Παρέμβαση του Προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία, Αλέξη Τσίπρα, στη διαδικτυακή εκδήλωση της Νεολαίας ΣΥΡΙΖΑ, με θέμα: «Πολυτεχνείο 1973-2020 – Ένας διαρκής αγώνας για τη Δημοκρατία»
Θα ήθελα να σας ευχαριστήσω για την πρόσκληση να παρευρεθώ σε μια πολύ ενδιαφέρουσα εκδήλωση της νεολαίας του ΣΥΡΙΖΑ που δεν αφορά μόνο την επέτειο του Πολυτεχνείου, αλλά αφορά νομίζω το διαχρονικό της μήνυμα και το τι μπορεί αυτό να σημαίνει στις σημερινές συνθήκες. Και δεν μπορώ παρά να ξεκινήσω από αυτό. Ο φετινός εορτασμός του Πολυτεχνείου είναι εξαιρετικά ιδιαίτερος. Οι συνθήκες είναι ιδιαίτερες. Και αυτό αφορά όλους του πολίτες, όχι μόνο τους νέους ανθρώπους, αυτής της χώρας. Αντικειμενικά η πανδημία είναι μια συνθήκη ανασφάλειας, είναι μια συνθήκη φόβου, ένα πολύ συντηρητικό συναίσθημα, το γνωρίζουμε αυτό άλλωστε.
Είναι μια συνθήκη στέρησης της ελευθερίας είτε οικειοθελώς είτε με πειθάρχηση, αλλά είναι μια τέτοια συνθήκη. Συνεπώς, είτε έτσι είτε αλλιώς, η φετινή χρονιά είναι μια ιδιαίτερη χρονιά. Άρα, και η φετινή επέτειος του Πολυτεχνείου είναι μια ιδιαίτερη επέτειος. Όμως για τους νέους ανθρώπους, πέραν της γενικότερης ιδιαίτερης συνθήκης, θα έλεγα ότι είναι και μια συνθήκη στοχοποίησης, μια συνθήκη στιγματισμού. Και θα ήθελα να αναφερθώ σε αυτό, διότι πιστεύω ότι βρισκόμαστε ως κοινωνία μπροστά σε έναν συλλογικό κίνδυνο. Στον κίνδυνο μιας ανεπίστρεπτης ρήξης γενεών. Μιας υγειονομικής ρήξης γενεών.
Οι νέοι άνθρωποι εδώ και ένα οκτάμηνο είναι αυτοί οι οποίοι έχουν μεθοδευμένα κατηγορηθεί ως ανεύθυνοι, ως απρόσεκτοι, ως ανίκανοι, ως αναίσθητοι, ως υπεύθυνοι για την μετάδοση του ιού στην κοινότητα. Και ακριβώς επειδή -αυτή είναι μια ειρωνεία της τύχης… δεν ξέρω- υπάρχει μια ιδιαιτερότητα του ιού σε ό,τι αφορά τη δυνατότητα να είναι πολύ μεταδοτικός στους νέους ανθρώπους αλλά θνησιμότητα υπάρχει στους μεγαλύτερους, δίνεται έναυσμα να δημιουργηθεί αυτή η στοχοποίηση των νέων ανθρώπων με όλους αυτούς τους χαρακτηρισμούς που σας είπα πιο πριν. Μια στοχοποίηση όμως η οποία είναι μεθοδευμένη, όπως σας είπα πιο πριν. Και είναι μεθοδευμένη και από ένα μεγάλο μέρος των ΜΜΕ αλλά και από την κυβέρνηση με στόχο βεβαίως να αποσείσει τις ευθύνες που έχει αυτή για την ολιγωρία, για την αδράνεια, για την αδυναμία να αντιμετωπίσει την πανδημία και να ενισχύσει το ΕΣΥ, την αδυναμία, την ολιγωρία ή την επιλογή να μην κάνει δαπάνες για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης λειαίνοντας κάπως τις επιπτώσεις της πανδημίας, την αδυναμία να ενισχύσει τα ΜΜΜ.
