Σημεία ομιλίας του Βουλευτή Β’ Αθηνών και Τομεάρχη Εξωτερικών της Νέας Δημοκρατίας κ. Γιώργου Κουμουτσάκου, κατά τη συζήτηση στην Ολομέλεια της Βουλής της κύρωσης της Συμφωνίας των Πρεσπών.
Το ζήτημα του καθορισμού του οριστικού ονόματος της γειτονικής χώρας μαζί με όλα όσα αυτό εμπεριέχει και συμπαρασύρει, γλώσσα, εθνότητα, ταυτότητα, κλπ, αποτελούν τη σύγχρονη έκφραση του «μακεδονικού» ζητήματος που απασχολεί την Ελλάδα και τα Βαλκάνια από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, από το 1870 συγκεκριμένα, έως σήμερα.
Το Μακεδονικό, λοιπόν, για το οποίο έχει χυθεί ελληνικό αίμα και για το οποίο έχουν δοθεί σκληροί πολιτικοί, διπλωματικοί και εθνικοί αγώνες, αφορούσε και αφορά, σωρευτικά, τρία ζητήματα ζωτικής σημασίας για την Ελλάδα: έδαφος, ταυτότητα και αποφυγή έγερσης – δημιουργίας μειονοτικού ζητήματος στην Ελλάδα.
Και τα τρία αυτά ζητήματα- μαζί- προσπάθησαν να λύσουν με τρόπο εθνικά αποδεκτό όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις από το 1990 και μετά.
Εάν δεν κατέληξαν σε συμφωνία λύσης, είναι όχι γιατί δε το ήθελαν αλλά γιατί δεν ήταν διατεθειμένες να αποδεχθούν οποιαδήποτε λύση. Γιατί η εμμονή των Σκοπίων σε θέσεις ιστορικά, πολιτικά, ιστορικά και διπλωματικά απαράδεκτες εμπόδισαν την εξεύρεση μιας αμοιβαία αποδεκτής λύσης.
Και ουδείς έχει το δικαίωμα, Κυρίες και Κύριοι συνάδελφοι του ΣΥΡΙΖΑ, και λοιποί πρόθυμοι, να κατηγορεί τις προηγούμενες κυβερνήσεις γιατί δεν ενέδωσαν στις ανιστόρητες επιθυμίες και επιδιώξεις των Σκοπίων, αλλά και άλλων, που ήθελαν και πίεζαν για μια άρον άρον τακτοποίηση.
Που έσπρωχναν την Ελλάδα να αποδεχτεί μια οποιαδήποτε λύση. Μια λύση για τη λύση. Εσείς λοιπόν που συνθηκολογήσατε δεν μπορείτε, δεν έχετε το δικαίωμα να κατηγορείτε εμάς που δε συνθηκολογήσαμε.
Κυρίες και Κύριοι Συνάδελφοι,
Εκείνα τα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής που είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με ανοικτά θέματα προσδιορισμού ταυτότητας, εθνικών πεποιθήσεων και αντιλήψεων για την πολιτιστική κληρονομιά, την ιστορία, την αξιοπρέπεια και την εθνική υπερηφάνεια, είναι ιδιαίτερα πολύπλοκα. Γι᾽ αυτό εξαιρετικά δύσκολα να επιλυθούν.
Ακριβώς γιατί έχουν να κάνουν με την αίσθηση και την αντίληψη περί ταυτότητας, ενός λαού, ενός έθνους.
Ακριβώς γι᾽ αυτό τον λόγο, οι λύσεις και οι συμφωνίες σε τέτοιου είδους ζητήματα είναι απόλυτα αναγκαίο να έχουν πολύ ισχυρή και διπλή νομιμοποίηση.
Όχι μόνον θεσμική και τυπική, όπως η κύρωσή τους από τη Βουλή, αλλά— και κυρίως θα έλεγα— νομιμοποίηση πολιτική και ουσιαστική.
Δηλαδή, τη μέγιστη δυνατή αποδοχή τους από το λαό, από τους πολίτες. Κάθε υπεύθυνη και σοβαρή κυβέρνηση, λοιπόν, που αποφασίζει να διαπραγματευθεί και τελικά να συμφωνήσει για τέτοια ζητήματα έχει ένα ύψιστο καθήκον.
