«
H αύξηση του κατώτατου μισθού και η κατάργηση του υποκατώτατου μισθού για τους νέους αποδεικνύουν στην πράξη ότι η έξοδος από τα μνημόνια έχει άμεσο και απτό αποτύπωμα στην καθημερινότητα των εργαζομένων», τονίζει σε συνέντευξή της στην εφημερίδα ”ΝΕΑ ΣΕΛΙΔΑ” η Υπουργός Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, Έφη Αχτσιόγλου.
Άμεσοι στόχοι για το επόμενο διάστημα είναι «η περαιτέρω μείωση της ανεργίας, η ενίσχυση του εισοδήματος των εργαζομένων και η συνεπέστερη τήρηση των κανόνων στην αγορά εργασίας. Στην προσπάθεια αυτή, πέρα από όσα νομοθετούμε, κεντρικό ρόλο αναλαμβάνει το Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας που παρεμβαίνει στους χώρους δουλειάς και ελέγχει την τήρηση των κανόνων, μεταξύ αυτών και την πληρωμή του νέου αυξημένου κατώτατου μισθού», επισημαίνει η Υπουργός Εργασίας.
Η κ. Αχτσιόγλου υπογραμμίζει ότι «ΝΔ και ΚΙΝΑΛ χρησιμοποιούν επιχειρήματα που δεν αντέχουν σε σοβαρή κριτική. Θα πρέπει πρώτα απ’ όλα να αναμετρηθούν με τα πεπραγμένα τους. Η μείωση του εργατικού κόστους ήταν πολιτική επιλογή της συγκυβέρνησης ΝΔ – ΠΑΣΟΚ, που περιέκοψε εν μία νυκτί το 2012 τον κατώτατο μισθό κατά 22% και κατά 32% για τους νέους και ταυτόχρονα ανέστειλε τις συλλογικές διαπραγματεύσεις στη χώρα, δηλαδή τη δυνατότητα των εργαζόμενων να επιτυγχάνουν αυξήσεις στους μισθούς τους» και προσθέτει ότι «από την πλευρά μας θέσαμε ως στόχο την αντιστροφή αυτής της κατάστασης. Γι’ αυτό προχωρήσαμε σε μία σημαντική αύξηση του κατώτατου μισθού της τάξης του 11% και 27% για τους νέους. Γι’ αυτό επαναφέραμε τις συλλογικές διαπραγματεύσεις στη χώρα. Γι’ αυτό μειώσαμε την ανεργία περισσότερο από οχτώ μονάδες. Επιστρέφουμε, έτσι, στους εργαζόμενους ένα μέρος απ’ όσα τους αφαίρεσαν οι πολιτικές λιτότητας των προηγούμενων κυβερνήσεων».
Όσον αφορά στο αφορολόγητο, σημειώνει ότι «παρά την αύξηση του κατώτατου μισθού, όσοι αμείβονται με αυτόν εξακολουθούν να βρίσκονται κάτω από το αφορολόγητο όριο. Σε όσους, δε, από την αξιωματική αντιπολίτευση επικαλούνται το μέτρο της μείωσης του αφορολογήτου το 2020, θα συνιστούσα να το αποφεύγουν γιατί εκτίθενται. Ακριβώς όπως συνέβη και με το μέτρο της μείωσης των συντάξεων που ακυρώθηκε. Εκτίθενται και αποδεικνύουν ότι στην πραγματικότητα αυτά τα μέτρα είναι ήδη ενταγμένα στις δικές τους προγραμματικές θέσεις».
Αναφορικά, τέλος, με τα περιθώρια σύγκλισης των προοδευτικών δυνάμεων στην Ελλάδα, η κ. Αχτσιόγλου τονίζει ότι «η Συμφωνία των Πρεσπών επιτάχυνε αυτή τη συζήτηση. Όμως σε καμία περίπτωση αυτό δεν αρκεί. Για να υπάρξει σύγκλιση, θα πρέπει να έχει αναφορά σε σειρά κορυφαίων ζητημάτων που άπτονται πρωτίστως της οικονομίας, της εργασίας και του κοινωνικού κράτους. Μπροστά μας έχουν ξεδιπλωθεί δυο εξαιρετικά διακριτά και ανταγωνιστικά μεταξύ τους σχέδια. Από τη μία αυτό που θέτει στο επίκεντρο της ενίσχυση της εργασίας και την εξυπηρέτηση των αναγκών της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας. Από την άλλη αυτό που προωθεί τη συμπίεση των εργαζομένων και την εξυπηρέτηση των προτεραιοτήτων της οικονομικής ελίτ. Η ξεκάθαρη τοποθέτηση αποτελεί βασική προϋπόθεση για τη σύγκλιση των προοδευτικών δυνάμεων».