Έτσι λοιπόν βρέθηκε και ο εύκολος ένοχος. Και νομίζω ότι βρισκόμαστε μπροστά σε ακρότητες. Σε ακρότητες όπως αυτές που βλέπουμε όλους τους τελευταίους μήνες στα ΜΜΕ να στοχοποιούνται οι νέοι άνθρωποι, είτε για τα πάρτι είτε για το ότι βγαίνουν στις καφετέριες είτε για το ότι πήγαν φέτος διακοπές είτε για το ότι ερωτεύονται.
Σήμερα έβλεπα μια πολύ ενδιαφέρουσα έρευνα στο Πρώτο Θέμα που είχε ιδιαίτερη… «επιστημονική τεκμηρίωση» για το πώς αυξήθηκε η διάδοση του ιού μετά το τέλος της πρώτης καραντίνας: επειδή αυξήθηκε η σεξουαλικότητα των νέων ανθρώπων, λέει. Και αυξήσανε τις σεξουαλικές τους επαφές. Αδιανόητα πράγματα. Είτε λοιπόν από τα ΜΜΕ είτε και από πολιτικές δυνάμεις, από την κυβέρνηση. Ήταν χαρακτηριστική η τελευταία συζήτηση στη Βουλή όπου ο ίδιος ο πρωθυπουργός στοχοποίησε τους νέους ανθρώπους, θεωρώντας ότι οι μοναδικές εστίες μετάδοσης είναι τα πάρτι των νέων.
Ένα θέμα εδώ είναι τι έχει στο μυαλό του ο κ. Μητσοτάκης όταν αναφέρεται στην νεολαία. Ίσως έχει μονάχα ανθρώπους που δεν κάνουν τίποτα άλλο στη ζωή τους πέρα από το σκέφτονται τη διασκέδασή τους. Αλλά, δυστυχώς ή ευτυχώς, δεν είναι έτσι η πραγματικότητα. Η μεγάλη πλειοψηφία των νέων ανθρώπων σήμερα ζει μέσα στην αβεβαιότητα για το αύριο. Με πολύ μεγάλες δυσκολίες στην εκπαιδευτική διαδικασία και με τεράστιες δυσκολίες στην αγορά εργασίας. Αλλά το πιο κρίσιμο ήταν αυτό που μας είπε ότι μόνο εκεί βλέπει εστίες μετάδοσης. Δεν βλέπει στα ΜΜΜ τα οποία τα άφησε για 8 μήνες χωρίς ενίσχυση δρομολογίων και χιλιάδες συμπολίτες μας στοιβάζονται καθημερινά σαν τις σαρδέλες. Δεν έβλεπε στις κλειστές δομές, στους άστεγους, στους μετανάστες, στους χώρους δουλειάς που είχαμε συρροή κρουσμάτων και εργοστάσια έκλεισαν το ένα μετά το άλλο. Δεν έβλεπε τι έγινε στα γηροκομεία όπου εκεί υπήρξαν τεράστιες απώλειες. Δεν έβλεπε στις εκκλησίες. Δεν έβλεπε πουθενά παρά μονάχα εκεί που νέοι άνθρωποι συχνάζουν ή διασκεδάζουν.
Θέλω να κλείσω αυτή την παρατήρηση σε σχέση με την ιδιαίτερη συνθήκη στοχοποίησης και στιγματισμού των νέων ανθρώπων στον φετινό εορτασμό, λέγοντας ότι κατά την άποψή μου αυτό δεν είναι μονάχα ένα πρόβλημα που αφορά ή μπορεί να δημιουργήσει συνθήκες κοινωνικού αυτοματισμού, στιγματισμού ή υγειονομικής ρήξης όπως είπα πιο πριν, αλλά είναι ένα πρόβλημα υπαρξιακό για τη χώρα. Και θα πω γιατί είναι υπαρξιακό για τη χώρα. Γιατί η Ελλάδα είναι μια χώρα η οποία γερνάει. Το κρισιμότερο πρόβλημα που έχουμε να αντιμετωπίσουμε τα επόμενα χρόνια είναι το πρόβλημα της ανανέωσης του πληθυσμού. Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, το δεδομένο ότι τα χρόνια της κρίσης χιλιάδες νέοι και νέες της χώρας μας βρέθηκαν μετανάστες στο εξωτερικό. Αυτό αντιλαμβάνεστε το τι μεγάλες επιπτώσεις μπορεί να έχει μεσομακροπρόθεσμα, τόσο για τη δομή του κοινωνικού ιστού όσο όμως και για την ίδια την οικονομία και τις οικονομικές προοπτικές αυτής της χώρας. Κλείνω λοιπόν την παρένθεση.