Να διαμορφώνει εξαρχής συνθήκες εθνικής συνεννόησης.
Να οικοδομεί εμπιστοσύνη μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων και των πολιτών.
Να κτίζει βήμα- βήμα ένα αρραγές μέτωπο εθνικής ενότητας.
Αυτό για το οποίο σας προειδοποίησε εγκαίρως ο Κυριάκος Μητσοτάκης, όταν διατράνωνε ότι «δεν θα διχάσω του Έλληνες για να ενώσω τους Σκοπιανούς».
Δηλαδή ό,τι ακριβώς δεν πράξατε, δε θελήσατε ή ήσασταν ανίκανοι να κάνετε εσείς.
Χρησιμοποιήσατε ένα εθνικό θέμα, όχι τόσο για να επιτύχετε μια πραγματικά συμφέρουσα λύση όσο για να χτυπήσετε τους πολιτικούς σας αντιπάλους. Για να τους διαλύσετε και να τους διχάσετε. Το είχε άλλωστε πει σε ανύποπτο χρόνο ο ίδιος ο Πρόεδρος της Βουλής ο κος Βούτσης.
Το τέρας όμως που κατασκευάζατε κτύπησε πρώτα εσάς. Η συγκυβέρνησή σας διαλύθηκε. Αναγκαστήκατε, έστω και συνεννοημένα, να τραβήξετε χωριστούς δρόμους με τον χθεσινό κυβερνητικό σας εταίρο , τον Πάνο Καμμένο. Και τώρα, Κυρίες και Κύριοι του ΣΥΡΙΖΑ, αναγκάζεστε, προσπαθείτε να περιμαζεύετε στήριξη από τα περιφερόμενα πολιτικά αζήτητα που παρεπιδημούν στη Βουλή των Ελλήνων τα τελευταία χρόνια.
Πρέπει να παραδεχτώ ότι με άλλα κόμματα τα καταφέρατε. Το σκοτεινό σας σχέδιο απέδωσε.
Όχι όμως με τη Νέα Δημοκρατία. Που ενώ ήταν ο κύριος στόχος σας, παρέμεινε ισχυρή, ενωμένη και συμπαγής. Πρώτη πολιτική δύναμη σήμερα, ισχυρή κυβέρνηση αύριο.
Επανέρχομαι όμως τώρα στο κεφαλαιώδες ζήτημα της εθνικής ενότητας.
Δεν τη θελήσατε. Κρατήσατε εσκεμμένα τις πολιτικές δυνάμεις στο σκοτάδι. Λοιδορήσατε και επιχειρήσατε να απαξιώσετε την βροντερή έκφραση του λαϊκού αισθήματος, που είναι όπως σας είπα απαραίτητο στήριγμα, ειδικά για τέτοιου, ταυτοτικού χαρακτήρα, διεθνείς, διακρατικές συμφωνίες. Διαπράξατε έτσι ένα διπλό λάθος. Δεν αξιοποιήσατε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων τη δύναμη που σας έδινε το λαϊκό αίσθημα και δεύτερον, το χαρίσατε, το ταυτίσατε και το χαρίσατε αυτοκτονικά στη φασίζουσα άκρα δεξιά. Αντί να ενώσει, δίχασε.
Και η ιστορία έχει ήδη καταγράψει αυτό το διπλό ατόπημά σας.
Ακριβώς το αντίθετο από εσάς έκανε η Κυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή όταν διαπραγματευόταν το όνομα. Τόσο ο τότε Υπουργός Εξωτερικών Πέτρος Μολυβιάτης όσο και η Ντόρα Μπακογιάννη με οδηγίες του τότε Πρωθυπουργού ενημέρωναν αδιάλειπτα, ειλικρινά και ουσιαστικά τις πολιτικές δυνάμεις της χώρας για κάθε στάδιο της διαπραγμάτευσης. Όχι μόνο γιατί ήθελαν, αλλά γιατί πίστευαν στην εθνική ενότητα, ως θεμελιώδη παράγοντα ισχύος για τη χώρα.
