Εισαγωγική τοποθέτηση του Πρωθυπουργού, Αλέξη Τσίπρα, κατά τη διάρκεια της συνέντευξης Τύπου, μετά τη λήξη των εργασιών της Συνόδου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου
Η Ευρώπη βρίσκεται σε μία κρίσιμη καμπή και οι συζητήσεις μας, σήμερα και χθες, αφορούσαν εξαιρετικά κρίσιμα θέματα για το μέλλον της Ε.Ε.. Συζητήσαμε για την ηγεσία των θεσμικών οργάνων της Ε.Ε., για το μέλλον της ευρωζώνης, για το πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο, για το μέγα θέμα των επόμενων δεκαετιών που είναι η κλιματική αλλαγή και η ανάγκη στοχευμένων δράσεων για την αντιμετώπιση του φαινομένου και, ασφαλώς, συζητήσαμε και το κρίσιμο θέμα που αφορά τη χώρα μας και την Κύπρο, τις σχέσεις δηλαδή της Ε.Ε. με την Τουρκία, σε συνέχεια των παράνομων ενεργειών της Τουρκίας εντός της ΑΟΖ της Κύπρου τις προηγούμενες ημέρες.
Όπως ξέρετε και όπως ανακοίνωσα την Κυριακή, μετά τη συνεδρίαση του Κυβερνητικού Συμβουλίου Εξωτερικών και Άμυνας, του ΚΥΣΕΑ, όλη αυτή η εβδομάδα ήταν μια εβδομάδα εντατικών διεργασιών σε απόλυτη συνεργασία με την Κυπριακή Δημοκρατία, με τον Πρόεδρο Αναστασιάδη και σε τακτική επαφή δική μου, τόσο και του Υπουργού Εξωτερικών, του Γιώργου Κατρούγκαλου, με τον Υπουργό Εξωτερικών της Κύπρου, τον Νίκο Χριστοδουλίδη, προκειμένου να προετοιμαστούμε και να διαμορφώσουμε το έδαφος για τις καλύτερες δυνατές αποφάσεις στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, για την αντιμετώπιση των συνεχιζόμενων τουρκικών προκλήσεων εντός της κυπριακής ΑΟΖ.
Τα σημερινά, λοιπόν, συμπεράσματα, τα συμπεράσματα του Συμβουλίου Κορυφής, έρχονται σε συνέχεια μιας προσπάθειας που έχει αρχίσει εδώ και καιρό για να αναδείξουμε το ζήτημα αυτό. Κι έρχεται, βεβαίως, και σε συνέχεια της πολύ θετικής δήλωσης των μεσογειακών χωρών, των χωρών του ευρωπαϊκού νότου, που συνεδριάσαμε οι επτά ηγέτες στη Μάλτα πριν από λίγες ημέρες. Και θέλω να επισημάνω ότι αυτή η Σύνοδος αποτελεί μία πρωτοβουλία ελληνική –ήταν μια πρωτοβουλία που είχαμε πάρει πριν από τρία χρόνια- και με αφορμή, βεβαίως, και τις εξελίξεις στην Κύπρο, αποδεικνύει πόσο σημαντική είναι αυτή η Σύνοδος των χωρών του ευρωπαϊκού νότου. Και, βεβαίως, η απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου σήμερα έρχεται σε συνέχεια και των συμπερασμάτων, των αποφάσεων δηλαδή, του Συμβουλίου Γενικών Υποθέσεων της Δευτέρας και της Τρίτης, όπου συμμετείχαν ο Υπουργός Εξωτερικών και η αναπληρώτρια Υπουργός Εξωτερικών. Σήμερα, λοιπόν, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στέλνει ένα μήνυμα σαφές, στέλνει ένα μήνυμα ξεκάθαρο, ένα μήνυμα αυστηρό, ένα μήνυμα αποφασιστικό προς την Τουρκία, αλλά και προς όλες τις κατευθύνσεις. Καταδικάζει με απερίφραστο τρόπο τις τουρκικές ενέργειες τόσο στην ανατολική Μεσόγειο, όσο όμως και στο Αιγαίο, και ειδικότερα καταδικάζει με απερίφραστο τρόπο τις ενέργειες εξόρυξης, που ανακοίνωσε η Τουρκία πριν από λίγες ημέρες εντός της ΑΟΖ της Κύπρου. Υπογραμμίζει τις σοβαρές αρνητικές επιπτώσεις που έχουν αυτές οι ενέργειες άμεσα στις ευρωτουρκικές σχέσεις και αποφασίζει – και εδώ θέλω να είμαι απολύτως σαφής – τη λήψη συγκεκριμένων μέτρων, συμπεριλαμβανομένων και στοχευμένων μέτρων, δηλαδή κυρώσεων εις βάρος της Τουρκίας.