Γράφει ο Φαήλος Κρανιδιώτης
Πηγή: εφημερίδα “Δημοκρατία”
Ο Μάνος Λοΐζος ήταν από τους καλύτερους της γενιάς του. Σίγουρα ο μελωδικότερος και με ένα πηγαίο ταλέντο, από αυτά που βγαίνουν σπάνια και είναι αληθινά θείο δώρο. Ο ίδιος είχε πει αστειευόμενος, αν το θυμάμαι καλά, «μπορώ να μελοποιήσω ακόμη και τον τηλεφωνικό κατάλογο». Ευτυχώς, μελοποίησε άλλα πράγματα.
Ο δίσκος του, που έτυχε να είναι και ο τελευταίος του, «Γράμματα στην αγαπημένη», σε στίχους Ναζίμ Χικμέτ, είναι για μένα ο καλύτερος του ελληνικού έντεχνου τραγουδιού. Μαζί με το «Αξιον Εστί» του τιτάνα Μίκη Θεοδωράκη σε ποίηση του σύγχρονου Ομήρου του Νέου Ελληνισμού, του Οδυσσέα Ελύτη, τον «Σταυρό του Νότου» του Μικρούτσικου σε ποίηση του Νίκου Καββαδία, το «Αχ… έρωτα» του Χρήστου Λεοντή σε ποίηση του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα και το έργο του Μάνου Χατζιδάκι πάνω στον «Ματωμένο γάμο», πάλι του Λόρκα, είναι ο ανθός της έντεχνης μουσικής μας, έτη φωτός μακριά και πάνω από το σκουπιδαριό των σημερινών κοντραμπατζήδων πρέζας και πλαστικών τραγουδιών μιας χρήσεως.
Το καλοκαίρι του 1981 μαζί με δυο συμμαθητές μου στο Γυμνάσιο Αρρένων Κορυδαλλού, τον Νίκο και τον Βαγγέλη, πήγα σε μια από τις ιστορικές συναυλίες της τριάδας Λεοντής, Λοΐζος, Μικρούτσικος και θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό που πρόλαβα μια εποχή χωρίς τη σημερινή σαβούρα. Τρυφερότερος όλων στην έκφραση της τέχνης του, ειδικά στις τελευταίες αυτές μπαλάντες του, ο Λοΐζος. Αριστερός στις πολιτικές επιλογές του, όμως δεν μισούσε τη γη που πατούσε, ήξερε ποιος λαός τον γέννησε, μετείχε του Ελληνικού Τρόπου και άφησε δώρο στο Εθνος το βαθύ προσωπικό χνάρι της τέχνης του.
Ποια συμμετοχή είχε στο έργο του η κόρη του Μυρσίνη, υποστηρίκτρια της τρομοκρατίας, της πολιτικής βίας και υβρίστρια της μνήμης αθώων νεκρών; Καμία. Μόνο ακούσια, ως πηγή έμπνευσης, με την άδολη αγάπη που βλέπει ένας πατέρας την κόρη του, όταν έχει ακόμη πάνω της την αχλύ της αθωότητας και χωρίς ο ίδιος να γνωρίζει το κλακάζ που θα πάθαιναν στην ανάπτυξή τους τα γονίδιά του, με τα απλότυπά τους να χάνουν τον ανθρωπισμό που τόσο απλόχερα άφησε ως παράδειγμά του.
Η ολοκληρωτική κτηνωδία των απόψεών της δεν έχει καμία σχέση με το καλλιτεχνικό έργο ενός σημαντικού Ελληνα, ο οποίος έτυχε να γίνει πατέρας της, στο έργο του οποίου υπερχειλίζουν η ανθρωπιά, ο έρωτας και η ελευθεροφροσύνη, το αληθινό πρόσωπο του ελληνικού εθνισμού: η αέναη αναζήτηση της Ελευθερίας.
Αυτή η, κατά δήλωσή της, ανεπάγγελτη, που χλευάζει τον Αξαρλιάν, τον Χρήστο Μάτη και τόσους άλλους αθώους νεκρούς, κι ας ζήτησε τάχα συγγνώμη, αυτή που ονομάζει αυθαίρετα κάποιους «φασίστες» και θέλει να τους σπάσουν το κεφάλι ή κάνει χιούμορ με τη βόμβα στον Παπαδήμο, στην ουσία επιχαίροντας, δεν είναι η συνέχεια του Μάνου Λοΐζου. Είναι, απλώς, η κληρονόμος του και ξεκοκαλίζει, νομίμως, τα φράγκα από το δικό του έργο, λερώνοντάς το με τη βαρβαρότητα των απόψεών της.
Εμείς ξέρουμε πως, αν έχουμε απέναντί μας τη Μυρσίνη Λοΐζου και θέλουμε να βρούμε αληθινό φασίστα, δηλαδή τον ολοκληρωτικό οπαδό της βίας, που θέλει να επιβάλλει τις μειοψηφικές απόψεις του στην πλειονότητα με βία, χωρίς σεβασμό στην ανθρώπινη ζωή και ακεραιότητα, χωρίς σεβασμό στη μνήμη νεκρών, δεν χρειάζεται παρά να σηκώσουμε το δάχτυλο και να τη δείξουμε. Απλώς εμείς δεν θα της σπάσουμε το κεφάλι, διότι δεν κουβαλάμε τα απωθημένα που κουβαλάει εκείνη.
Υπάρχει, λοιπόν, και ο νεποτισμός, η οικογενειοκρατία μιας ψευτοαριστοκρατίας της Αριστεράς, όπου πρέπει να φάμε στη μάπα και τους δυστυχείς αχθοφόρους μεγάλων ονομάτων, όπως η εν λόγω.
Ομως για να στηλιτεύεις την πολιτική κτηνωδία και την τζάμπα πολιτική καριέρα στο όνομα του μπαμπά τής Χ, καλό είναι να μην είσαι χλεχλές που έχεις ζήσει μια ζωή κερασμένη από τον λαό με τις πλάτες του δικού σου μπαμπά, που αν σε λέγανε Κυριάκο Παπαδόπουλο, θα ήσουν ισοβίως ταμίας σε συνεργατικό ταμιευτήριο στην Κρήτη.