Γράφει ο Αντώνης Παπαγιαννίδης
Πηγή: naftemporiki.gr
Όταν -ακριβώς πέντε μήνες πριν από την κατολίσθηση της «Μαύρης Τετάρτης» 3ης Οκτωβρίου για τις τραπεζικές μετοχές στο (ούτως ή άλλως περιθωριοποιημένο) ΧΑΑ- είχαν ανακοινωθεί τα τελευταία stress tests των ελληνικών τραπεζών, με όλες τους (υποτίθεται) να περνούν χωρίς πρόβλημα κεφαλαιακής επάρκειας, και με τον δίδυμο επόπτη SSM και Τράπεζα της Ελλάδος καθησυχαστικό, στη στήλη αυτή είχαμε κρατήσει μια επιφύλαξη. Που ξεκινούσε από την υπόμνηση ότι η τελευταία ανακεφαλαιοποίηση -η τρίτη κατά σειράν, του Νοεμβρίου 2015, που κυριολεκτικώς εξάχνωσε τους έως τότε μετόχους των τραπεζών συμπεριλαμβανομένων όσων είχαν «τολμήσει» να προσέλθουν το 2014 -καθώς άντλησε κάτω από 5 δισ. από τα 25 που είχαν προβλεφθεί για στήριξη από το Eurogroup και, με μόλις άλλα 5 δισ. σε ιδιωτική διακινδύνευση, άφησε να περάσει ο έλεγχος των 4 συστημικών τραπεζών στα σημερινά σχήματα- δεν ήταν και τόσο βέβαιο ότι θα αποτελούσε το τέλος της περιπέτειας.
Διακριτικά, η στήλη επέμεινε σ’ αυτήν την εκτίμηση. Γιατί;
Πρώτον, διότι η κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών στην οποία όλοι όμνυαν, σταθερά, είχε το προβληματάκι να στηρίζεται εν πολλοίς στον αναβαλλόμενο φόρο – κάτι που είχε γίνει δεκτό από SSM/ΕΚΤ αλλά… δεν είναι κεφάλαιο, είναι προσδοκία κερδοφορίας στο μέλλον.
Δεύτερον, διότι όλοι, αντιστοίχως, κατέγραφαν τη σύμφωνα με τις δεσμεύσεις των διοικήσεων των τραπεζών ικανοποιητική πρόοδο στις μειώσεις των NPLs/NPEs. Σημειωτέον ότι όλες οι νέες διοικήσεις είναι της εγκρίσεως αν μη της επιβολής του ΤΧΣ, δηλαδή της επινεύσεως του SSM.
Όμως… όπως και να το κάνουμε, άμα η συμπίεση του βουνού των «κόκκινων δανείων» προχωρούσε τώρα ακόμη πιο κοντά στον πυρήνα των προβληματικών δανείων, και τούτο τόσο με το «ξετίναγμα» των διοικήσεων μεγάλων εταιρειών στα επιχειρηματικά δάνεια όσο και με την προώθηση πλειστηριασμών και συμβιβασμών υπό πίεση στα ενυπόθηκα (τόσο στεγαστικά όσο και ως εγγυοδοσία σε εταιρίες), τότε θα προέκυπτε γνήσια πολιτικό πρόβλημα.
Η στάση των διοικήσεων των τραπεζών για νέα εποχή «ήπιας προσαρμογής» είχε φθάσει ήδη πριν από τα τελευταία stress tests στα όριά της: αν λοιπόν δεν επισπευδόταν τώρα η πώληση χαρτοφυλακίων σε εξειδικευμένες εταιρείες διαχείρισης και/ή διεκδίκησης, θα προέκυπτε αδιέξοδο.
Αν όμως αληθινά επισπευδόταν, πλην όμως η πώληση δανείων γινόταν με μεγάλο κούρεμα/discount, τότε το «κάψιμο» των κεφαλαίων των τραπεζών θα επιταχυνόταν. Αποτέλεσμα: παρ’ όλες τις διαψεύσεις και τις καθησυχαστικές δηλώσεις, θα προέκυπτε νέο κεφαλαιακό κενό. Κι αυτό, με γνήσιες αυξήσεις κεφαλαίου, θα ξανατραυμάτιζε τους σημερινούς μετόχους.
Τώρα όμως, οι όποιες εκτιμήσεις και διαβεβαιώσεις ανήκουν στο παρελθόν. Διότι το ταρακούνημα της «Μαύρης Τετάρτης» υποχρέωσε σε… -σε τι, αλήθεια; Πρώτα-πρώτα να επισημανθεί η εκκωφαντική σιωπή (και απουσία από τις διάφορες συσκέψεις των πρώτων ημερών) της Τράπεζας της Ελλάδος αλλά και του ευρωπαϊκού κυκλώματος ρύθμισης: ο SSM υπήρξε αναμενόμενα σιωπηλός. Όμως βαρύτερη η διάψευση του ESM ότι θα στήριζε (πώς; συμφωνώντας στην αποδέσμευση πόρων από το cash buffer των 25 δισ., πόρων που είναι δεσμευμένοι για το χρέος και την εξυπηρέτησή του) «παρέμβαση προς όφελος των ελληνικών τραπεζών», όταν αναδύθηκαν σενάρια για bad bank (αυτό αποκλείστηκε γρήγορα) ή για APS/σχήμα προστασίας ενεργητικού των τραπεζών με εγγύηση από δημόσιους πόρους, αλλά διακινδύνευση ιδιωτικών κεφαλαίων.
Όμως, ο δρόμος των αγορών -που γενικώς δείχνει να έχει επιλέξει η κυβέρνηση για τη διαχείριση του δημόσιου σκέλους/τη διαχείριση του χρέους- γράφει ήδη επιπτώσεις στην ιδιωτική πλευρά των πραγμάτων. Εκεί βρίσκονται οι τράπεζες. (Εκεί βρίσκονται, π.χ. και τα μεγάλα εταιρικά σχήματα που ο έλεγχός τους θα αλλάζει χέρια άμα προχωρήσει σοβαρότερα, τώρα, το ξεκοκκίνισμα των τραπεζικών χαρτοφυλακίων.
Αυτά, και όχι οι υπερεπιβαρυμένες μαιζονέτες υπεραισιόδοξων/υπερδανεισμένων στελεχών και ελευθεροεπαγγελματιών, είναι που μετράνε).
Μια πλευρά των επιπτώσεων υπήρξε ή ίδια η επίθεση/σορτάρισμα των τραπεζικών μετοχών.
Σχετικά με την οποία είναι αποθαρρυντικό να βλέπει κανείς την επίσημη γραμμή καταδίκης «των κερδοσκόπων» – λες και οι κινήσεις στα ελληνικά ομόλογα γίνονται ή αναμένεται να γίνουν από συνταξιοδοτικά Ταμεία!
Η άλλη όμως πλευρά είναι η συμπαράταξη με την πραγματική κυβερνητική άμυνα -με την επισήμανση δηλαδή ότι η κατάσταση των συστημικών τραπεζών βελτιώνεται, συν ότι κάποιας μορφής οργανωμένη στήριξη θα υπάρξει- ακόμη και του Bloomberg, από του οποίου δημοσίευμα ξεκίνησε η χιονοστιβάδα. Ή της Moody’s, που προσήλθε κάπως ξεκούδουνα με σήμα credit positive για τις τράπεζες.