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή μαζί με την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Εξωτερικών Δράσεων θα κάνουν μία ολοκληρωμένη εισήγηση ως προς τα μέτρα αυτά, ως προς το ποια θα είναι τα μέτρα αυτά -στην επόμενη συνεδρίαση, τον Ιούλιο, του Συμβουλίου Γενικών Υποθέσεων των Υπουργών Εξωτερικών- μέτρα που μπορεί να αφορούν και σε κυρώσεις κατά προσώπων ή εταιρειών και σε πάγωμα πτυχών του διαλόγου και της ευρωτουρκικής συνεργασίας σε συγκεκριμένους τομείς, αλλά και μέτρα που μπορεί να έχουν και σημαντικές οικονομικές επιπτώσεις στη γείτονα χώρα, εάν δεν σταματήσει άμεσα την παράνομη δραστηριότητα, αν δεν σταματήσει άμεσα να παραβιάζει το Διεθνές Δίκαιο εντός της ΑΟΖ της Κύπρου.
Βεβαίως, είχα την ευκαιρία να κουβεντιάσω με τον Ζαν Κλοντ Γιούνκερ και με την κυρία Μογκερίνι για τα μέτρα αυτά και για την πορεία που θα έχει από εδώ και στο εξής η υλοποίηση της απόφασης, αυτής της πολύ σημαντικής απόφασης που πήρε σήμερα το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο.
Θα μου επιτρέψετε εδώ να κάνω ένα σχόλιο. Είναι η πρώτη φορά μετά από δεκαετίες παραβιάσεων του Διεθνούς Δικαίου, από πλευράς της Τουρκίας, που σε συνέχεια συντονισμένων ενεργειών της Ελλάδας και της Κύπρου, η Ε.Ε. με τόσο ξεκάθαρο και αποφασιστικό τρόπο καταδικάζει την τουρκική προκλητικότητα και αποφασίζει τη λήψη μέτρων κατά της γείτονος, για την παραβίαση του Διεθνούς Δικαίου στην περιοχή μας. Τέτοια ξεκάθαρη απόφαση και κυρίως τέτοια απόφαση που να συνοδεύεται και με συγκεκριμένα στοχευμένα μέτρα δεν είχε παρθεί ποτέ, συμπεριλαμβανομένης και της περιόδου αμέσως μετά το θερμό επεισόδιο των Ιμίων τα 1996, όπου σχεδόν η Ε.Ε. τότε είχε κρατήσει ισορροπίες λέγοντας ούτε λίγο ούτε πολύ να ψάξουμε να τα βρούμε μεταξύ μας. Σήμερα, λοιπόν, αυτή η πολύ σοβαρή μεταστροφή υπέρ των εθνικών μας θέσεων, θεωρώ τόσο εγώ όσο και ο Κύπριος Πρόεδρος, ο Νίκος Αναστασιάδης, ότι αποτελεί μία επιβεβαίωση της πολυετούς προσπάθειάς μας και της επιτυχούς προσπάθειάς μας, να αναδείξουμε τα μείζονα ζητήματα που αφορούν τα εθνικά μας συμφέροντα στην περιοχή και να αποκτήσουμε πολύ ισχυρά ερείσματα και συμμαχίες τόσο εντός της Ε.Ε. όσο και με άλλες σημαντικές χώρες στην περιοχή, αλλά και ευρύτερα στο διεθνές πλαίσιο. Υπ’ αυτή την έννοια, θεωρώ, όπως και ο Νίκος Αναστασιάδης δήλωσε χθες, ότι αυτή η εξέλιξη αποτελεί μια σημαντική επιτυχία για τις εθνικές μας θέσεις.
