Συνέντευξη του Υπουργού Επικρατείας και Κυβερνητικού Εκπροσώπου, Δημήτρη Τζανακόπουλου, στον ρ/σ «Στο Κόκκινο» και τον δημοσιογράφο, Στάθη Σχινά
ΣΧΙΝΑΣ: Μαζί μας ο Υπουργός Επικρατείας και Κυβερνητικός Εκπρόσωπος για να συζητήσουμε τις τρέχουσες πολιτικές εξελίξεις. Καλημέρα, κ. Τζανακόπουλε.
ΤΖΑΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Καλημέρα, κ. Σχινά.
ΣΧΙΝΑΣ: Φαίνεται, λοιπόν, ότι μπαίνουμε στην τελική ευθεία για την ψήφιση της Συμφωνίας για τις Πρέσπες. Θέλετε να κάνετε μια συνολικότερη αποτίμηση μιας και έχουν γίνει και οι βασικές τοποθετήσεις; Χθες ήταν μέρα στην οποία ουσιαστικά έγινε η παρέμβαση και των πολιτικών αρχηγών, αλλά και του κ. Σαμαρά, που είχε χειριστεί ως πρώην Πρωθυπουργός το θέμα και ως γνωστόν έχει μια ολόκληρη ιστορία…
ΤΖΑΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Νομίζω ότι είναι εφικτό να γίνει μια συνολικότερη αποτίμηση, όχι μόνο της χθεσινής ημέρας, αλλά ενός ολόκληρου χρόνου συζητήσεων, διαλόγου, διαπραγματεύσεων, αλλά και ενός χρόνου που χαρακτηρίστηκε και από εξαλλοσύνες και παροξυσμούς, από τη μεριά της αξιωματικής αντιπολίτευσης, καθώς ο κ. Μητσοτάκης και η ΝΔ βρέθηκαν σε ένα πολιτικό αδιέξοδο, θα έλεγε κανείς, και για αυτό τον λόγο επέλεξαν καθ’ όλη αυτή τη διάρκεια των συζητήσεων να ανακαλύπτουν, να εφευρίσκουν, να κατασκευάζουν επιχειρήματα, ώστε να μην υποστηρίξουν μια ιστορική συμφωνία και μια ιστορικού χαρακτήρα πρωτοβουλία από την μεριά της ελληνικής κυβέρνησης, αλλά και της κυβέρνησης της –σε λίγη ώρα- Βόρειας Μακεδονίας. Εν πάση περιπτώσει, εγώ θέλω να επιμείνω στο γεγονός ότι σήμερα είναι μια ιστορική μέρα. Σήμερα επιλύεται μια ιστορική εκκρεμότητα μεταξύ των δύο χωρών και νομίζω ότι θα μπορούσε να είναι το έναυσμα για μια νέα εποχή, όχι μόνο στις διμερείς σχέσεις, αλλά και στα Βαλκάνια, καθώς η Συμφωνία των Πρεσπών αποτελεί πρότυπο για τον τρόπο με τον οποίο οφείλουν και μπορούν να επιλύονται διμερείς διαφορές και μάλιστα ταυτοτικού χαρακτήρα. Γιατί, ξέρετε, η συγκεκριμένη διαφορά είναι ίσως η τελευταία ταυτοτική διαφορά στην περιοχή των Βαλκανίων και μπορούμε να πούμε ότι σήμερα, με χαρά και με περηφάνια, εν πάση περιπτώσει, γίνεται ένα αποφασιστικό βήμα για την επίλυσή της.
ΣΧΙΝΑΣ: Πέρα από την κατίσχυση, νομίζω, των επιχειρημάτων της κυβέρνησης, αλλά και γενικότερα των υποστηρικτών της Συμφωνίας των Πρεσπών, υπήρχαν και μια σειρά από άλλα θέματα ουσίας, τα οποία αναδείχθηκαν και μέσα από την συζήτηση για την επικύρωση της συγκεκριμένης συμφωνίας. Το έχει πει και η κυβέρνηση, το έχει πει και ο Πρωθυπουργός, το έχετε πει και εσείς, υπάρχει η Συμφωνία των Πρεσπών, υπήρξε η «λυδία λίθος», κατά κάποιον τρόπο, γύρω από την οποία στοιχήθηκαν πολιτικές δυνάμεις, πολιτικές προσωπικότητες, όχι μόνο στη Βουλή και ευρύτερα στην κοινωνία. Το ένα, λοιπόν, είναι αυτό. Αν βλέπετε να υπάρχει, με αφορμή και την συσπείρωση δυνάμεων που επιτεύχθηκε, επόμενη ημέρα σε αυτή την προσπάθεια. Εννοώ την συσπείρωση των δυνάμεων της κεντροαριστεράς.
ΤΖΑΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Θα σας πω το εξής, κ. Σχινά. Η Συμφωνία των Πρεσπών έδρασε ως καταλύτης για να εκκινήσει ο διάλογος από τη μία μεριά του ΣΥΡΙΖΑ και από την άλλη μεριά πολιτικών φορέων, πολιτικών προσώπων και, γενικότερα, δυνάμεων που προέρχονται από τον χώρο της κεντροαριστεράς και του φιλελεύθερου κέντρου και οι οποίες αυτές δυνάμεις στην κυριολεξία έμειναν, θα έλεγε κανείς, πολιτικά και ιδεολογικά άστεγες, αφ’ ης στιγμής η κ. Γεννηματά και το ΚΙΝΑΛ, αποφάσισε να θέσει ως κεντρικό κριτήριο της πολιτικής της τοποθέτησης, όχι το συμφέρον της χώρας και την σημασία της Συμφωνίας των Πρεσπών ως προς το ότι επιλύει ακριβώς την ιστορική ταυτοτική διαφορά, την οποία συζητούσαμε προηγουμένως, αλλά να διαβάσει όλη την πολιτική συγκυρία με βάση το κριτήριο της λεγόμενης στρατηγικής ήττας του ΣΥΡΙΖΑ, που επί της ουσίας αποτελεί και τον άξονα, γύρω από τον οποίο συγκροτείται η πολιτική γραμμή του ΚΙΝΑΛ. Με αυτό τον τρόπο, η κ. Γεννηματά και το ΚΙΝΑΛ ταυτίστηκαν με τη ΝΔ, η οποία με τη σειρά της επέλεξε μια γραμμή, εξαιτίας των αποφάσεων που πήρε ο κ. Μητσοτάκης, που θολώνει σε πολύ μεγάλο βαθμό την εικόνα της κεντροδεξιάς παράταξης που είχε θεμελιώσει, εν πάση περιπτώσει, ο κ. Καραμανλής την περίοδο του 2000, καθώς ο κ. Μητσοτάκης επέλεξε να ταυτιστεί, αν θέλετε, σχεδόν απόλυτα με την ακροδεξιά ομάδα της ΝΔ, τον κ. Σαμαρά, τον κ. Βορίδη και τον κ. Γεωργιάδη. Και τα αποτελέσματα αυτής της πολιτικής ταύτισης ή αυτής της πολιτικής παραχώρησης, αν θέλετε, τα είδαμε χθες, όπου ο κ. Σαμαράς, προχωρώντας ένα βήμα παραπέρα σε σχέση με όσα είχε υποστηρίξει αυτόν τον ένα χρόνο και προσπαθώντας στην πραγματικότητα να μας κάνει να ξεχάσουμε και αυτά που ξέρουμε και για τη δική του κυβέρνηση, υποστήριξε ότι δεν υπάρχει μακεδονικό ζήτημα, ότι δεν υπάρχει καμία άλλη Μακεδονία, μόνο η ελληνική Μακεδονία. Υποστήριξε ότι δεν πρέπει να προχωρήσουμε στην κατεύθυνση επίλυσης του ζητήματος με όρους σύνθετης ονομασίας, κάτι το οποίο αποτελεί την εθνική γραμμή εδώ και 20 χρόνια. Και βλέπετε ότι σιγά –σιγά αρχίζει να διαμορφώνεται μια άλλη οικογένεια λύσεων, η οποία θέλει απλώς και μόνο να μεταθέτει το ζήτημα, διότι η Ελλάδα δεν έχει τίποτα να χάσει εάν δεν επιλυθεί. Αυτό ήταν μια μικρή παρένθεση σε σχέση με τις επιπτώσεις στη ΝΔ της παραχώρησης των κλειδιών του κόμματος στον κ. Σαμαρά, τον κ. Βορίδη και τον κ. Γεωργιάδη. Τώρα, σε σχέση με την κεντροαριστέρα και με τις πολιτικές προσωπικότητες, για τις οποίες με ρωτήσατε, τις πολιτικές