Άρα Πολυτεχνείο σε συνθήκες πανδημίας που αντικειμενικά είναι συνθήκες εξαιρετικά δύσκολες αλλά και συνθήκες ιδιαίτερης στοχοποίησης των νέων ανθρώπων που μπορεί να προκαλέσουν κοινωνική ρωγμή και υπαρξιακό πρόβλημα για τη χώρα αν συνεχιστεί αυτή η στοχοποίηση.
Και το τρίτο στοιχείο το οποίο βλέπουμε δεν είναι μονάχα η πανδημία για τη στοχοποίηση των νέων: είναι και η αφορμή που βρήκε η κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη για να δημιουργήσει και συνθήκες απόλυτης απαγόρευσης όχι μόνο του εορτασμού, όχι μόνο της πορείας που θα μπορούσε να πει κανείς ότι εντάξει… Άλλωστε, καμία από τις πολιτικές δυνάμεις –δεν ξέρω για τους φορείς που συμμετέχουν μέσα στο κοινοβούλιο και που πάντοτε καλούν τους πολίτες μαζικά να συμμετάσχουν στον εορτασμό του τριημέρου και κυρίως στην πορεία του Πολυτεχνείου- δεν έδειξε όλο αυτό το διάστημα ότι δεν νοιάζεται για τις υγειονομικές συνθήκες. Κάθε άλλο. Όμως, η κυβέρνηση βρήκε αφορμή να δημιουργήσει και να κλιμακώσει συνθήκες τεχνητής πόλωσης, τεχνητής έντασης, αποφασίζοντας μάλιστα ένα εξαιρετικά ακραίο μέτρο το οποίο δεν έχει εφαρμοστεί ποτέ, δεν έχει αποφασιστεί ποτέ μετά τη μεταπολίτευση. Και αναφέρομαι στην απαγόρευση των συναθροίσεων άνω των τεσσάρων ατόμων τις μέρες του εορτασμού του Πολυτεχνείου.
Για να μη μακρηγορήσω: το Πολυτεχνείο δεν ήταν ποτέ μια εθνική εορτή. Και γι’ αυτό ενοχλεί. Ενοχλούσε πάντα. Και ενοχλούσε πάντοτε τη Δεξιά. Και την ενοχλούσε με την έννοια του ότι το Πολυτεχνείο κατά πολλούς ήταν το στοιχείο εκείνο που προσέδωσε στην περίοδο της μεταπολίτευσης την ιδεολογική ηγεμονία της Αριστεράς. Η αντίσταση της νεολαίας, αλλά όχι μόνο της νεολαίας, και της πρωτοπορίας του κινήματος αλλά και των δυνάμεων της Αριστεράς στη ξενοκίνητη εφτάχρονη δικτατορία. Όπως, αυτό που στην ουσία ενοχλούσε όσο περνούσε ο καιρός δεν ήταν τόσο αυτή η ηγεμονία ή το ποιος αντιστάθηκε και ποιος όχι, αλλά η προβολή της εξέγερσης στο σήμερα. Και η αμφισβήτηση της Δεξιάς για το Πολυτεχνείο αφορούσε και τις μεγάλες κατακτήσεις της μεταπολίτευσης, αλλά κυρίως την προβολή στους αγώνες του σήμερα. Άρα, ήταν με μια έννοια αμφισβήτηση πάντοτε στους αγώνες του σήμερα.
