Του Μάνου Οικονομίδη
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Αξία”, το Σάββατο 29 Φεβρουαρίου 2020
Μια χώρα με γονιδιακή προδιάθεση να ανακαλύπτει «αντιπάλους» εκεί όπου δεν υπάρχουν, και πολύ γρήγορα να τους αναγορεύει σε «εχθρούς». Εμείς… είμαστε. Και το σχετικό γενετικό αποτύπωμα το κουβαλάμε από τα πολύ παλιά χρόνια. Εκείνα τα οποία, μέχρι και σήμερα επικαλούμαστε ως ιστορικό προνόμιο, ακριβώς επειδή σε αντίθεση με άλλους λαούς που… μας προσπέρασαν, δεν καταφέραμε να επικαιροποιήσουμε με καινούριους «Παρθενώνες».
Η χώρα μας λοιπόν, το έθνος των Ελλήνων, η ζώσα κοινωνία δεν κατάφερε να εξέλθει από τη διαρκή και σύνθετη κρίση της τελευταίας δεκαετίας με λιγότερες… φορτίσεις σε σχέση με την αφετηρία αυτής της μοιραίας περιόδου.
Ο ιστορικός του μέλλοντος θα φλερτάρει με τον προχωρημένο πειρασμό να μας περιγράψει ως, μια χώρα η οποία έπαθε αλλά… δεν έμαθε. Δεν διδαχτήκαμε πολλά από τα λάθη και τις υστερήσεις μας. Δεν τα διορθώσαμε. Δεν γίναμε αντικειμενικά καλύτεροι.
Η έκρηξη κοινωνικής οργής που καταγράφηκε πρόσφατα με το μεταναστευτικό, αλλά και μια σειρά ακόμη αντίστοιχα αποτυπώματα απουσίας μετριοπάθειας, σύνεσης και κοινής λογικής, επιβεβαιώνουν πόσο βαρύ τίμημα πληρώνουμε για την επικράτηση των άκρων στην Ελλάδα της κρίσης.
Τα άκρα και οι ακρότητες που τα συνοδεύουν, όπως συνήθιζε να λέει ο Κώστας Καραμανλής, η αποχώρηση του οποίου από την πρώτη γραμμή, συρρίκνωσε τις αντιστάσεις του πολιτικού συστήματος στον πειρασμό του διαρκούς φλερτ με τη γοητεία των άκρων.
Η Δημοκρατία είναι εξαιρετικά κοστοβόρο πολίτευμα. Απαιτεί διαρκή φροντίδα και υπεράσπιση, από πολιτική εξουσία, διαμεσολαβητές και διαμορφωτές της κοινής γνώμης και φυσικά την ίδια την κοινωνία.
Το τέρας στον καθρέφτη, που έλεγε ο Μάνος Χατζηδάκις. Πώς να το αντιμετωπίσουν εκείνοι που δεν καταλαβαίνουν ότι… του μοιάζουν.