Τώρα, από εκεί και πέρα, το μήνυμα το ευρωπαϊκό είναι σαφές και ξεκάθαρο. Από την άλλη πλευρά είναι προφανές, επίσης, ότι διανύουμε, ειδικά μετά την απόπειρα πραξικοπήματος στην Τουρκία, μια περίοδο έξαρσης της τουρκικής επιθετικότητας, πράγμα το οποίο δεν το βλέπουμε μονάχα στις σχέσεις της Τουρκίας με γειτονικές της χώρες, με την Ελλάδα, με την Κύπρο, αλλά ακόμα και στις σχέσεις της με σημαντικές δυνάμεις, όπως οι ΗΠΑ, στις σχέσεις της Τουρκίας με την Ευρώπη συνολικά.
Εγώ θα ήθελα να πω ότι ανεξάρτητα, όμως, από τις αιτίες που οδηγούν την Τουρκία σε αυτή την επιθετική συμπεριφορά, αυτό που έχει σημασία, αυτό που είναι κρίσιμο και σημαντικό, είναι ότι μετά τις τελευταίες αποφάσεις της Ε.Ε., αλλά και όλα όσα θα ακολουθήσουν με την υλοποίηση των αποφάσεων αυτών, η Τουρκία θα πρέπει να γνωρίζει ότι αυτή η στάση και αυτή η συμπεριφορά, αν επιλέξει να τη συνεχίσει, θα έχει συνέπειες, θα έχει τίμημα. Από πλευράς μας, βεβαίως, θα συνεχίσουμε ταυτόχρονα να διατηρούμε ανοιχτούς τους διαύλους επικοινωνίας. Αλλά, δεν θα σταματήσουμε να πιέζουμε αποφασιστικά τη γείτονα χώρα, ώστε να σταματήσει τις ενέργειες αυτές της παραβατικότητας και να υπάρξουν νέες συνομιλίες, εφόσον τις τερματίσει βεβαίως, για την επίλυση του Κυπριακού, από εκεί που το αφήσαμε στο Crans Montana για μια δίκαιη και βιώσιμη λύση του Κυπριακού. Μια δίκαιη και βιώσιμη λύση δεν μπορεί να είναι με στρατεύματα ή με εγγυήσεις. Μια δίκαιη και βιώσιμη λύση επανένωσης του νησιού μπορεί να είναι μόνο στη βάση των αποφάσεων του ΟΗΕ, που, κατά την άποψή μας, είναι και η μόνη λύση που μπορεί να συζητηθεί.
Θα συνεχίσουμε, λοιπόν, να καταδικάζουμε την επιλογή της Τουρκίας να παραβιάζει το δίκαιο της θάλασσας, αντί επί τη βάσει αυτού να προχωρεί σε συνομιλίες με τους γείτονές της για την οριοθέτηση της μόνης διαφοράς ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία που είναι η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας. Αλλά είμαστε απολύτως σαφείς και αυτό είναι σήμερα –επαναλαμβάνω- το ευρωπαϊκό μήνυμα, ότι οι επιλογές της Τουρκίας, από εδώ και στο εξής, θα έχουν συνέπειες, θα υπάρχει τίμημα.