Ο αυταρχισμός της Δεξιάς στην Ελλάδα έχει πάντα στόχο τη νεολαία. Αυτοί που συνιστούν απειλή για τα ιερά και τα όσια της πατρίδας, είναι αυτοί που αμφισβητούν, σκέφτονται, αντιστέκονται.
Πάντα έτσι ήταν. Από τους μεγάλους αγώνες πριν το Πολυτεχνείο και τη δικτατορία. Οι μεγάλοι αγώνες του 1-1-4, το αντιδικτατορικό κίνημα, οι μεγάλοι αγώνες της μεταπολίτευσης που έφεραν τις κατακτήσεις στην παιδεία και την εργασία.
Το δικό μας μαθητικό κίνημα του 1990-91, οι αγώνες ενάντια στον νόμο Αρσένη (1997) και το κίνημα υπεράσπισης του άρθρου 16 (2006-07), ο Δεκέμβρης του 2008. Σκεφτείτε ότι επί 40 χρόνια σε αυτή τη χώρα το νεολαιίστικο κίνημα αποτελεί έναν διαρκή πονοκέφαλο για το σύστημα εξουσίας στη χώρας μας και κυρίως για την παράταξη της Δεξιάς που έχει και έναν σκληρό ιδεολογικό συντηρητικό πυρήνα.
Άρα, η πανδημία στάθηκε αφορμή, πιστεύω, για να υπάρξει ένα κρεσέντο αυταρχισμού και κυρίως κάποιοι να πιστέψουν ότι αφού στοχοποίησαν του νέους, τώρα θα απαγορεύσουν και τις αντιδράσεις και τις αντιστάσεις τους.
Δεν θέλω να μιλήσω με κλισέ. Όμως, πιστεύω ότι η νέα γενιά στη χώρα είναι μια μεγάλη ελπίδα. Όπως ήταν πάντοτε ελπίδα για το αύριο οι εκάστοτε νέες γενιές. Για μένα, η γενιά σήμερα του 1990 ή του 2000 είναι οι γενιές που θα είναι η κινητήριος δύναμη για να ξεπεράσει η χώρα μια σκληρή δεκαετία κρίσης, ανεργίας και ύφεσης. Είναι τα παιδιά που τώρα μεγάλωσαν, είναι τα παιδιά μου μορφώνονται. Είναι τα παιδιά που εργάζονται σε μια Ελλάδα τελείως διαφορετική από αυτή που έζησαν οι γενιές από τη δική μου και πίσω.
Είναι μια γενιά ιδιαίτερα μορφωμένη, εξοικειωμένη με τις νέες μορφές επικοινωνίας και ενημέρωσης, με όνειρα και φιλοδοξίες τελείως διαφορετικές από τις προηγούμενες. Είναι μια γενιά με τρομερές ικανότητες και πάνω της πρέπει να στηριχθεί το χτίσιμο της Ελλάδας του 2030 και του 2040, όπως ακριβώς στις γενιές του ’40 και του ’50 χτίστηκαν όλες οι δυτικές δημοκρατίες στις ΗΠΑ και τη Δυτική Ευρώπη μετά τον πόλεμο, τη δεκαετία του ’60 και του ’70. Αλλά κι εδώ, μετά τη χούντα.
Άρα, λοιπόν, για μένα, και κλείνω με αυτό, έχει ιδιαίτερη σημασία να μιλήσουμε προφανώς και για τα δικαιώματα και για τον αυταρχισμό και για το τι διαχρονικά σημαίνει το νεολαιίστικο κίνημα. Αλλά έχει πολύ μεγάλη σημασία να μιλήσουμε και για το με ποιο πολιτικό σχέδιο θα μπορέσουμε να απευθυνθούμε σε αυτές τις γενιές, αλλά και να δημιουργήσουμε τις προϋποθέσεις για μια καλύτερη προοπτική γι αυτές τις γενιές. Είναι κρίσιμο το θέμα της εκπαίδευσης, στο οποίο αναφέρθηκα πιο πριν. Είναι κρίσιμο το θέμα που σήμερα βλέπουμε ότι υπάρχουν σχολεία δυο ταχυτήτων, υπάρχουν μαθητές δυο ταχυτήτων, υπάρχουν μαθητές που τούτη την ώρα δεν έχουν τη δυνατότητα να κάνουν τηλεκπαίδευση διότι δεν διαθέτουν τα σπίτια τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές. Είναι κρίσιμο το ζήτημα των ανισοτήτων. Είναι κρίσιμο το ζήτημα των ευκαιριών που δίνεται σε αυτά τα παιδιά για να μπορέσουν να έχουν μια προοπτική μόρφωσης, εισαγωγής σε κάποιο πανεπιστήμιο.