Με ισχυρό εθνικό μέτωπο πήγαν και στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι στο 2008 και πέτυχαν μια μεγάλη διπλωματική εθνική νίκη. Κατέστησαν ομόφωνη θέση ολόκληρης της Συμμαχίας τη θέση της Ελλάδας ότι τα Σκόπια δε θα μπουν στο ΝΑΤΟ εάν δεν υπάρξει πρώτα αμοιβαία αποδεκτή λύση στο ονοματολογικό, δηλαδή λύση με την οποία θα συμφωνούσε η Ελλάδα.
Αυτή την προσπάθεια κάποιοι όμως την υπέσκαπταν. Εσείς. Όταν λίγες μέρες πριν την κρίσιμη μάχη του Βουκουρεστίου υιοθετήσατε ψήφισμα που έλεγε «δεν υπάρχει κανένα “εθνικό συμφέρον” που να διακυβεύεται αν δοθεί η δυνατότητα στη γειτονική χώρα να διατηρήσει τη συνταγματική της ονομασία». Ποιοι υπογράφουν; Ο κ. Γαβρόγλου, ο κ Τσακαλώτος, ο κ. Καρανίκας, η κα Χριστοδουλοπούλου και πολλοί άλλοι.
Αυτή η θέση, δηλαδή το γνωστό “μη λύση- μη πρόσκληση” επαναλήφθηκε δεκάδες φορές έκτοτε τόσο στο ΝΑΤΟ όσο και στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Κατέστη έτσι ένα πανίσχυρο διαπραγματευτικό όπλο για τη χώρα μας. Όπλο που κληροδότησε η Κυβέρνηση Καραμανλή στις επόμενες κυβερνήσεις. Αυτό το ισχυρό διπλωματικό και διαπραγματευτικό όπλο το κληρονομήσατε και εσείς. Το κληρονομήσατε χωρίς να μοχθήσετε για αυτό. Ίσως και γι᾽αυτό το λόγο σπαταλήσατε σε ένα εθνικά επιζήμιο συμβιβασμό.
Το γιατί αυτή η συμφωνία είναι ένας ετεροβαρής, σε βάρος της Ελλάδας, συμβιβασμός, το έχουμε επανειλημμένως αναδείξει με κάθε τρόπο. Με σοβαρά επιχειρήματα που αδυνατείτε να απαντήσετε και να ανατρέψετε. Οι δικολαβίες δεν είναι επιχειρήματα, Κυρίες και Κύριοι της Κυβέρνησης. Είναι απόδειξη αμηχανίας και αδυναμίας.
Κάνατε υποχωρήσεις που καμία άλλη κυβέρνηση δεν είχε κάνει πριν από εσάς. Δώσατε με την υπογραφή σας τη συγκατάθεση της Ελλάδας στην αναγνώριση “μακεδονικής” γλώσσας, “μακεδονικής” εθνότητας και ταυτότητας. Η συνδιάσκεψη του ΟΗΕ του 1977 που επικαλείσθε, για τη γλώσσα, ήταν μια τεχνικού χαρακτήρα διάσκεψη. Αυτό λέει η ίδια η Γραμματεία του ΟΗΕ. Αυτό λέει ο Καθηγητής Μπαμπινιώτης, αυτό επιβεβαιώνουν οι σταθερές, διαχρονικές οδηγίες του Υπουργείου των Εξωτερικών, που ζητούσαν απ᾽όλους τους διπλωμάτες και τις διπλωματικές αρχές να δηλώνουν την αντίθεσή τους και να εγείρουν επιφυλάξεις κάθε φορά που το επίθετο “μακεδονικός”, “μακεδονική”, “μακεδονικό” εμφανιζόταν σε διεθνή κείμενα και έγγραφα. Και αντί να υιοθετείτε την ελληνική θέση και ελληνική ερμηνεία των πραγμάτων, κάνατε δικούς σας τους ισχυρισμούς των Σκοπίων.
