Γράφει ο Τάσος Παππάς
Πηγή: efsyn,gr
H σχέση ασφάλειας και ελευθερίας είναι μια σύνθετη σχέση. Ούτε απόλυτη ασφάλεια μπορεί να υπάρχει στις σύγχρονες κοινωνίες ούτε απόλυτη ελευθερία. Σύμφωνα με τον Ζίγκμουντ Μπάουμαν, «το τίμημα που πρέπει να πληρώσουμε για μεγαλύτερη ασφάλεια είναι λιγότερη ελευθερία και το τίμημα μιας μεγαλύτερης ελευθερίας είναι λιγότερη ασφάλεια» («Εφ.Συν.» 5.7.2014). Το ζητούμενο λοιπόν είναι η ισορροπία. Κάτι εξαιρετικά δύσκολο.
Τα συντηρητικά κόμματα και η άκρα Δεξιά προκρίνουν την ασφάλεια προτείνοντας εκπτώσεις στο επίπεδο των ελευθεριών. Κάτω από ειδικές συνθήκες οι πολίτες που αισθάνονται πιεσμένοι δέχονται να κερδίσει έδαφος η ασφάλεια έναντι της ελευθερίας και προτιμούν τα κόμματα που τους υπόσχονται ότι θα πατάξουν την εγκληματικότητα και την τρομοκρατία χρησιμοποιώντας κατασταλτικές μεθόδους και κάνοντας πιο αυστηρά τα ποινικά συστήματα. Συνήθως οι προσπάθειες αποτυγχάνουν.
Τα φαινόμενα δεν εξαφανίζονται, αλλά οι πληγές στο σώμα των ελευθεριών μένουν και κακοφορμίζουν. Η κοινωνία συνηθίζει και όσο περνάει ο καιρός μειώνονται οι αντιστάσεις της απέναντι στις εκστρατείες των πολιτικών και μιντιακών ελίτ οι οποίες καλλιεργούν κλίμα φόβου για πραγματικές και φανταστικές απειλές.
Η κατάσταση έκτακτης ανάγκης ακόμη και σε χώρες με πλούσια παράδοση στο πεδίο των ελευθεριών τείνει να γίνει καθεστώς, νομιμοποιημένο στη συνείδηση των πολιτών. Η μαζική μετατόπιση των ψηφοφόρων σε συντηρητικές θέσεις είναι το αποτέλεσμα της περίτεχνης αξιοποίησης από την άκρα Δεξιά των προβλημάτων που προκύπτουν από την ανεξέλεγκτη πορεία της παγκοσμιοποίησης, τις θηριώδεις ανισότητες, την κρίση ταυτότητας, το έλλειμμα λογοδοσίας των υπερεθνικών οργανισμών, την κυριαρχία των τεχνοκρατών, τα μεταναστευτικά ρεύματα, την αύξηση της διαφθοράς και της εγκληματικότητας.
Ο φιλελευθερισμός αδυνατεί να δώσει απαντήσεις, αναμασά τα στερεότυπα άλλων εποχών και απλώς κάνει εκκλήσεις για υπεράσπιση της δημοκρατίας, μιας δημοκρατίας όμως η οποία, όπως λειτουργεί, δεν είναι καθόλου ελκυστική στις μάζες των απελπισμένων. Η Αριστερά περιορίζεται στην καταγγελία, στην έκδοση διακηρύξεων αρχών, υπερασπίζεται μεν το αγαθό της ελευθερίας, αλλά δεν εντάσσει τα θέματα της ασφάλειας στην ατζέντα της. Το κενό που αφήνει σπεύδουν να καλύψουν δημαγωγοί. Υποδύονται τους σωτήρες και πλασάρουν ως ριζική λύση το μοντέλο της ισχυρής ηγεσίας. Η στρατηγική επιδίωξή τους είναι το φάσκιωμα της δημοκρατίας.
Οπως έγραφε πριν από πολλά χρόνια ο Τοκβίλ, «η αγάπη για την τάξη συνδυάζεται με τη γεύση της τυραννίας». Οι Βραζιλιάνοι που θα επέλεγαν για πρόεδρό τους τον Λούλα αν του επιτρεπόταν να είναι υποψήφιος, στράφηκαν στον φασίστα Μπολσονάρο επειδή τους υποσχέθηκε ότι θα εξαφανίσει τη διαφθορά και την εγκληματικότητα. Οι Ιταλοί αποθεώνουν τον ρατσιστή Σαλβίνι γιατί βγάζει γλώσσα στη γραφειοκρατία των Βρυξελλών, κοντράρεται με τη Γερμανία και κυνηγάει τους μετανάστες.
Οι Ούγγροι και οι Πολωνοί ψηφίζουν μαζικά τους δεξιούς και ακροδεξιούς πολιτικούς γιατί τους έχουν πείσει ότι απειλούνται από τους πρόσφυγες κι ας μην υπάρχει δείγμα μετανάστη στις περιοχές τους. Στις σκανδιναβικές χώρες ενισχύεται θεαματικά η άκρα Δεξιά. Εκεί όπου κάποτε έβρισκαν καταφύγιο οι κατατρεγμένοι όλου του κόσμου, σήμερα τα κηρύγματα μίσους έχουν πυκνό ακροατήριο. Το μέλλον θα είναι μεσίστιο αν δεν υπάρξει αντίδραση μαζική, αποφασιστική και χωρίς ενδοιασμούς. Η δημοκρατία οφείλει να είναι ευρύχωρη και ανεκτική. Οχι όμως αφελής.
Ανάγωγα
«Δεν πρόκειται ποτέ να συμπράξω σε μία κυβέρνηση με τον ΣΥΡΙΖΑ, διότι σηματοδοτεί τον ακριβώς αντίθετο κόσμο από εκείνον στον οποίο πιστεύω εγώ» δήλωσε ο Κυριάκος Μητσοτάκης στο «Πρώτο Θέμα». Αγαπητέ πρόεδρε, το ίδιο έλεγαν όλοι οι αρχηγοί της Ν.Δ. και όλοι οι αρχηγοί του ΠΑΣΟΚ για πολλά, πάρα πολλά χρόνια. Μια χαρά όμως τα βρήκαν για να… σώσουν την Ελλάδα. Οπότε «μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλη κουβέντα μην πεις».