Γράφει ο Μπάμπης Παπαδημητρίου
Πηγή: kathimerini.gr
Στην εικοσαετία του ευρώ (2000-2019), το κράτος θα έχει πληρώσει για τόκους του δημοσίου χρέους το ποσό των 180 δισ. ευρώ. Οσο περίπου το σημερινό ετήσιο ΑΕΠ. Τα περισσότερα από τα χρήματα αυτά, θα τα έχουμε πληρώσει στο εξωτερικό. Μη βιαστείτε αν δεν σκεφθείτε πόσα πολλά κεφάλαια δανειστήκαμε την ίδια περίοδο.
Ξεκινήσαμε με δημόσιο χρέος γύρω στα 130 δισ., που έφτασε σήμερα στα 370 δισ. ευρώ. Σχεδόν όλα τα δανειστήκαμε, μέχρι το 2010, από ξένους ιδιώτες και με τη μεγάλη κρίση τα ανταλλάξαμε με τα μνημόνια. Αιτία του χρέους είναι, όπως με τον χειρότερο τρόπο διδαχθήκαμε (;) τα κρατικά ελλείμματα που αθροιζόμενα όλα αυτά τα χρόνια είναι ίσα με τη διαφορά μεταξύ των δύο ως άνω ποσών μείον το «κούρεμα» του χρέους που διαπραγματεύθηκε το 2012 η κυβέρνηση Λουκά Παπαδήμου.
Σκεφθείτε τώρα πόσο μικρά είναι τα ποσά που κατέχουν οι εγχώριες τράπεζες· πόσο μεγάλη η αναλογία του κ. Ρέγκλινγκ· πόσα (λίγα) κρατά ο συνταξιοδοτικός ΕΦΚΑ· πόσα χρωστούμε σε ιδιώτες επενδυτές και πόσα στην Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων ή άλλους μικρούς επενδυτές. Είναι προφανές ότι εμπιστευόμαστε το ελληνικό κράτος λιγότερο και από τις αγορές. Σημαίνει αυτό πως δεν εμπιστευόμαστε τη χώρα μας; Προφανώς, κατά κάποιον τρόπο! Το σημειώνω επειδή ανάπτυξη χωρίς επενδύσεις δεν υπάρχει, ούτε όμως γίνεται επένδυση χωρίς την υποστήριξη της αποταμίευσης, κύριο μέρος της οποίας είναι, παντού, τα κρατικά ομόλογα.
Το μεγάλο ζήτημα της παρούσας διακυβέρνησης είναι ότι κατάφερε να μην εμπιστευόμαστε εμείς οι ίδιοι τις προοπτικές της χώρας. Αν, για παράδειγμα, δεχόμαστε ότι οι προβλέψεις του μεσοπρόθεσμου προγράμματος, που φτάνει στο 2022, είναι σωστές, τότε οι Ελληνες θα έπρεπε να είναι οι πρώτοι που θα διευκόλυναν την επιστροφή στις αγορές.
Αυτό που λείπει από την ελληνική οικονομία είναι η εμπιστοσύνη στην επόμενη μέρα. Εκεί βρίσκεται, άλλωστε, η πραγματική σύγκρουση Τσίπρα – Μητσοτάκη. Οσο ο «Κυριάκος» επιδιώκει να μιλά, να τοποθετείται και να εξηγεί τις προθέσεις του για τα θαρραλέα βήματα που πρέπει να κάνουμε, τόσο ο «Αλέξης» θα επιδιώκει να εξαγοράσει τη συσπείρωση γύρω από το «ταμείο» όλων όσοι εξαρτώνται από τις επιδοτήσεις, την πρόσληψη στο Δημόσιο ή κάποια άλλη «διευκόλυνση».
Σε αυτή την κατεύθυνση ο κ. Τσίπρας είχε και έχει (θα το δείξει η επίσκεψη της καγκελαρίου Μέρκελ) την άνευ αστερίσκων υποστήριξη των Βρυξελλών. Για τα ισχυρά κράτη του κέντρου η διπλωματία περνά από τον ρεαλισμό. Οι απανωτές αρνήσεις της Ελλάδας να πάρει πάνω της όσα έπρεπε να κάνει για να συντονιστούμε με την έξοδο της Ευρωζώνης από την κρίση οδήγησαν στην με κάθε θυσία συνεργασία με τους «αριστερούς εθνικιστές του Νότου». Τα μεγάλα κράτη δεν περίμεναν μια τόσο εύκολη συμφωνία με τον «πρόθυμο κ. Τσίπρα». Οταν όμως κατάλαβαν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν διατεθειμένος να πουλήσει και… «την ψυχή του» αρκεί να μπορεί να διαχειρίζεται «όπως γουστάρει» τους υπερφόρους, μετέτρεψαν την Ελλάδα από ανεξάρτητο μέλος της Ευρωζώνης, σε κράτος-δορυφόρο (vassal).
Συνεχίζουμε, βεβαίως, να απολαμβάνουμε την εσωτερική σταθερότητα του ευρώ. To δείχνει ο χαμηλός πληθωρισμός. Δεν κερδίζουμε όμως τίποτε από όσα προσφέρει σε όλους τους άλλους η νομισματική ζώνη. Χρειαζόμαστε διεθνοποιημένες επιχειρήσεις, οι οποίες ήδη υποχρεώνονται να ξενιτευθούν για να ακμάσουν. Τον ίδιο διεθνή προσανατολισμό επιλέγουν στελέχη επιχειρήσεων, νοσοκομείων, ερευνητικών κέντρων και πανεπιστημίων, αφού πάνω από 300.000 άξια άτομα γύρισαν την πλάτη στη μιζέρια της ελληνικής αγοράς εργασίας μετά την πρωθυπουργία Τσίπρα.
Στο μεταξύ, οι Ευρωπαίοι «τύπου Μοσκοβισί» διευκόλυναν τον κ. Τσίπρα να μετατρέψει την Ελλάδα σε περίκλειστο κράτος. Στη θέση ενός αυτοτελούς ευρωπαϊκού κράτους έβαλαν τη νεομνημονιακή πολιτική των υπερπλεονασμάτων. Μέχρις τις ευρωεκλογές. Να μετρηθεί η ζημιά που αναμένεται να κάνει το τσουνάμι του αντιευρωπαϊκού λαϊκισμού. Μετά, το ξαναβλέπουμε!