώφης Γεννηματά στην ηγεσία, μέχρι την αποχώρηση του Ποταμιού και στη συνέχεια του Θανάση Θεοχαρόπουλου, έδειξε ότι η οργανωτική συνάθροιση συνιστωσών δεν αρκεί. Χρειάζεται πολιτική ταυτότητα και καθαρός προγραμματικός λόγος, σαφής και κοινή στρατηγική αντίληψη, κοινή προσέγγιση για το τι σημαίνει σήμερα το ιστορικό βάθος και η κοινωνική αναγωγή της δημοκρατικής προοδευτικής παράταξης. Αυτά όλα, δεν αρκεί να δηλώνονται ρητορικά. Πρέπει να προκύπτουν μέσα από την καθημερινή πρακτική, τη στάση στη Βουλή και στα μέσα ενημέρωσης, την κοινή αίσθηση των προτεραιοτήτων.
Η πολιτική αυτονομία της δημοκρατικής προοδευτικής παράταξης κατακτάται και επιβεβαιώνεται, όχι μέσα από τη συμψηφιστική της ουδετερότητα αλλά μέσα από τις πρωτοβουλίες της. Μέσα από τις υπεύθυνες και τεκμηριωμένες προγραμματικές της προτάσεις, τη βαθιά κοινωνική της ευαισθησία, την υψηλή διαχειριστική της ικανότητα, την προσήλωσή της στη δημοκρατία, τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις ευρωπαϊκές αξίες. Μέσα από την αφομοίωση των διδαγμάτων της κρίσης, την ικανότητα αντίστασης στο φτηνό λαϊκισμό, την δέσμευση της να μιλά με απόλυτη ειλικρίνεια για τις δυσκολίες, τις δυνατότητες αλλά και τους κινδύνους, την οριστική απόρριψη του παλαιοκομματισμού, τη βούλησή της να αγωνίζεται για το λαό και το έθνος.
Προκύπτει η αυτονομία αυτή μέσα από την προβολή της προοδευτικής, πολιτικά και κοινωνικά φιλελεύθερης, πατριωτικής, εκσυγχρονιστικής, εθνικής και ευρωπαϊκής ταυτόχρονα, φυσιογνωμίας της. Μέσα από την ικανότητα της να αντιλαμβάνεται τι συμβαίνει στον κόσμο, στην Ευρώπη, στην κοινωνία, στην πραγματική οικονομία, στις αγορές, μέσα από τις σαφείς κοινωνικές της αναφορές στις δημιουργικές δυνάμεις του τόπου, μέσα από τον αγώνα της για την ανασυγκρότηση της μεσαίας τάξης, που για άλλους είναι το κεκτημένο που χάθηκε και για άλλους μια προοπτική που πρέπει να αποκτήσουν στη ζωή τους, μέσα από τον σεβασμό στις αγωνίες και τις προτεραιότητες της νέας γενιάς. Αυτό είναι άλλωστε το μεγάλο στοίχημα της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας αλλά και όλων των ευρωπαϊκών συστημικών πολιτικών παρατάξεων στην Ευρώπη.
Η έννοια της δημοκρατικής προοδευτικής παράταξης που υπάρχει στην Ελλάδα, μπορεί να λειτουργήσει ως πλεονέκτημα για την επανασύνδεσή μας με την κοινωνία. Αυτό είναι πλεονέκτημα σε σχέση με άλλα σοσιαλιστικά ή σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της Ευρώπης. Ο ήλιος του ΠΑΣΟΚ είναι δικός μας, όπως δική μας είναι και η Ελιά που φυτέψαμε πριν τις ευρωεκλογές του 2014 και απέδωσε καρπούς, που έπρεπε να τους δρέψουμε στη συνέχεια, αλλά δυστυχώς τους εγκαταλείψαμε. Όλα ενώνονται στην ιστορική κοίτη της δημοκρατικής παράταξης και της συμβολής της στη συγκρότηση της πατρίδας μας.
Το ΚΙΝΑΛ δεν μπορεί συνεπώς να έχει ως στόχευση απλώς την επιβίωσή του ή τη βελτίωση των ποσοστών του, δεν είναι ένα ΚΚΕ του κέντρου. Είναι η παράταξη των μεγάλων εθνικών στόχων.
Φίλες και φίλοι,
η δημοκρατική προοδευτική παράταξη αποκτά δυναμική μόνο όταν σηκώνει τη σημαία αλλά και το βάρος της εθνικής προοπτικής. Ας το κάνουμε λοιπόν. Το οφείλουμε στην διαδρομή μας, το χρωστάμε στον τόπο.
Γεια σας.