Ως προς την εθνότητα, τα επιχειρήματα είναι καταλυτικά. Σήμερα θα προσθέσω μόνον ένα. Που βάζει οριστικό τέλος στους ισχυρισμούς σας. Και θα το κάνω αξιοποιώντας έγγραφα του Υπουργείου Εξωτερικών από εκείνα που αποχαρακτήρισε και απαράδεκτα μοίρασε ως φέιγ βολάν ο πρώην Υπουργός Εξωτερικών.
Σε ένα από αυτά λέει ότι σχετικά «με τα θέματα των επιθέτων, η κυρία Υπουργός (Ντόρα Μπακογιάννη) επισήμανε και πάλι στον συνομιλητή της (τον κύριο Νίμιτς) ότι για τους κατοίκους της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας συμφωνεί μόνο με την ορολογία κάτοικοι / citizens ofκαι σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να δεχθεί για τους κατοίκους τον όρο Macedonians».
Αυτό πρώτα απ όλα συνιστά την εθνική θέση που δεν την επαναλαμβάνετε. Και δεύτερον αποδεικνύει ποια ήταν η δική μας θέση και πως εμείς διαπραγματευτήκαμε. Όχι με τα επιχειρήματα των Σκοπιανών αλλά τα δικά μας.
Σήμερα, με τη συμφωνία των Πρεσπών τα Σκόπια εξασφαλίζουν:
α. την αναγνώριση εκ μέρους της Ελλάδας ότι οι πολίτες της Βόρειας Μακεδονίας θα ονομάζονται «Μακεδόνες/πολίτες της Βόρειας Μακεδονίας» (Μέρος 1, Άρθρο 1, παρ. 3β).
β. Χρήση του όρου nationality (που μεταφράζεται και ως ιθαγένεια και ως εθνικότητα) αντί αυτή του όρου citizenship (που αποδίδει καλύτερα την έννοια της σχέσης του πολίτη με το κράτος) (Μέρος 1, Άρθρο 1, παρ. 3β).
γ. Αναγνώριση της γλώσσας ως «μακεδονικής», έστω και αν πρόκειται για σλαβική γλώσσα (Μέρος 1, Άρθρο 1, παρ. 3γ).
δ. Αναγνώριση από την Ελλάδα και ελευθερία χρήσης των ακρωνύμιων MK και MKD («Makedonija») αντί ΝΜ ή ΝΜΚ (North Macedonia) (Μέρος 1, Άρθρο 1, παρ. 3ε).
ε. Αναγνώριση «μακεδονικής» ταυτότητας μέσω της επαναλαμβανόμενης αναφοράς αυτής στο Σύνταγμα των Σκοπίων.
στ. Αναφορά μόνο σε «βόρεια περιοχή του Πρώτου Μέρους» αντί μιας ξεκάθαρης αναφοράς σε Ελληνική Μακεδονία (Μέρος 1, Άρθρο 7, παρ. 2).
ζ. Αναγνώριση και ενίσχυση του αφηγήματος περί εθνικής «μακεδονικής» ταυτότητας (με εξαίρεση μόνο της ελληνικής αρχαίας ιστορίας) (Μέρος 1, Άρθρο 7, παρ. 4).
η. Έναρξη διαδικασίας για την ένταξη στο ΝΑΤΟ με την ολοκλήρωση της συνταγματικής αναθεώρησης, άσχετα από το εάν κυρωθεί η συμφωνία ή όχι (Μέρος 1, Άρθρο 2, παρ. 4β,(ι) και (ιι)).
θ. Δυνατότητα έναρξης ενταξιακών διαπραγματεύσεων στην ΕΕ (Μέρος 1, Άρθρο 2, παρ. 4α).
ι. Δέσμευση της Ελλάδας να μην αντιταχθεί όχι μόνο στην υποψηφιότητα αλλά και στην ένταξη της «Βόρειας Μακεδονίας» σε διεθνείς οργανισμούς χωρίς οποιαδήποτε άλλη προϋπόθεση. Δηλαδή ακόμα και αν τα Σκόπια δεν πληρούν τα κριτήρια ένταξης (Μέρος 1, Άρθρο 2, παρ. 1).
ια. Συζήτηση για χρήση εμπορικών ονομασιών, σημάτων και επωνυμιών (Μέρος 1, Άρθρο 1, παρ. 3θ).
