Γράφει ο Μανώλης Κοττάκης
Πηγή: εφημερίδα “Δημοκρατία”
Τo ζήτημα των σχέσεων Εκκλησίας – Πολιτείας αρχίζει και λαμβάνει επικίνδυνη τροπή. Προσεγγίζεται από όλες τις πλευρές με ιδεολογικούς, θεολογικούς και συνωμοσιολογικούς όρους, τα πάντα εκτός από την πραγματική του διάσταση: Την εθνική. Σημειώνω εισαγωγικά τι ζήσαμε μετά τη θυελλώδη σύνοδο της Ιεραρχίας και την ήττα του Αρχιεπισκόπου: Ο κύριος Ιερώνυμος χαρακτήρισε τον πρωθυπουργό «σύγχρονο Σαούλ». Το γραφείο Τύπου του πρωθυπουργού χαρακτήρισε τον Αρχιεπίσκοπο «άξιο λευίτη». Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης εμφανίζεται από τον Τύπο του ΣΥΡΙΖΑ να χαρακτήρισε τον πρωθυπουργό «άθεο» (κάτι που έχει παραδεχθεί ο κ. Τσίπρας). Μητροπολίτης εν ενεργεία δήλωσε ότι «θα εξαϋλωθούν οι ΑΝ.ΕΛ. αν ψηφίσουν την κατάργηση της μισθοδοσίας των κληρικών από το Δημόσιο». Και το κορυφαίο: Ο ΣΥΡΙΖΑ μη αντέχοντας την απρόσμενη ήττα του Αρχιεπισκόπου στην Ιεραρχία ανακαλύπτει μυστικό ραντεβού Μητσοτάκη – Ιερωνύμου παραμονές της ανακοίνωσης της συμφωνίας.
Ας θέσουμε τα πράγματα στη σωστή τους βάση ξεκινώντας από το τελευταίο: Είναι δυνατόν να ζητά ο ΣΥΡΙΖΑ τον λόγο από τη Ν.Δ. επειδή συναντήθηκε παραμονές της ανακοίνωσης της συμφωνίας ο αρχηγός της με τον Ιερώνυμο χωρίς να ανακοινωθεί; Τα μυστικά ραντεβού του κ. Τσίπρα με τον Αρχιεπίσκοπο στο διαμέρισμά του των Αμπελοκήπων είναι τόσο πολλά, ώστε έχει χαθεί ο λογαριασμός! Και του φταίει ο πολιτικός του αντίπαλος αν για μια φορά μόνο ακολούθησε τη δική του τακτική; Σε τελική ανάλυση η Ν.Δ. μετά το ραντεβού και την ανακοίνωση της συμφωνίας τοποθετήθηκε αρχικώς θετικά.
Ωστόσο, όπως γράφω εισαγωγικά, το θέμα δεν είναι ούτε πολιτικό για να γίνεται θέμα ένα ραντεβού ή να κάνει απαραδέκτως ένας μητροπολίτης κρίσεις για την τύχη των ΑΝ.ΕΛ., ούτε και θεολογικό. Δεν κρίνεται ποιος είναι ο Σαούλ, ποιος ο λευίτης και ποιος ο άθεος. Εδώ κρίνονται πολύ μεγαλύτερα διακυβεύματα για να υποβιβάζουμε τη συζήτηση σε ερασιτεχνικό μάθημα θρησκευτικών ή σε στόρι συνωμοσίας. Το μείζον εν προκειμένω είναι η αλλαγή της οπτικής του κράτους απέναντι στην Εκκλησία και στο θρησκευτικό φαινόμενο, όπως αυτή προκύπτει από την πρόταση αναθεώρησης του ΣΥΡΙΖΑ (ουδετεροθρησκία, αποβολή Εκκλησίας από επίσημες τελετές ορκωμοσίας) και από το κοινό ανακοινωθέν (κατάργηση μισθοδοσίας ιερέων από το ΓΛΚ).
Ο ΣΥΡΙΖΑ λύνει σταδιακά τους κάβους αφήνοντας την Εκκλησία να πλεύσει αυτόνομη σε αχαρτογράφητα ύδατα. Πρόκειται για δομική αλλαγή που γίνεται αβασάνιστα και η οποία κατά την κρίση μου θα έχει ολέθριες εθνικές συνέπειες. Αντί λοιπόν να συζητήσουμε σοβαρά τις επιπτώσεις αυτών των αποφάσεων, η συζήτηση υποβιβάζεται σε άλλα επίπεδα, με κορυφαίο τις διεργασίες στην Ιεραρχία. Νομίζει ο ΣΥΡΙΖΑ ότι αν οι μητροπολίτες ενέκριναν τη λύση θα έτρεχαν να υπακούσουν στα κελεύσματα κάθε πολιτικού που τους είπε μια γνώμη; Πόσο λάθος!
Η πρόβλεψή μου για το μέλλον δυστυχώς δεν είναι η καλύτερη. Δεδομένου ότι η Ιεραρχία διχάζεται ανάμεσα σε τσιπρώνυμους και αντιτσιπρικούς μητροπολίτες (διχασμός που θα ενταθεί λόγω της μονομερούς απόφασης της Πολιτείας να νομοθετήσει), δεν θα εκπλαγώ αν στο μέλλον η αντιπαράθεση διεξαχθεί μεταξύ εκείνων που κατηγορούν τον ΣΥΡΙΖΑ ως κόμμα των «αθέων» και εκείνων που κατηγορούν τη Ν.Δ. ως κόμμα των παπάδων «οι οποίοι πίνουν το αίμα του λαού με όσα ζητούν σε γάμους και βαφτίσεις». Προκειμένου να κερδηθούν οι εντυπώσεις, κανείς δεν θα υπολογίσει κανέναν. Γαία πυρί μειχθήτω. Μα στο τέλος της αυτή η ανόητη αναμέτρηση θα βρει την Εκκλησία μας βαθιά πληγωμένη και διχασμένη. Είναι το τελευταίο που χρειαζόμαστε αυτή την ώρα. Αλλά ποιος ακούει…