Είναι κρίσιμο το θέμα της διαρροής στο εξωτερικό. Το μεγάλο θέμα του brain drain. Το μεγάλο και κρίσιμο ζήτημα όταν εμείς εδώ ψάχνουμε να βρούμε γιατρούς, στην κρίσιμη φάση της πανδημίας, και λένε ότι δεν βρίσκουμε γιατρούς. Γνωρίζουμε πάρα πολύ καλά -το βίωσα κι εγώ- ότι σε πολλές χώρες της κεντρικής Ευρώπης ή της βόρειας Ευρώπης, στη Γερμανία, στο Ηνωμένο Βασίλειο, στη Σουηδία, αν πας σε δημόσια νοσοκομεία θα ακούσεις να μιλάνε ελληνικά. Είναι χιλιάδες γιατροί εκεί.
Και είναι μεγάλο και το ζήτημα, συνολικά, του πώς σήμερα έχουμε απόφοιτους πτυχιούχους με ένα και με δύο πτυχία και με μεταπτυχιακά, που δεν μπορούν να βρουν δουλειά στη χώρα. Έχουμε ερευνητές που φεύγουν στο εξωτερικό, διότι δεν μπορούν να έχουν μια αξιοπρεπή διαβίωση. Έχουμε νέους επιστήμονες, οι οποίοι είναι όμηροι ενός συστήματος που δεν μπορεί να τους εξασφαλίσει τη δυνατότητα να προχωρήσουνε. Έχουμε μια ανεργία, η οποία υπήρξε δραματική. Στα χρόνια των μνημονίων είχε φτάσει το 28%, εμείς καταφέραμε και τη ρίξαμε στο 17%. Ανεβαίνει ξανά πάνω από το 20% με ραγδαίους ρυθμούς, αλλά η ανεργία των νέων είναι διπλάσια.
Άρα λοιπόν, πιστεύω ότι το πώς θα μπορέσει να διαμορφώσει η Αριστερά, και ιδιαίτερα ο ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία, μια πρόταση που θα αφορά το μέλλον αυτής της χώρας, περνάει αναγκαστικά μέσα από το σχέδιο που θα διαμορφώσουμε για τη νεολαία, για τη νέα γενιά, για το σήμερα και το αύριο αυτού του τόπου.
Βεβαίως, είναι κρίσιμο θέμα το θέμα του αυταρχισμού, αυτό που βιώνουμε σήμερα. Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, ο αντίπαλος της ελληνικής νεολαίας ήταν οι στρατοκράτες. Μιλούσαν για την πατρίδα, τη θρησκεία και την οικογένεια, απαγόρευαν θεατρικές παραστάσεις, απαγόρευαν πολιτικά τραγούδια, τη ροκ μουσική και τις κοντές φούστες.
Σήμερα δεν είναι το ίδιο. Αλλά απ’ ό,τι φαίνεται τα κατάλοιπα των απαγορεύσεων, της καταστολής και του συντηρητισμού είναι βαθιά χαραγμένα σε μια δεξιά συντηρητική παράταξη, που πάντα θα βλέπει τη νέα γενιά ως εχθρό. Στο χέρι μας, και μιας και αναφέρομαι σε εκδήλωση της νεολαίας, μάλλον, στο χέρι σας είναι, τιμώντας την ιστορία και τους αγώνες του νεολαιίστικου κινήματος, να γίνετε εσείς η γενιά που θα τα αλλάξει όλα αυτά με σχέδιο και προοπτική.