δυνάμεις, τους πολιτικούς φορείς, αυτές πράγματι έμειναν πολιτικά άστεγες και είδαμε να δημιουργείται ένα αρκετά πλατύ μέτωπο στήριξης της Συμφωνίας των Πρεσπών, του ορθολογισμού, του ρεαλισμού στις διεθνείς σχέσεις. Και νομίζω ότι αυτό είναι πράγματι ένα αρκετά θετικό βήμα, ένα βήμα που μπορεί να λειτουργήσει και ως καταλύτης. Όμως, μια ευρύτερη συμπαράταξη, αν θέλετε, ένα ευρύτερο μέτωπο, το οποίο θα περιλαμβάνει συνολικότερες πολιτικές συμφωνίες, δεν αρκεί να μείνει στο ζήτημα της Συμφωνίας των Πρεσπών όπως καταλαβαίνετε, χρειάζεται διάλογος για μια σειρά από ζητήματα, στα οποία θα μπορούσαν να βρεθούν ενδεχομένως λύσεις, ζητήματα που αφορούν την αγορά εργασίας, την ανάγκη επαναρύθμισής της.
ΣΧΙΝΑΣ: Δηλαδή, την ύπαρξη, ας πούμε, ενός προοδευτικού προγράμματος και για την κοινωνία και την οικονομία;
ΤΖΑΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Ναι, αλλά προσέξτε τώρα εδώ. Διότι μια οποιαδήποτε -αν θέλετε- πολιτική μετωπική συγκρότηση, δεν μπορεί να είναι μονοθεματική. Πρέπει να εμπεριέχει συμφωνίες και συγκλίσεις και κοινό βηματισμό σε μια σειρά από ζητήματα. Εκεί τα πράγματα, όπως καταλαβαίνετε, γίνονται λίγο πιο περίπλοκα, διότι συζητάμε για ζητήματα που έχουν να κάνουν με τη ρύθμιση της αγοράς εργασίας, με την οικοδόμηση κοινωνικού κράτους, με την εγγύηση των εργασιακών δικαιωμάτων, με την ενίσχυση του εισοδήματος των εργαζομένων, με την περαιτέρω προστασία των κοινωνικών πολιτικών.
ΣΧΙΝΑΣ: Θα πάρει πρωτοβουλίες η κυβέρνηση για να συνεχιστεί αυτός ο διάλογος που άνοιξε;
ΤΖΑΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Η κυβέρνηση κυβερνά, κ. Σχινά. Τις πρωτοβουλίες για να υπάρξει διάλογος τις παίρνουν τα πολιτικά κόμματα, τις παίρνει η κοινωνία των πολιτών και όχι το κράτος.
Άρα, λοιπόν, νομίζω ότι ο ΣΥΡΙΖΑ το έχει αποδείξει αυτό και στη στρατηγική για την τακτική του, ενόψει των αυτοδιοικητικών εκλογών, βεβαίως παίρνει διαρκώς πρωτοβουλίες για να δημιουργούνται ευρύτερες συσπειρώσεις, ευρύτερες συμμαχίες, να υπάρχουν πολιτικές συγκλίσεις. Και σε αυτή τη γραμμή θα συνεχίσει, ούτως ή άλλως, και το επόμενο διάστημα. Και νομίζω, για να κλείσω αυτό το κεφάλαιο, ότι η Συμφωνία των Πρεσπών πράγματι λειτούργησε ως καταλύτης για να μπορέσουν δυνάμεις που, αν θέλετε, κατατάσσονται στο αριστερό φάσμα…
ΣΧΙΝΑΣ: Ή στο ευρύτερο προοδευτικό, εν γένει.
ΤΖΑΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: …από το κέντρο και προς τα αριστερά, να μπορέσουν σιγά – σιγά να βρουν κοινούς βηματισμούς, να ανοίξουν πεδία διαλόγου.