Εκτός, βεβαίως, από το θέμα το κρίσιμο των ημερών, στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο χθες και σήμερα συζητήσαμε και μια σειρά από άλλα θέματα, με σημαντικότερο ίσως, σε ό,τι αφορά το δημοσιογραφικό ενδιαφέρον, όχι σε ό,τι αφορά την ουσία, το θέμα που αφορά τη νέα ηγεσία των ευρωπαϊκών θεσμών, των θεσμικών ευρωπαϊκών οργάνων. Χθες, λοιπόν, η είδηση είναι ότι η υποψηφιότητα του κ. Βέμπερ, όπως ήταν αναμενόμενο, έφυγε από το τραπέζι, αφού ήταν μια υποψηφιότητα που δεν μπορούσε να ενώσει την Ευρώπη. Αλλά ήταν μια υποψηφιότητα διχαστική για την Ευρώπη.
Και θα ήθελα να μου επιτρέψετε σε αυτό το σημείο ένα σχόλιο: Πιστεύω ότι ήταν μεγάλο λάθος της αξιωματικής αντιπολίτευσης που επένδυσε σε μια διχαστική υποψηφιότητα. Σε μια υποψηφιότητα που έχει εκφραστεί με τόσο ακραίους χαρακτηρισμούς εναντίον της Ελλάδας και που προκάλεσε τόσο μεγάλες αντιδράσεις σε όλον τον ευρωπαϊκό Νότο, τόσο μεγάλες αντιδράσεις σε ένα ευρύτερο φάσμα πολιτικών δυνάμεων από το δημοκρατικό κέντρο ως την αριστερά, συμπεριλαμβανομένων των φιλελεύθερων, των πρασίνων, των σοσιαλδημοκρατών.
Ήταν λάθος και είναι λάθος κατά την άποψή μου, σε κρίσιμες επιλογές που αφορούν την ίδια τη χώρα και υπό αυτή την έννοια σε κρίσιμα εθνικά ζητήματα, οι επιλογές να γίνονται με αμιγώς κομματικά κριτήρια. Θα ήθελα να υπενθυμίσω ότι ο κ. Βέμπερ ξεκίνησε την καμπάνια του και την υποψηφιότητά του για την Προεδρία της Κομισιόν από την Ελλάδα. Και ξεκίνησε από την Ελλάδα, διότι στηρίχτηκε, πιστεύω, με μοναδικό κριτήριο, προφανώς όχι τα εθνικά συμφέροντα, αλλά το γεγονός ότι έχει εκφραστεί με τόσο αρνητικά σχόλια για μένα προσωπικά και για την ελληνική κυβέρνηση στις κρίσιμες για την Ελλάδα στιγμές του 2015. Πιστεύω, λοιπόν, και αυτό είναι το σχόλιό μου και με αυτό κλείνω, ότι στα κρίσιμα εθνικά θέματα πρέπει όλοι μας να κινούμαστε με βάση το συμφέρον της χώρας και όχι με κομματικές παρωπίδες.
Η συζήτηση, βεβαίως, για την επιλογή του επικεφαλής της Κομισιόν, αλλά και των άλλων κρίσιμων θεσμικών θέσεων, του Προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, του Ύπατου Εκπρόσωπου της Ε.Ε. για θέματα εξωτερικής πολιτικής δηλαδή, αλλά και του Προέδρου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, θα συνεχιστεί με μια έκτακτη συνάντηση, έκτακτη Σύνοδο που θα ξεκινήσει το βράδυ της 30ης Ιουνίου και ενδεχομένως να κρατήσει αρκετή ώρα μέχρι να βγει λευκός καπνός. Αλλά, σίγουρα πρέπει κάποια στιγμή, μέχρι την 1η Ιουλίου να βγει λευκός καπνός, διότι 2 του μηνός το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο πρέπει να ψηφίσει.