Δεν ξέρω αν μακρηγόρησα. Μάλλον μακρηγόρησα, αλλά ζητώ συγγνώμη γι’ αυτό.
Σας ευχαριστώ.
Ερώτηση προς τον Αλ. Τσίπρα: Η Ν.Δ. αποφάσισε να κλιμακώσει τις επιθέσεις προς τη νεολαία και την πλειοψηφία της κοινωνίας, κάτι στο οποίο αναφερθήκατε, και με την πρόσφατη αντισυνταγματική απόφαση απαγόρευσης των συναθροίσεων άνω των 4 ατόμων. Μια αυταρχική απόφαση που βάζει στο κάδρο το σύμβολο της δημοκρατίας και τους αγώνες της νέας γενιάς. Πώς απαντάμε, πώς οργανωνόμαστε, πώς ο δημοκρατικός κόσμος μπορεί να στήσει ανάχωμα στις αυταρχικές πρακτικές της Ν.Δ.; Και αν είναι η κοινή μας δήλωση ΣΥΡΙΖΑ-ΜέΡΑ 25-ΚΚΕ μια απαρχή ενός μετώπου;
Αλ. Τσίπρας: Καταρχάς, καταλαβαίνω ότι αυτή η κοινή δήλωση έχει δημιουργήσει μια ελπίδα, όπως είπε ο τελευταίος μας ομιλητής, ο Δημήτρης Χριστόπουλος. Δεν θα ήταν σωστό, όμως, να δημιουργήσει αισιοδοξία. Ελπίδα, όμως, πρέπει να δημιουργήσει. Το λέω παραφράζοντας τα λόγια του.
Νομίζω ότι είναι πράγματι μια σημαντική και ιστορική, θα έλεγε κανείς, στιγμή, δεδομένου ότι από το 1990 και μετά ο ευρύτερος προοδευτικός δημοκρατικός χώρος, ο χώρος της Αριστεράς, ιδιαίτερα, διέρχεται μια διαδικασία πολύ μεγάλης έντασης και σύγκρουσης. Δεν υπήρξε σύμπνοια ούτε στα αυτονόητα, σε αυτονόητες στιγμές την περίοδο των μνημονίων ιδιαίτερα.
Και υπήρξε χθες μία, μετά από πάρα πολλά χρόνια, κοινή έκκληση. Είναι μια σημαντική εξέλιξη αυτή. Πιστεύω ότι είναι πολύ κρίσιμο να υπάρξει ένα μέτωπο δυνάμεων απέναντι στην ολοένα και πιο αυταρχική μετάλλαξη της κυβερνητικής πολιτικής. Ένα ευρύ δημοκρατικό τόξο απέναντι σε αυταρχικές και αντιδημοκρατικές πρακτικές.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν δείχνει μόνο με τη χθεσινή απαγόρευση τις προθέσεις της σε ό,τι έχει να κάνει με τα ζητήματα της προστασίας των κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων και της δημοκρατίας με την ευρύτερη έννοια. Θα σας θυμίσω μια σειρά από γεγονότα που είχαμε όλο το προηγούμενο διάστημα:
Το αστείο, όσο και αν φαίνεται αστείο, της υπόθεσης της κινηματογραφικής ταινίας του «Τζόκερ», όπου έμπαιναν μέσα σε σινεμά δυνάμεις καταστολής για να συλλαμβάνουν όσους νέους ανθρώπους ήταν κάτω των 18 ή 16, δεν θυμάμαι ποιο ήταν το όριο της ταινίας.
Την υπόθεση Ινδαρέ, όπου εκεί είδαμε πραγματικά τον τρόπο με τον οποίο – και αυτό ήταν που ενόχλησε περισσότερο απ’ όλα-, έγινε μια συστηματική προσπάθεια σχεδόν από όλα τα ΜΜΕ να στιγματίσουν εκ προοιμίου έναν συμπολίτη μας ο οποίος δεν είχε καμία σχέση ούτε με τον αντιεξουσιαστικό χώρο, θα έλεγε κανείς ότι και πολιτικά βρίσκεται στον δημοκρατικό μεν αλλά κεντρώο χώρο, γιατί τι έκανε; Ζήτησε να εφαρμοστεί ο νόμος πριν μπούνε οι δυνάμεις καταστολής στο σπίτι του, προκειμένου πολύ πιο εύκολα να συλλάβουν όσους βρισκόντουσαν στο διπλανό σπίτι.
