Γράφει ο Τάσος Παππάς
Τον Μπιλ Γκέιτς τον ξέρετε φυσικά. Είναι από τους πλουσιότερους ανθρώπους του πλανήτη. Την προηγούμενη δεκαετία ξεκίνησε με περιουσία που ξεπερνούσε τα 50 δισ. δολάρια (φτώχεια καταραμένη) και σήμερα είναι στα 113,7 δισ. δολάρια, σύμφωνα με τον σχετικό δείκτη του Bloomberg. Οπως αναφέρει το ειδησεογραφικό πρακτορείο, η περιουσία του Μπιλ Γκέιτς βαίνει αυξανόμενη, ασχέτως του πόσα χρήματα διοχετεύει σε καλές πράξεις (η γενναιοδωρία των πλουσίων μπας και εξασφαλίσουν μια καλή θέση στον Παράδεισο), διότι επωφελείται από την άνοδο του χρηματιστηρίου και τις ευνοϊκές φορολογικές πολιτικές.
Ο δεύτερος πλουσιότερος άνθρωπος στον κόσμο δηλώνει πως θέλει οι δισεκατομμυριούχοι να φορολογούνται περισσότερο. Ναι, καλά διαβάσατε. Ζητάει περισσότερους φόρους για τον ίδιο και για τους… ομοτέχνους του. Οχι βεβαίως τίποτα κομμουνιστικά πράγματα, μην πάει το μυαλό σας στο κακό, δεν έγινε ξαφνικά αποστάτης της τάξης του, αλλά γιατί να μη δώσουν μερικά δολάρια παραπάνω κάθε χρόνο για να κλείσουν στόματα και να σταματήσουν οι πληβείοι να τους κατηγορούν για απληστία. Αλλωστε, το έχει αποδείξει πως είναι από τους διορατικούς μπουρζουάδες.
Ξέρει πολύ καλά ότι δεν πρέπει αυτός και οι «συναγωνιστές» του να προκαλούν την κοινωνία γιατί μπορεί στα καλά καθούμενα να ξεπηδήσει από το πουθενά κανένας Ροβεσπιέρος και να λεηλατήσει τις αποκτημένες με κόπο και τίμιο ιδρώτα περιουσίες τους, να απαλλοτριώσει τις καταθέσεις τους (αν τις βρει) και να τους αναγκάσει να ζουν κυνηγημένοι κάτω από γέφυρες μόνο με νερό και παντεσπάνι. Χώρια που θα γεμίσουν οι πλατείες γκιλοτίνες. Θέλει λοιπόν να βάλει το χέρι στην τσέπη του (όχι πολύ βαθιά γιατί υπάρχουν καβούρια) και να προσφέρει το κατιτίς του για να ανασάνουν κάπως οι φτωχοί συμπατριώτες του.
Σε ανάρτησή του στο διαδίκτυο ο Μπιλ Γκέιτς ανέφερε πως οι νομοθέτες στις ΗΠΑ θα πρέπει να κλείσουν τα «παραθυράκια», να αυξήσουν τον φόρο ακίνητης περιουσίας και εκείνον που αφορά τα κεφαλαιακά κέρδη. Οπως σημειώνει, «κερδίζω δυσανάλογα πολλά χρήματα για τη δουλειά που κάνω, ενώ άλλοι άνθρωποι, δουλεύοντας το ίδιο σκληρά με εμένα, με δυσκολία τα φέρνουν βόλτα». Βουρκώνεις από ευγνωμοσύνη. Τόση συμπόνια είναι αξιοθαύμαστη.
Κάτι ανάλογο είχε δηλώσει πριν από μερικά χρόνια ένας άλλος μαικήνας, ο Μπάφετ. Αυτός είχε παραδεχτεί ότι υπάρχει ταξική πάλη, ότι η δική του τάξη κάνει κουμάντο (θα ανατριχιάζουν μ’ αυτές τις αριστερίστικες αρλούμπες ο Κυριάκος Μητσοτάκης και ο Αδωνις Γεωργιάδης) και είχε εκφράσει την έκπληξή του επειδή, όπως διαπίστωσε, πληρώνει λιγότερο φόρο από τη γραμματέα του. Υποκρισία; Ναι. Φόβος; Ισως.
Πάντως δεν έχουμε δει τέτοιου τύπου παρεμβάσεις από τους δικούς μας πλούσιους. Αυτοί ζητούν συνεχώς από τις κυβερνήσεις να μειωθεί η φορολογία τους («δεν βγαίνουμε, μάνα μου»), πολεμούν με λύσσα κάθε ιδέα για αύξηση των μισθών, καταγγέλλουν με πάθος τα αιτήματα των συνδικάτων για αξιοπρεπείς αμοιβές και καλύτερες συνθήκες εργασίας, συστήνουν (στους άλλους) αυτοσυγκράτηση στις διεκδικήσεις, δοξάζουν τη λιτότητα (για τους άλλους), αποδοκιμάζουν τη ροπή προς την τρυφηλότητα (των άλλων), βδελύσσονται τη φοροδιαφυγή (σοσιαλιστές με περικεφαλαία) γιατί στερεί έσοδα από το κράτος.
Είχε δίκιο ο ΚΙΜΠΙ που τα έσουρνε το Σάββατο στον εγχώριο καπιταλισμό ο οποίος ανδρώθηκε «μέσα από τον ασφυκτικό εναγκαλισμό με το κράτος, τον παρασιτισμό εις βάρος του δημόσιου πλούτου, τις σκανδαλώδεις συναλλαγές με το πολιτικό σύστημα, τις καιροσκοπικές τράμπες με το ξένο κεφάλαιο, τους αριβισμούς, τους μικρομεγαλισμούς, τους κανιβαλικούς ανταγωνισμούς, τις ανελέητες οικογενειακές διαμάχες, τα μικρά και μεγάλα εγκλήματα εις βάρος του κόσμου της εργασίας και του περιβάλλοντος».
Ανάγωγα
«Οι Ελληνες της διασποράς δεν είναι, πλέον, πολίτες δεύτερης κατηγορίας», είπε ο πρωθυπουργός στους ομογενείς αναφερόμενος στη δυνατότητα που έχουν να ψηφίζουν στον τόπο όπου μένουν. Οι πολίτες όμως της επικράτειας, που άλλο κόμμα θα ψηφίζουν και άλλο κόμμα θα παίρνει την έδρα λόγω του εκλογικού νόμου που θέλει να εφαρμόσει η κυβέρνησή του, σε ποια κατηγορία άραγε ανήκουν;