Στη Σύνοδο αυτή, παράλληλα, υπήρξε, όπως είπα αρχικά, και ένα μεγάλο ακόμα θέμα για το μέλλον της Ευρώπης και του πλανήτη, που είναι η κλιματική αλλαγή. Η κλιματική κρίση, όπως την περιγράψαμε στη Μάλτα, οι ηγέτες του Ευρωπαϊκού Νότου. Είχα την ευκαιρία να τονίσω ότι η Ευρώπη που θέλουμε και χρειαζόμαστε πρέπει να επενδύσει στην έννοια της κλιματικής ουδετερότητας με μέτρα στοχευμένα και με μακροπρόθεσμο ορίζοντα έως το 2050, υιοθετώντας πολιτικές και εργαλεία αποδέσμευσης από τον άνθρακα και ταυτόχρονα πολιτικές και εργαλεία για δίκαιο επιμερισμό των βαρών. Στην πορεία προς το 2050 θα πρέπει να ληφθούν υπόψη οι νέες οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες που αναγκαστικά θα δημιουργήσει αυτή η φιλόδοξη μείωση εκπομπών αερίου και ιδιαίτερα στις περιοχές που εξαρτώνται από τον άνθρακα, όπως, επίσης, και η ανάγκη διασφάλισης της πρόσβασης σε καθαρή και οικονομικά προσιτή ενέργεια για όλους και ιδιαίτερα για τις κοινωνικά ευπαθείς ομάδες.
Η Ελλάδα είναι αυτή τη στιγμή μια χώρα που αναλογικά με τον πληθυσμό της βρίσκεται ψηλά σε παγκόσμια κλίμακα σε ό,τι αφορά τη χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, στην 9η θέση. Έχουμε, όμως, πολύ φιλόδοξους στόχους και μπορούμε πολύ περισσότερο να έχουμε ανανεώσιμες πηγές ενέργειες, καθότι η Ελλάδα έχει μια ιδιαίτερη θέση γεωγραφική που της το επιτρέπει αυτό: Ο ήλιος, το νερό, ο αέρας. Και έχουμε πολύ φιλόδοξους στόχους, ώστε να μπορέσουμε να τους ικανοποιήσουμε τα επόμενα χρόνια.
Είχα, όμως, την ευκαιρία να τονίσω, επίσης, στη διάρκεια της Συνόδου, ότι η δική μας εκτίμηση είναι πως δεν χωρούν άλλες εναλλακτικές, πέραν των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, που είναι και περιβαλλοντικά επικίνδυνες, αλλά και μη αειφορικές, όπως, για παράδειγμα, η πυρηνική ενέργεια, που σε πολλές περιπτώσεις προωθείται έμμεσα ως εναλλακτική λύση για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Αλλά, επαναλαμβάνω, είναι και επικίνδυνη, αλλά και μη αειφορική.
Τέλος, είχαμε σήμερα μια εκτεταμένη συζήτηση για την οικονομία. Θα ήθελα να πω μόνο ότι η ουσιαστική συζήτηση για το νέο πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο 2021-2027 μετατέθηκε για το επόμενο Τακτικό Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Οκτωβρίου. Αλλά θέλω να επισημάνω σε αυτό το σημείο ότι με επίμονη προσπάθεια καταφέραμε να συμπεριληφθεί στο διαπραγματευτικό πακέτο για το νέο πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο η δυνατότητα για πρόσθετη χρηματοδότηση της χώρας μας από τα κονδύλια συνοχής, έτσι ώστε να ενισχυθεί περαιτέρω η επενδυτική της δυναμική. Πετύχαμε με δυο λόγια το πρώτο καθοριστικό βήμα για να έχουμε πρόσθετη χρηματοδότηση, ύψους 7,5 δις ευρώ στο νέο πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο για την Ελλάδα. Και αυτή νομίζω ότι είναι μια πάρα πολύ σημαντική, επίσης, εθνική επιτυχία.