Γράφει ο Αντώνης Παπαγιαννίδης
Πηγή: naftemporiki.gr
Θα μας συγχωρήσει ο αναγνώστης να παραμείνουμε για μιαν ακόμη φορά -μετά τα σημειώματα της Τρίτης 12/3 και της Πέμπτης 14/3- στο ίζημα που μένει πίσω από τις διαδοχικές Εκθέσεις Ε.Ε. (επί 2), Moody’s, ΔΝΤ και τις παράλληλες πολιτικές (Eurogroup) ή πολιτικά τεχνοκρατικές (Ρέγκλινγκ/ESM, Euro Working Group) αποφάνσεις και διαρροές για τη συνέχεια που αναμένεται για την ελληνική οικονομία. Την οποία όλοι οι καλοί αυτοί φίλοι της ελληνικής περίπτωσης «βλέπουν» πλέον ευθέως εγκατεστημένη σε προεκλογική τροχιά – και τη χειρίζονται/μεταχειρίζονται αναλόγως! Επαναφέρουμε μερικά πράγματα που έτρεξαν, επειδή θεωρούμε ότι μας έρχεται «η βοή των πλησιαζόντων γεγονότων».
Αφορμή γι’ αυτήν τη νέα/πρόσθετη προσέγγιση είναι η επαναφορά και των προβληματισμών για μη απόσειση της δέσμευσης για 3,5% του ΑΕΠ σε πρωτογενές πλεόνασμα μέχρι και το 2022 από τον Κλάους Ρέγκλινγκ, με συνέντευξή του -προσοχή, εδώ!- στην κρατική ΕΡΤ. Όμως για μας η βαθύτερη αιτία είναι μια πληροφορία που ήδη ζουζουνίζει σχετικά με μελλοντική τοποθέτηση του ΔΝΤ. Τοποθέτηση στα πλαίσια της Έκθεσης του Άρθρου IV – της τακτικής, όχι ειδικής μεταμνημονιακής, παρακολούθησης της ελληνικής οικονομίας. Αυτή θα δημοσιοποιηθεί προς Ιούνιο μεριά, ώστε να αφεθούν οι εκλογικές αναμετρήσεις του Μαΐου να κυλήσουν χωρίς παρεμβολή παρασίτων και παρεμβολών.
Κατά τα διακινούμενα όμως, που ήδη κυκλοφορούν και στις Βρυξέλλες, η πλήρης τοποθέτηση του Ταμείου για την Ελλάδα θα κάνει εκείνην που μόλις χωνέψαμε -και που ήταν «μια στο καρφί και μια στο πέταλο», δηλαδή ανεκτή μεν πορεία του χρέους/εξυπηρετησιμότητα άμεσα και μεσοπρόθεσμα, πλην συσσωρευμένα σύννεφα σε βάθος χρόνου, ΣΥΝ μια αναπτυξιακά χλομή προοπτική, ευάλωτη σε αναταράξεις- να φαίνεται παιδικό πάρτι!
Το ΔΝΤ θα ξεδιπλώσει όλη του τη δυσπιστία, για ρυθμούς ανάπτυξης που θα μένουν επί καιρό κάτω από το κόστος νέου δανεισμού (=σκαρφάλωμα του χρέους, κι άλλο), αλλά και για απογοητευτική ανταγωνιστικότητα της παραγωγής, που θα διακυβεύσει την εξωτερική ισορροπία. Αυτά, συν νέες στρώσεις αμφιβολιών για την ευστάθεια του τραπεζικού τομέα. Αν αυτή η πρόβλεψη επαληθευθεί, θα έχουμε αναταράξεις.
Πάμε όμως πίσω, με αυτά πάντως προοπτικά κατά νουν από Ουάσιγκτον, στον Κλάους Ρέγκλινγκ να τον ξαναδιαβάσουμε κι αυτόν. Αξίζει:
Ο «καλός φίλος της Ελλάδας», πάντα συγκρατημένος και σαφώς προσεκτικός, δεν χάνει την ευκαιρία να θυμίζει ότι στον ESM του οποίου υπήρξε εξαρχής επικεφαλής (ο ESM δημιουργήθηκε το φθινόπωρο του 2011, άρχισε να λειτουργεί τον Ιανουάριο του 2013) ανήκουν κάπου 200 δισ. του ελληνικού χρέους. Οπότε αυτός και ο Μηχανισμός του αποτελούν ΤΟΝ δανειστή της Ελλάδας, τη στιγμή που το ΔΝΤ δεν έχει να «δείξει» παρά κάτι σαν 15 δισ. ευρώ. Του δε Ταμείου τα δάνεια, των οποίων τώρα προωθείται «πολιτική» πρόωρη αποπληρωμή, λήγουν έως και το 2024, ενώ τα δάνεια του ESM θα τα συζητούν τα παιδιά και τα εγγόνια των σημερινών χειριστών…
Οπότε η επιλογή του να εμφανισθεί τώρα ο Κλάους Ρέγκλινγκ προκειμένου να επαναλάβει τη γνώριμη mantra «η Ελλάδα έχει δεσμευθεί να εμφανίσει πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ μέχρι και το 2022», μαζί και με την υπόμνηση ότι αυτό «είναι και ήταν βασικό στοιχείο του Προγράμματος» δεν είναι τυχαία. Καθόλου.
Είχε προηγηθεί ένα κάποιο παρασκήνιο -δεν ξύπνησε ένα καλό πρωί η ΕΡΤ και η Ραλλού Αλεξοπούλου, να γυρέψει τη συνέντευξη Ρέγκλινγκ στις 13 Μαρτίου- με τις εντεινόμενες ανησυχίες των Βρυξελλών για το ότι «ξανανοίγει άκαιρα» η συζήτηση για το ελληνικό ζήτημα.
Ήταν που ήταν η ανακίνηση του ζητήματος των (μη-βιώσιμων, καθηλωτικών για την οικονομία) πρωτογενών πλεονασμάτων από τον Κυριάκο Μητσοτάκη ως κεντρικού στοιχείου της πλατφόρμας της Ν.Δ. – όσο κι αν ο Κυριάκος το πήγε κάπως πίσω, διαβεβαιώνοντας ότι πρώτα θα επιδείξει αξιοπιστία κλπ. φθάνοντας μέχρι και σε εκτέλεση του Προϋπολογισμού 2020 (δηλαδή μέχρι το μέσο της 5ετίας του συμφωνημένου 3,5% για όποιον δεν κατάλαβε). Ήρθε και η τοποθέτηση Ευκλείδη Τσακαλώτου στη Σχολή Διεθνών Σπουδών στη σεβάσμια Sciences Po, στο Παρίσι με την επισήμανση ότι η Ευρωζώνη θα χτίσει μέσα της «σοβαρά προβλήματα» άμα υπάρξουν «χώρες διαφορετικών ταχυτήτων όσον αφορά το ύψος του χρέους». (Ενώ παρ’ ημίν περισσότερο προσέχθηκε η εκεί παραδοχή Τσακαλώτου ότι το 2015 «επιδιώξαμε να διαπραγματευθούμε, αλλά ηττηθήκαμε», στους έξω εκείνο που έμεινε ήταν η ανακίνηση -πάλι!- θέματος του ύψους του ελληνικού χρέους.)
Προβλέποντας, λοιπόν, και ξαναδιαβάζοντας αισθανόμαστε ένα σαφές χαλινάρι να ξαναμπαίνει στην Ελλάδα. Όχι στην κυβέρνηση ή στην αντιπολίτευση – αλλά… στη χώρα.