Γράφει ο Τάσος Παππάς
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών
Κακώς μπήκε η Ελλάδα στην ευρωζώνη, μας είπε ο πρώην υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας και αρχιτέκτονας της πολιτικής της λιτότητας Β. Σόιμπλε. Κακώς μπήκε, αλλά μπήκε. Το πώς μπήκε είναι πια γνωστό: μαγειρεύοντας τα στοιχεία με τη βοήθεια φυσικά κάποιων οίκων αξιολόγησης. Το έκαναν επειδή μας αγαπούν; Αυτοί δεν αγαπούν ούτε τις μανάδες τους. Μόνο τις αμαρτίες τους αγαπούν. Και από τέτοιες έχουν μπόλικες.
Το έκαναν γιατί τους θάμπωσε το ένδοξο παρελθόν μας; Αυτούς τους θαμπώνει κυρίως το χρώμα του χρήματος. Το έκαναν με το αζημίωτο. Μ’ άλλα λόγια, εφάρμοσαν την κλασική πρακτική τους: «εν τη παλάμη και ούτω βοήσομεν». Μήπως ξεγελάσαμε τους κουτόφραγκους;
Μήπως, δηλαδή, το δαιμόνιο της ελληνικής φυλής κατατρόπωσε τον ορθολογισμό των Δυτικών; Θα μας βόλευε πολύ να ισχύει αυτό, γιατί θα αποδεικνυόταν η υπεροχή μας (αιώνιο πλεονέκτημα γαρ) έναντι των βαρβάρων και επίσης θα αποστόμωνε τους εθνομηδενιστές που αρνούνται, οι άφρονες, να παραδεχτούν ότι είμαστε το περιούσιο έθνος.
Δυστυχώς, όμως, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Με τη σύμφωνη γνώμη των εταίρων έγινε ό,τι έγινε. Για να ακριβολογούμε, οι εταίροι έκαναν τα στραβά μάτια. Η αλήθεια πάντως είναι ότι καμία χώρα, ούτε καν η ισχυρή οικονομικά Γερμανία, δεν πληρούσε τα κριτήρια. Εκπτώσεις έγιναν για όλες. Σε άλλες ήταν μεγάλες, σε άλλες μικρές. Συνεπώς, θα μπορούσε να πει κανείς ότι δεν τους πιάσαμε Κώτσους τους Ευρωπαίους. Ηξεραν ότι λέγαμε ψέματα και αποφάσισαν να κάνουν πως δεν καταλαβαίνουν.
Ο σημερινός πρόεδρος της γερμανικής Βουλής φαίνεται ότι συμφωνεί με τον Γιάνη Βαρουφάκη ως προς το ένα σκέλος της αφήγησής του (ναι, αυτοί οι δυο συμφωνούν σε κάτι). Ο Σόιμπλε λέει ότι κακώς μπήκαμε και κακώς δεν βγήκαμε (το πρότεινε τρεις φορές: μία στον Γιώργο Παπακωνσταντίνου, μία στον Ευάγγελο Βενιζέλο και μία στον Αλέξη Τσίπρα), ενώ ο Βαρουφάκης έχει δηλώσει ότι «κακώς μπήκαμε, καλώς δεν βγαίνουμε».
Σ’ ένα σημείο πάντως έχει δίκιο βουνό ο κ. Σόιμπλε. Είπε στους Financial Times ότι εισηγήθηκε την αποχώρηση της Ελλάδας από την ευρωζώνη τουλάχιστον για μία δεκαετία επειδή «οι απαιτούμενες μεταρρυθμίσεις θα ήταν δύσκολο να εφαρμοστούν σε μια δημοκρατία».
Πράγματι, θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο έως απίθανο να δεχτούν πολίτες ευρωπαϊκών χωρών να υποστούν τέτοιο σοκ –μείωση του ΑΕΠ κατά 25%, ανεργία 28%, μαζικά λουκέτα, φτωχοποίηση, συντριβή της μεσαία τάξης– σε καιρό ειρήνης. Το παραδέχτηκε ακόμη και ο Σόιμπλε όταν τον ρώτησε ο Βαρουφάκης αν θα πρότεινε στη χώρα του ένα πρόγραμμα σαν κι αυτό που ήθελε να επιβάλει στην Ελλάδα. Στην Ελλάδα όμως πέρασε.
Δούλεψαν για να συμβεί τα κόμματα που ευθύνονται για τη χρεοκοπία και τα συστημικά μέσα ενημέρωσης που κατασκεύασαν θεωρίες συλλογικής ευθύνης. Το ανίερο αυτό μέτωπο εκμεταλλεύτηκε την κατάσταση που επικρατούσε στο συνδικαλιστικό κίνημα (σήμερα ακούμε τον επιθανάτιο ρόγχο του) και την πολυδιάσπαση της Αριστεράς.
Ανάγωγα
Ο ένας γράφει ότι «η ένταξη της κοινωνιολογίας στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση δεν είναι τίποτα άλλο παρά πλύση εγκεφάλου σε ανήλικους μαθητές» και γι’ αυτό «οι μαθητές του Λυκείου θα όφειλαν να μάθουν γιατί η κοινωνική δικαιοσύνη είναι μια δηλητηριώδης ουσία για την κοινωνία και γιατί είναι πολύ πιο επικίνδυνη από τη φυλετική καθαρότητα, που προήγαγε ο φασισμός».
Η άλλη ανακαλύπτει «μαρξιστική φράξια» στο Συμβούλιο της Επικρατείας επειδή μια απόφασή του είναι, κατά τη γνώμη της, εναντίον του επιχειρηματικού κέρδους. Και αναρωτιέσαι: Εχουμε να κάνουμε με φανατικούς ηλίθιους ή με κάτι χειρότερο, δηλαδή με νεοφιλελεύθερους φασίστες;