Είχαμε μια σειρά από περιστατικά αστυνομικής βίας, κρούσματα αστυνομικής αυθαιρεσίας και βίας, και όχι μόνο στα Εξάρχεια, στο Γαλάτσι σε μικρά παιδιά σε καφετέριες, στην Καρδίτσα προχθές, μια σειρά από κρούσματα αστυνομικής αυθαιρεσίας. Και, βεβαίως, τώρα βρισκόμαστε απέναντι και σε μια πολιτική κλιμάκωση. Διότι εγώ θεωρώ ότι είναι πολιτική κλιμάκωση. Θεωρώ ότι η απόφαση του κ. Μητσοτάκη να προχωρήσει με πρόσχημα την πανδημία σε μία επίδειξη δύναμης και αυταρχισμού απέναντι στις δημοκρατικές δυνάμεις του τόπου, που παραδοσιακά αισθάνονται την ανάγκη να τιμήσουν τη μνήμη του Πολυτεχνείου. Και φέτος είναι προφανές ότι θα έβρισκαν τον τρόπο προφυλάσσοντας την ανθρώπινη ζωή, παίρνοντας τα απαραίτητα μέτρα για την πανδημία.
Αυτή η κλιμάκωση και αυτή η επίθεση γίνεται για δυο λόγους. Ο πρώτος ειπώθηκε στις πρωτομιλίες μας, το τι συμβολίζει το Πολυτεχνείο και η προβολή τους στους αγώνες της νεολαίας σήμερα.
Ο δεύτερος, όμως, και πολύ προφανής, είναι για να αποπροσανατολίσει. Για να αλλάξει την ατζέντα. Έχουμε εδώ και πολλές μέρες δεκάδες ανθρώπους που χάνονται στα νοσοκομεία μας, έχουμε μια τρομακτική έξαρση της πανδημίας και όλοι, ακόμα και τα ΜΜΕ που υποστήριζαν σε όλη την προηγούμενη φάση την κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη και τα αδρώς επιχορηγούμενα Μέσα, αναγκάζονται να προβληματίζονται ή να μεταφέρουν έναν προβληματισμό που είναι διάσπαρτος πια σε όλη την ελληνική κοινωνία. Δεν μπορεί να τα έχει κάνει όλα καλά η κυβέρνηση με την πανδημία. Αυτή η συζήτηση, λοιπόν, είναι εξόχως ενοχλητική.
Η αλλαγή της ατζέντας, έστω και αν αυτό είναι μια πολύ βραχυπρόθεσμη στρατηγική, αλλά η αλλαγή της ατζέντας, αυτή δηλαδή η σκοπιμότητα, απαντάει στο γιατί προχώρησε ο κ. Μητσοτάκης σε αυτή την επιλογή.
Στο δεύτερο ερώτημα, και κλείνω, στο αν βλέπω να μπορεί να δημιουργηθεί ένα ευρύτερο μέτωπο δυνάμεων που να έχει μια πιο σταθερή συγκρότηση, θέλω να απαντήσω όσο πιο συγκρατημένα μπορώ. Θεωρώ απαραίτητο να υπάρξει ένα μέτωπο δημοκρατικών δυνάμεων. Αλλά από ‘κει και πέρα, πιστεύω ότι δεν είναι τόσο εύκολο να δημιουργηθεί ένα πιο σταθερό πολιτικό μέτωπο. Οι ιδεολογικές και πολιτικές διαφορές είναι υπαρκτές, υπάρχουν, είναι μεγάλες. Νομίζω, όμως, ότι και μόνο το ότι υπήρξε αυτή η πρώτη συνάντηση και σύγκλιση πάνω στο αυτονόητο των δημοκρατικών δικαιωμάτων, αποτελεί μια θετική παρακαταθήκη για το μέλλον.