ΣΧΙΝΑΣ: Αν είχαμε, όμως, συσπειρώσεις στην πέρα του κέντρου προς τα αριστερά περιοχή, είχαμε και το αντίθετο. Δεν θέλω να σταθώ βέβαια στο γεγονός, το ότι διαλύθηκε η κυβερνητική συμμαχία με τους ΑΝΕΛ με τον τρόπο που έγινε, αλλά κυρίως στο γεγονός ότι και στη ΝΔ επικράτησε μια ακροδεξιά ατζέντα πάνω στο θέμα, γιατί η ΝΔ είχε άλλη στο παρελθόν τοποθέτηση επί του θέματος, ήταν υπέρ της σύνθετης ονομασίας με γεωγραφικό προσδιορισμό και με erga omnes και με την απάλειψη των αλυτρωτικών συμβόλων και διατάξεων, εν πάση περιπτώσει, από τη νομοθεσία και από το σύνολο της ζωής της γειτονικής χώρας, αναδείχτηκε όμως και κάτι άλλο: ότι για ακόμη μία φορά η ναζιστική ακροδεξιά, η Χρυσή Αυγή και οι παραφυάδες της, κ. Τζανακόπουλε, εμφανίστηκαν με αξιώσεις να απευθύνονται στο σύνολο του ελληνικού λαού και κυρίως. Μιλώ για τα τάγματα εφόδου, έτσι;
ΤΖΑΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Ναι, ναι. Από τις λεκτικές υπερβολές, τις απειλές μέσω του διαδικτύου ή μέσω των κινητών τηλεφώνων, περάσαμε πια και στην πράξη. Είδαμε να επιτίθενται σε σπίτια βουλευτών, είδαμε να προπηλακίζουν πολιτικά πρόσωπα, είδαμε ένα σχέδιο εισβολής στην πραγματικότητα στο Ελληνικό Κοινοβούλιο, όπου κάποιες ακροδεξιές φασιστικές πολιτικές ομάδες ή μια πολιτική ομάδα επιχείρησε να εισβάλει στο ελληνικό Κοινοβούλιο, για να κάνει τι ακριβώς; Αυτό είναι ένα ερώτημα, το οποίο πρέπει να απαντηθεί. Να καταλάβει το ελληνικό Κοινοβούλιο; Να καταλύσει τη δημοκρατική κοινοβουλευτική λειτουργία; Εδώ τα πράγματα αρχίζουν και γίνονται κάπως επικίνδυνα, όπως καταλαβαίνετε, κύριε Σχινά. Αλλά, εν πάση περιπτώσει, νομίζω ότι αυτό το οποίο έχει συμβεί τον τελευταίο χρόνο είναι το εξής: Η ΝΔ, ακριβώς για λόγους που έχουν να κάνουν με την πολιτική της συνοχή, μετατοπίστηκε και στην πραγματικότητα υιοθέτησε τον ακροδεξιό πολιτικό λόγο της ομάδας Σαμαρά-Βορίδη-Γεωργιάδη. Ο κ. Μητσοτάκης από κεντρώος, φιλελεύθερος ή κεντροδεξιός φιλελεύθερος ή φιλελεύθερος μεταρρυθμιστής, μεταμορφώνεται μέρα με τη μέρα σε έναν πολιτικό, ο οποίος παραδίνεται και ως προς το λόγο και ως προς το ύφος στην ακροδεξιά. Αυτό, όπως καταλαβαίνετε, απελευθερώνει πολιτικές δυνάμεις. Δημιουργεί ένα πλαίσιο, αν θέλετε, κάλυψης προς πολιτικές δυνάμεις πιο ριζοσπαστικές από τη ΝΔ. Διότι, αν η ΝΔ λέει αυτά που λέει σήμερα και μιλά για προδοσίες, μιλά για μειοδοσίες, μιλά για ενδοτισμούς, μιλά για ξεπουλημένους βουλευτές και αν στελέχη της ΝΔ στέλνουν απειλητικά μηνύματα ή ενορχηστρώνουν και οργανώνουν καμπάνιες εκβιασμού βουλευτών, τότε τι περιμένετε ότι θα κάνει η Χρυσή Αυγή; Είναι, επομένως, απολύτως λογικό όλο αυτό το οποίο συμβαίνει, λογικό μέσα στον παραλογισμό του, με δεδομένη την πολιτική γραμμή την οποία ακολουθεί ο κ. Μητσοτάκης, ο οποίος χθες, σας θυμίζω, δεν βρήκε σε μια ολόκληρη ώρα που μίλαγε στο ελληνικό Κοινοβούλιο, έστω και μία πρόταση για να καταδικάσει την επίθεση στο σπίτι της κυρίας Σκούφα, την επίθεση στο σπίτι της κυρίας Τζάκρη, την επίθεση στον βουλευτή Καστόρη, το σχέδιο εισβολής στο ελληνικό Κοινοβούλιο την προηγούμενη Κυριακή. Άρα, λοιπόν, φαίνεται ότι με τις πλάτες και με την κάλυψη της ΝΔ, οι ακροδεξιές ομάδες, οι ακροδεξιές οργανώσεις και φυσικά η Χρυσή Αυγή έχουν βρεθεί σχεδόν εκτός ελέγχου. Αλλά, εν πάση περιπτώσει, το βέβαιο είναι ότι εμείς ως κυβέρνηση, αλλά και το δημοκρατικό πολιτικό σύστημα, δεν πρόκειται να επιτρέψει τέτοιου είδους ακραίες συμπεριφορές οι οποίες εκφεύγουν των όσων γνωρίζαμε για τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να λειτουργεί η δημοκρατία.
