Γράφει ο Μπάμπης Παπαδημητρίου
Πηγή: kathimerini.gr
Κάθε εβδομάδα που περνά αδειάζει το προεκλογικό καλάθι του κ. Τσίπρα. Ο,τι ήταν να μοιράσει, το μοίρασε. Οι επιτελείς του Μαξίμου αντιλαμβάνονται πόσο επικίνδυνο θα είναι να αφήσουν τον κόσμο να ζυγίσει δύο κρίσιμα για την ψήφο του ζητήματα. Ποιες είναι οι προοπτικές της οικονομίας και πώς θα ωφεληθεί ο ίδιος; Ποιος είναι ικανότερος διαχειριστής;
Ο κ. Μητσοτάκης κρίνεται, εδώ και πολλές εβδομάδες, ικανότερος να διαχειριστεί την επόμενη μέρα. Οσο κι αν ο κ. Τσίπρας κέρδισε πόντους με τη «σιδερένια πυγμή» που έδειξε όταν απαίτησε και έλαβε «δήλωση φρονημάτων» από τους «ανεξάρτητους» βουλευτές της πλειοψηφίας, προκειμένου να κλείσει αμέσως το Σκοπιανό.
Εξάλλου και ο κ. Μητσοτάκης κατανόησε πως η Ν.Δ. έχει κερδίσει από την επιλογή της «εθνικής γραμμής» που είχε χαράξει ο Κώστας Καραμανλής στο Βουκουρέστι. Είναι όμως καιρός να γυρίσει σελίδα και να στρέψει τη συζήτηση στις προτάσεις της για την επαναφορά της οικονομίας σε θετική τροχιά.
Σε αυτή την προσπάθειά του, ο κ. Μητσοτάκης βρήκε δύο αναπάντεχους συμμάχους. Το «δάνειο Πολάκη» κατέστρεψε την ελάχιστη αξιοπιστία που είχε απομείνει στον μόνο πολιτικό εισαγγελέα των υποθέσεων Novartis-ΚΕΕΛΠΝΟ. Δεύτερος και πολύ πιο χρήσιμος «σύμμαχος» υπήρξε ο κ. Τσακαλώτος. Ο υπουργός Οικονομικών υποσχέθηκε να υποστηρίξει τον κ. Μητσοτάκη προκειμένου να συμφωνήσουν οι Ευρωπαίοι στην περικοπή του στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα, όπως το διατύπωσε ο αρχηγός της αντιπολίτευσης, μιλώντας στο παγκόσμιο δίκτυο ενημέρωσης του CNBC είπε: «Δώστε μου 12 μήνες να πείσω τους πιστωτές μας και τις διεθνείς αγορές ότι πραγματικά εννοούμε όσα λέμε (δηλαδή) ότι η Ελλάδα μπορεί στ’ αλήθεια να αλλάξει, ώστε οι μεταρρυθμίσεις να γίνονται επειδή πιστεύουμε σε αυτές που εμείς οι ίδιοι έχουμε προτείνει».
Η «ταύτιση» έχει ιδιαίτερη αξία αν τη δούμε σε συνάρτηση με τον χρόνο των εκλογών. Είναι προφανές ότι οι εταίροι δεν έχουν κανένα λόγο να συζητήσουν με την παρούσα κυβέρνηση οποιαδήποτε αλλαγή του προγράμματος. Δεν θα ήθελαν με κανέναν τρόπο να κατηγορηθούν για ανάμειξή τους στην πορεία των ελληνικών εκλογών.
Αυτές είναι κουβέντες και «δώρα» για μια φρεσκοεκλεγμένη πλειοψηφία. Η χώρα μπορεί να κερδίσει πολύ από τον χρόνο που συνεχώς σπαταλά ο κ. Τσίπρας, αν αντιληφθεί το όφελος που θα υπάρξει, εφόσον την επομένη της δύσκολης αναμέτρησης για το Ευρωκοινοβούλιο, η κυβέρνηση έχει ορίζοντα τετραετίας αντί ολίγων μηνών.
Γνωρίζουμε, ήδη, ότι ο αναμενόμενος νέος πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ο κ. Manfred Weber, φίλος του κ. Μητσοτάκη, θα υποστηρίξει την αναθεώρηση του πλεονάσματος από το 3,5% στο 2,5% ή και χαμηλότερα. Γνωρίζουμε, επίσης, ότι ο κ. Μητσοτάκης υποσχέθηκε να χρησιμοποιήσει το 80% αυτής της επιτυχίας για την περαιτέρω μείωση των φόρων. Το ποσό που προκύπτει είναι μεγάλο και είναι ικανό να βάλει φωτιά στην κοιμισμένη οικονομία.
Επιπλέον, η διεξαγωγή των εκλογών αίρει τη βασική αμφιβολία, που είναι κατά πόσον η κυβέρνηση είναι υπέρ των φόρων ή υπέρ των επενδύσεων. Η αρνητική απάντηση είναι που εμπόδισε, μόλις προχθές, τόσο την εταιρεία αξιολογήσεων Fitch όσο και την παγκόσμια τράπεζα Citibank να αλλάξουν την απαισιόδοξη μεσοπρόθεσμη εκτίμησή τους για την ελληνική οικονομία. Γι’ αυτό όσοι σχεδιάζουν κάποια νέα επένδυση, συναρτούν τις κινήσεις τους από τον χρόνο των εκλογών.
Κάπως έτσι, κάθε εβδομάδα που περνά, φέρνει τις εκλογές πιο κοντά στον χρήσιμο χρόνο τους, την άνοιξη. Εχουμε χίλιους λόγους να συντονίσουμε τα βήματά μας με τα άλλα ευρωπαϊκά κράτη (π.χ. εκλογές στην Ισπανία, διαβούλευση στη Γαλλία), να πάρουμε τη νέα ρύθμιση χρέους, να κλείσουμε την αξιολόγηση, να πείσουμε τις αγορές να μας δανείσουν φθηνά, να απελευθερώσουμε τη ρευστότητα που κρατά στο μαξιλάρι η κυβέρνηση, να μπουν μπροστά χωρίς χρονοτριβή όλες οι επενδύσεις που έχουν κολλήσει, να εφαρμοστεί μια λειτουργική λύση για τα κόκκινα δάνεια, να αναβιώσουν οι δημόσιες επενδύσεις, να λειτουργήσει επιτέλους η πραγματική οικονομία. Καμία δυτικού τύπου οικονομία δεν προοδεύει περιμένοντας τον «αρχηγό» να μοιράσει χρήματα που πήρε φορολογώντας τις ζωές των άλλων.