ιβ. Σύσταση διεπιστημονικής επιτροπής, η οποία θα εξετάσει τον τρόπο διδασκαλίας της ιστορίας και των δύο χωρών ώστε να αρθούν οι αλυτρωτικές αναφορές. Πρόκειται για έμμεση αλλά σαφή παραδοχή ότι και η Ελλάδα τρέφει και εκείνη αλυτρωτικές βλέψεις εναντίον των Σκοπίων!!!! (Μέρος 1, Άρθρο 1, παρ. 3θ).
Σε όλα αυτά τα αρνητικά θα προσθέσω ακόμα ένα, και απαιτώ μια πλήρη και κατηγορηματική απάντηση, από την Κυβέρνηση, από τον Πρωθυπουργό και Υπουργό Εξωτερικών της Χώρας.
Λέει το Άρθρο 2, παράγραφος 1 της Συμφωνίας:
Το Πρώτο Μέρος, δηλαδή η Ελλάδα, συμφωνεί να μην αντιταχθεί στην υποψηφιότητα ή την ένταξη του Δεύτερου Μέρους, δηλαδή των Σκοπίων, της Βόρειας Μακεδονίας, υπό το όνομα και τις ορολογίες του Άρθρου 1(3) της παρούσας Συμφωνίας, σε διεθνείς, πολυμερείς και περιφερειακούς Οργανισμούς και θεσμούς, όπου το πρώτο μέρος είναι μέλος.
Και η Παράγραφος 3:
Από τη θέση σε ισχύ της παρούσας Συμφωνίας κατ᾽εφαρμογήν του Άρθρου 1 αυτής, το Πρώτο Μέρος θα κυρώσει οποιαδήποτε Συμφωνία προσχώρησης του Δεύτερου Μέρους σε διεθνείς οργανισμούς , στους οποίους το πρώτο Μέρος είναι μέλος.
Δεσμεύεται, λοιπόν, η Ελλάδα, ακόμα και εάν για ουσιαστικούς λόγους που άπτονται των εθνικών της συμφερόντων, πιστεύει ότι τα Σκόπια δεν θα πρέπει να γίνουν μέλος ενός Οργανισμού, να μη μπορεί να το πράξει. Αλλά να είναι αυτόματα δεσμευμένη στην υποστήριξη των Σκοπίων.
Ισχύει αυτό και για τα διαπραγματευτικά κεφάλαια στη διαδικασία εντάξεως στην Ευρωπαϊκή Ένωση;
Εάν παραδείγματος χάρη στο ενταξιακό κεφάλαιο των Σκοπίων για τη γεωργία προκύπτουν αρνητικές συνέπειες για τα συμφέροντα των Ελλήνων αγροτών, η Ελλάδα θα μπορεί να αρνηθεί το άνοιγμα ή το κλείσιμο αυτού του κεφαλαίου; Ή θα είναι υποχρεωμένη να δεχτεί τα πάντα στη βάση αυτής της Συμφωνίας; Επειδή με τα εθνικά συμφέροντα δεν παίζουμε, περιμένω άμεση απάντηση.
Αναφέρθηκα σε μια από τις πολλές παγίδες που κρύβει για την Ελλάδα η Συμφωνία των Πρεσπών. Υπάρχουν και άλλες. Που αφορούν σε ένα κουτσουρεμένο erga omnes και μια ελλειμματική, προσχηματική αναθεώρηση, που διατηρεί τις αναφορές σε “μακεδονικό” λαό και “μακεδονικό” κράτος.
Κλείνω, με ένα κορυφαίο ζήτημα που έχει προκύψει. Την ήδη συντελεσθείσα πρώτη παραβίαση της Συμφωνίας από τα Σκόπια. Και μάλιστα παραβίαση για ένα απολύτως κομβικό ζήτημα. Δηλαδή την αναθεώρηση του Συντάγματος.