ΣΧΙΝΑΣ: Δύσκολα θα διαφωνήσει κανείς μαζί σας, αλλά επιτρέψτε μου να επιμείνω λίγο. Ξέρετε, δεν είναι μόνο οι επιθέσεις στους επωνύμους και στη Βουλή –καλά κάνατε και τις αναφέρατε, βεβαίως, γιατί είναι η κορυφαία στιγμή αυτής της αναβίωσης της ακροδεξιάς τρομοκρατίας- αλλά για παράδειγμα, ας πούμε, μας καταγγείλανε χθες ότι εδώ στην ευρύτερη περιοχή υπήρχαν ομάδες, εποχούμενες μάλιστα σε μηχανές, δύο-δύο, άτομα με τα γνωστά χαρακτηριστικά. Υπήρχαν και δύο νέοι μαθητές, από τους οποίους ο ένας πήγε νοσοκομείο για εγχείρηση. Εν πάση περιπτώσει, θέλω να πω ότι σε επίπεδο μέτρων, έτσι, η υπεράσπιση της Δημοκρατίας απαιτεί και μέτρα. Πέρα από την καταδίκη, η κυβέρνηση προτίθεται να πάρει μέτρα;
ΤΖΑΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Το πρώτο πράγμα το οποίο απαιτεί είναι τη συμπαράταξη του συνόλου του δημοκρατικού πολιτικού κόσμου και αυτό, δυστυχώς, βλέπουμε ότι δεν είναι ένα βήμα που η ΝΔ είναι διατεθειμένη να κάνει και αυτό είναι το δυστύχημα στη συγκεκριμένη περίπτωση. Αυτό είναι το πρώτο. Το δεύτερο, αφορά την οργάνωση των πολιτικών δυνάμεων του δημοκρατικού τόξου απέναντι σε αυτά τα φαινόμενα και το τρίτο, προφανώς, αφορά τα μέτρα και την, αν θέλετε, καταστολή τέτοιου τύπου συμπεριφορών και εγκληματικού χαρακτήρα. Ως προς το τελευταίο, είναι προφανές ότι η ελληνική κυβέρνηση, η ελληνική αστυνομία, αλλά και η ελληνική δικαιοσύνη, όχι μόνο οφείλουν, αλλά και αυτό πιστεύω ότι θα κάνουν, θα εξαντλήσουν την αυστηρότητά τους. Διότι, πλέον, αυτός ο οποίος κινδυνεύει είναι η ίδια η δημοκρατική πολιτική παράδοση της χώρας.
ΣΧΙΝΑΣ: Κύριε Τζανακόπουλε, σήμερα είναι 25 Ιανουαρίου και ως γνωστόν τέσσερα χρόνια ακριβώς πριν, ο ΣΥΡΙΖΑ κέρδιζε για πρώτη φορά τις εκλογές. Ακολούθησαν τα όσα γεγονότα είναι γνωστά. Το δημοψήφισμα και η επανεκλογή τον Σεπτέμβρη του 2015. Αφορμής δοθείσης, λοιπόν, μιας και έχουμε αυτή την επέτειο, αν και η ώρα του απολογισμού νομίζω για την κυβέρνηση θα είναι όταν πια φτάσει στο σημείο να γίνουν οι εκλογές, εννοώ την ολοκλήρωση της 4ετίας μετά τη δεύτερη εκλογή. Παρ’ όλα αυτά, θα ήθελα τη δική σας εκτίμηση.
ΤΖΑΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Είναι πολύ δύσκολο να κάνει κανείς μια αποτίμηση.
ΣΧΙΝΑΣ: Όχι μια αποτίμηση, όχι μια αποτίμηση, το ξέρω, το ξέρω. Δυο κουβέντες μόνο. Είναι τέσσερα χρόνια μετά. Τι σημαίνει αυτό.
ΤΖΑΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Πράγματι, είναι τέσσερα χρόνια μετά. Είμαστε σε μια εντελώς διαφορετική χώρα, κατά τη γνώμη μου. Δηλαδή, τον Γενάρη του 2015 αυτό το οποίο κληθήκαμε να αντιμετωπίσουμε ήταν λεόντειες συμφωνίες, εξαιρετικά ακραία μέτρα λιτότητας, την προοπτική μιας αδυναμίας να εξυπηρετούμε το ελληνικό χρέος χωρίς βοήθεια από τον επίσημο τομέα. Η διαπραγμάτευση του 2015 ήταν εξαιρετικά σκληρή και εξαιρετικά επίπονη. Κατέληξε εκεί που κατέληξε τον Ιούλιο του 2015. Και από εκεί και πέρα, μεσολάβησαν πάρα πολλά. Μεσολάβησε η εφαρμογή του τρίτου προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής, το οποίο επιβάρυνε βεβαίως, παρά το γεγονός ότι ήταν πολύ ηπιότερο από τα δύο προηγούμενα μνημόνια, τα βάρη που είχαν σωρευτεί στην ελληνική κοινωνία ήταν μεγάλα. Όμως, μεσολάβησαν και μια σειρά από πρωτοβουλίες της ελληνικής κυβέρνησης, για να μπορέσει η κοινωνία να σταθεί στα πόδια της, να σταθεί όρθια, μέσα σε αυτή την πάρα πολύ δύσκολη οικονομική συνθήκη. Σας θυμίζω τα μέτρα για την ανθρωπιστική κρίση. Σας θυμίζω το κοινωνικό εισόδημα αλληλεγγύης. Την πλήρη και καθολική πρόσβαση που δόθηκε ακόμα και στους ανασφάλιστους στο Εθνικό Σύστημα Υγείας. Την καταπολέμηση της μαύρης εργασίας, την προστασία της πρώτης κατοικίας. Μια σειρά δηλαδή από μέτρα, τα οποία αποσκοπούσαν στο να κρατηθεί η κοινωνία όρθια. Σήμερα, πια, βρισκόμαστε εκτός μνημονίου. Νομίζω ότι μπορούμε να επιταχύνουμε το βήμα και το επιταχύνουμε για την οικοδόμηση ενός νέου παραγωγικού μοντέλου στη χώρα, για την οικονομική και κοινωνική μας ανασυγκρότηση, με βασικό μας γνώμονα και βασικό κριτήριο να μπουν οι εργαζόμενοι στο επίκεντρο. Και νομίζω ότι με όσα έχουν γίνει τους τελευταίους μήνες, από τον Σεπτέμβριο του 2018 μέχρι και σήμερα, φαίνεται ότι αυτή η πολιτική στρατηγική και αυτή η πολιτική προτεραιοποίηση και κοινωνική προτεραιοποίηση, την οποία κάνουμε, έχει αρχίσει να αποδίδει καρπούς. Είδα ότι πριν από μία ή δύο μέρες –αν θυμάμαι καλά- ότι σύμφωνα με νεότερα στοιχεία που προέκυψαν από την ΕΛΣΤΑΤ, ήδη, το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών στο τρίτο τρίμηνο του 2018 ήταν αυξημένο κατά 5% περίπου, 4,5%. Πράγμα το οποίο αποτελεί και τον δείκτη του ότι βρισκόμαστε σε μια νέα πλέον φάση, διότι καλό είναι να κοιτάμε και τους ρυθμούς ανάπτυξης και τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους.
