Του Μάνου Οικονομίδη
Η εξέλιξη της ανθρώπινης σκέψης έβρισκε πάντοτε διαρκή ανατροφοδότηση στο πείσμα να πάει πιο μακριά, στην αυθόρμητη ανάγκη να επιβιώσουμε. Να αντέξουμε τις πληγές. Να σηκωθούμε, μετά την πτώση.
Γι’ αυτό και δημιούργησε μηχανισμούς ίασης των τραυμάτων. Κυρίως της καρδιάς. Εκείνων δηλαδή που δεν φαίνονται και χρειάζεται να αφιερώσει κάποιος χρόνο και προσοχή για να διαγνώσει το βάθος και την έντασή τους.
Σε αυτή τη θεραπευτική διαδικασία, ο χρόνος έχει κεντρική χρησιμότητα αποτελέσματος. Δεν θεραπεύει ακριβώς, αλλά μετατοπίζει το κέντρο βάρους από την απώλεια στη διαχείρισή της. Επειδή πρέπει να συνεχίσεις. Να ζεις. Και για εκείνον που δεν είναι πια εδώ.
Ακούγεται ρεαλιστικό σε θεωρητικό επίπεδο. Στην πράξη, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Οι συνέπειες της απώλειας δεν ανατρέπονται. Απλώς αναζητείς ένα βιώσιμο ισοδύναμο σενάριο, για εκείνες τις αναπόφευκτες μοναχικές συζητήσεις με τον εαυτό σου, ειδικά τα βράδια, τότε που το φως είναι πάντα λιγοστό. Κυρίως αυτό που θα έπρεπε να ζεσταίνει την καρδιά.
Πέρασαν τρία χρόνια από το μοιραίο απόγευμα που μας υποχρέωσε να μάθουμε να ζούμε χωρίς τον Μιχάλη. Δεν μάθαμε. Συνηθίσαμε στην απουσία του, αλλά όχι στο κενό. Μας άφησε έναν ωκεανό αναμνήσεων, για τις πολύ δύσκολες εκείνες μοναχικές σκέψεις. Λείπει όμως η φωνή που αγκάλιαζε την κοινή λογική. Η ματιά που σε έπειθε να μην ανησυχείς. Το χαμόγελο που έδιωχνε την ανησυχία.
Ο Μιχάλης Ζαφειρόπουλος θα είναι πάντα εκεί. Μέσα μας. Στην καρδιά και το μυαλό μας. Υπάρχουν στιγμές ωστόσο, που αυτό δεν είναι αρκετό. Δεν γεμίζει το κενό. Δεν “συνηγορεί” να συνεχίζεις να αναζητάς το φως, εκεί που τρεμοσβήνει…