Ζητήσαμε επανειλημμένως και με επιμονή τις τελευταίες ημέρες το κείμενο του Συντάγματος με ενσωματωμένες τις τροπολογίες που έγιναν. Η Κυβέρνηση δεν μπόρεσε να το παρουσιάσει στη Βουλή των Ελλήνων. Όχι κατ᾽ανάγκη γιατί δεν ήθελε. Αλλά γιατί δεν μπορούσε και δεν μπορεί, αφού τα Σκόπια, κατά παράβαση της Συμφωνίας των Πρεσπών, αρνούνται να θέσουν σε ισχύ τις αναθεωρηθείσες διατάξεις.
Τι λέει η Συμφωνία των Πρεσπών στο Άρθρο 1, Παράγραφος 4, εδάφια ε και ζ;
Λέει ότι πρώτα πρέπει να ισχύσει η Αναθεώρηση και μετά να κυρώσει η Ελλάδα τη Συμφωνία. Τι λέει η ρηματική διακοίνωση; Το ακριβώς αντίθετο. Ότι πρώτα πρέπει να κυρώσει η Ελλάδα, όχι μόνο τη Συμφωνία των Πρεσπών, αλλά και το Πρωτόκολλο Ένταξης στο ΝΑΤΟ, και μετά να τεθούν σε ισχύ οι τροπολογίες του Συντάγματος.
Γιατί το θέτω αυτό; Διότι είναι πρόκριμα της συμπεριφοράς των Σκοπίων όταν θα κληθούν να εφαρμόσουν τη συμφωνία.
Πριν αλέκτωρ λαλήσει, τα Σκόπια παραβίασαν την Συμφωνία των Πρεσπών. Και αντί η Κυβέρνηση να αντιδράσει με δική της ρηματική διακοίνωση ζητώντας εξηγήσεις, ο Πρωθυπουργός και Υπουργός Εξωτερικών την ανακοίνωσε περιχαρής στη Βουλή των Ελλήνων.
Αδυναμία κατανόησης, σκοπιμότητα, ανικανότητα, δόλος, εσκεμμένη παραπλάνηση; Σοβαρευτείτε επιτέλους. Με τα εθνικά θέματα δεν παίζουμε. Εσείς όμως το έχετε συνήθεια.
Το 2008, λίγο πριν την εθνική μάχη του Βουκουρεστίου, πολλά μέλη του ΣΥΡΙΖΑ, σήμερα μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου, υποθηκεύσατε την εθνική προσπάθεια, υιοθετώντας κείμενο στο οποίο δηλώνατε ότι “δεν διακυβεύεται κανένα εθνικό συμφέρον αν δοθεί η δυνατότητα στα Σκόπια να διατηρήσουν τη συνταγματική τους ονομασία,” δηλαδή το “Δημοκρατία της Μακεδονίας.” Αυτά κάνατε. Λυπάμαι που θα το πω. Αυτοί είστε.
Κυρίες και Κύριοι του ΣΥΡΙΖΑ, και λοιποί πρόθυμοι,
Φέρατε μια επιζήμια συμφωνία που αποτελεί θερμοκήπιο για ανάπτυξη εθνικισμού και αλυτρωτισμού. Γιατί ακριβώς αυτό είναι ο συνδυασμός του ονόματος «Βόρεια Μακεδονία» με την αποδοχή εκ μέρους της Ελλάδας ύπαρξης «μακεδονικής» γλώσσας και εθνότητας. Είναι εύφορο έδαφος για τη διατήρηση του ιδεολογήματος του «Μακεδονισμού».
Δεν πρόκειται λοιπόν να την ψηφίσουμε. Είμαστε απέναντι σε αυτή την εθνικά επιζήμια συμφωνία.
Θέλουμε να σας εμποδίσουμε να διαπράξετε ακόμα ένα μεγάλο εθνικό λάθος. Από εκείνα που αν συμβούν πολύ δύσκολα διορθώνονται.
Ήρθε η ώρα της ευθύνης λοιπόν.
Ήρθε η ώρα για το μεγάλο “ναι” και το μεγάλο “όχι”. Εμείς λέμε ένα βροντερό όχι. Εσείς ένα επιζήμιο ναι. Και να το ξέρετε. Αυτό, ο ελληνικός λαός και η ιστορία δε θα σας το συγχωρέσουν.
H πορεία της πτώσης σας έχει ήδη αρχίσει.
Το πεπρωμένο φυγείν αδύνατον.