ΣΧΙΝΑΣ: Λοιπόν, κύριε Τζανακόπουλε, σας είχα διακόψει. Είχαμε βάλει μια άνω τελεία. Δεν ξέρω αν θέλετε να συνεχίσετε πάνω στο ίδιο θέμα, για την επόμενη μέρα.
ΤΖΑΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Για να συνοψίσουμε αυτό το οποίο έλεγα προηγουμένως. Είναι πολύ σημαντικό να κοιτάμε τα θεμελιώδη μεγέθη της οικονομίας, τους ρυθμούς ανάπτυξης, την οικονομική εμπιστοσύνη, τις εξαγωγές, τη βιομηχανική παραγωγή. Βεβαίως, όλα αυτά είναι εξαιρετικά σημαντικά. Όμως, για μας αυτό που έχει ιδιαίτερη σημασία είναι και οι κοινωνικοί δείκτες. Δηλαδή, ο δείκτης ανεργίας, ο δείκτης της μαύρης εργασίας, που έχει μειωθεί από το 20 στο 10%. Το μερίδιο των μισθών στο ΑΕΠ και φυσικά, το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, που είναι και ο κρίσιμος δείκτης, για να δούμε εάν τελικά οι οικονομικές πολιτικές και οι δημοσιονομικές πολιτικές καταλήγουν να έχουν θετικό αποτέλεσμα στο επίπεδο της πραγματικής οικονομίας και στις ζωές των πολλών ή όχι. Και νομίζω ότι φαίνεται σιγά-σιγά ότι αρχίζουν και αποδίδουν οι πολιτικές τις οποίες έχει ασκήσει η κυβέρνηση αυτή, είτε στον χώρο της αγοράς εργασίας, είτε στο δημοσιονομικό τοπίο.
ΣΧΙΝΑΣ: Σε αυτή την επόμενη μέρα η πολιτική στήριξη θα είναι πιστεύετε από ένα ευρύτερο μέτωπο; Πέραν του κυβερνητικού κόμματος; Θα γίνει προσπάθεια για να υπάρξει μια συσπείρωση και σε αυτά τα θέματα;
ΤΖΑΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Σας απάντησα και προηγουμένως. Η Συμφωνία των Πρεσπών, βεβαίως, λειτούργησε ως καταλύτης για να βρεθούν μαζί πολιτικές δυνάμεις από την Αριστερά, από την κεντροαριστερά, από το φιλελεύθερο κέντρο που, εν πάση περιπτώσει, αντιτάχθηκαν στην ακροδεξιά, τον εθνικισμό. Μίλησαν με ρεαλιστικούς και πατριωτικούς όρους για το ζήτημα της επίλυσης της διμερούς διαφοράς. Από εκεί και πέρα, μένει –και νομίζω ότι αυτό είναι το ζητούμενο της επόμενης περιόδου- να τεθούν και τα ζητήματα της οικονομικής και της κοινωνικής πολιτικής στο επίκεντρο ενός τέτοιου πολιτικού διαλόγου. Και ας ελπίσουμε ότι θα μπορέσουμε να βρούμε κοινούς βηματισμούς, έχοντας πάντα ως γνώμονα και ως κεντρικό μας κριτήριο και προτεραιότητα τη βελτίωση των ζωών των πολλών.
ΣΧΙΝΑΣ: Κύριε Τζανακόπουλε, να γυρίσουμε λίγο στη χθεσινή συζήτηση στη Βουλή. Υπήρξε ένα στοιχείο, το οποίο, τουλάχιστον σε εμένα, αλλά πιστεύω και σε πάρα πολύ κόσμο, έκανε ιδιαίτερη εντύπωση. Την επίθεση, η οποία διαδέχτηκε την τοποθέτηση την πολιτική του Πρωθυπουργού απέναντι στο ΚΚΕ, του κ. Κουτσούμπα με χαρακτηρισμούς, οι οποίοι τουλάχιστον προσωπικά τους θεωρώ πρωτοφανείς. Μίλησε για «κοτζαμάνηδες» του ΣΥΡΙΖΑ, αν θυμάμαι καλά και νομίζω ότι θυμάμαι καλά, και έκανε επίσης και μια επίθεση, χαρακτηρίζοντάς τον με πολύ απαξιωτικό τρόπο, στον διευθυντή του γραφείου Τύπου του Πρωθυπουργού, τον Θανάση τον Καρτερό, παλιό διευθυντή, βέβαια, του Ριζοσπάστη… ήταν μια επίθεση πολύ αήθης, θα την έλεγα.
ΤΖΑΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Εγώ δεν πρόκειται να προχωρήσω σε χαρακτηρισμούς. Νομίζω ότι όσα είπε χθες ο Πρωθυπουργός για το ΚΚΕ και για τη στάση του στη Συμφωνία των Πρεσπών, κινητοποίησαν αυτή την επίθεση, γιατί μάλλον χτύπησαν κάποιο νεύρο. Το ΚΚΕ πάντοτε στην Ελλάδα είχε υπάρξει μια από τις κεντρικές, αν θέλετε, πολιτικές δυνάμεις που αντιτάχθηκαν στην ακροδεξιά, στον εθνικισμό, στον εθνικιστικό παροξυσμό, ιδιαίτερα στις αρχές της δεκαετίας του ‘90 και από εκεί και πέρα, έχει και μια βαριά και πλούσια ιστορία. Ο Πρωθυπουργός μίλησε χθες, για πρώτη φορά, στο ελληνικό Κοινοβούλιο ακούστηκε το όνομα της Μίρκας Γκίνοβα, της Σλαβομακεδόνισσας κομμουνίστριας, της πρώτης γυναίκας που εκτελέστηκε στον Εμφύλιο που ήταν μέλος του ΚΚΕ. Μίλησε για τους 70.000 πρόσφυγες, που δεν κατάφεραν να επιστρέψουν στην πατρίδα τους το 1983, μετά τη σχετική απαγόρευση. Μίλησε για το σλαβομακεδονικό αλφαβητάρι. Αλλά, εν πάση περιπτώσει, αυτό το οποίο είπε στο ΚΚΕ είναι ότι με όλη αυτή την ιστορική κληρονομιά και αυτό το τεράστιο καταγωγικό βάρος που φέρει το ΚΚΕ, πρέπει να αναμετρηθεί το ίδιο το ΚΚΕ. Και έθεσε μια πάρα πολύ απλή ερώτηση στον κ. Κουτσούμπα, η οποία και δεν απαντήθηκε. Έστω ότι δεχόμαστε το σύνολο της επιχειρηματολογίας ή της αφήγησης του κ. Κουτσούμπα ότι δήθεν η Συμφωνία των Πρεσπών επιβλήθηκε ή υπαγορεύτηκε από τον δυτικό ιμπεριαλισμό, από τη Δύση, από το ΝΑΤΟ κτλ. Το πολιτικό ερώτημα που παραμένει αναπάντητο από τη μεριά του ΚΚΕ είναι, πώς πρέπει να ονομάζονται οι γείτονές μας τελικά; Πώς πρέπει να ονομάζονται; Το ελληνικό κράτος πρέπει ή δεν πρέπει να τους αναγνωρίσει; Ανεξαρτήτως όλων των υπολοίπων. Αλλά, εν πάση περιπτώσει, το χειρότερο σε σχέση με το ΚΚΕ είναι το εξής: Ότι θα μπορούσε κανείς να δεχτεί μια αρνητική ψήφο ή μια αποχή άνευ ισχυρής κριτικής με την έννοια ότι αυτή θα οδηγούσε ή οδηγεί, εν πάση περιπτώσει, στην είσοδο της Βόρειας Μακεδονίας στην Ευρωατλαντική Συμμαχία, στο ΝΑΤΟ. Καλώς. Όμως, το ΚΚΕ δεν κάνει μόνο αυτό. Αντιθέτως, προχωρά ένα βήμα παραπέρα και στον λόγο του έχει εντάξει και επιχειρήματα, τα οποία προέρχονται και έχουν γεννηθεί στο άλλο άκρο του πολιτικού φάσματος. Δηλαδή, μιλά για παράδοση της εθνότητας, μιλά για παράδοση της γλώσσας και φτάνει ακόμα και στο σημείο να μιλήσει για το ψευδεπίγραφο δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού. Νομίζω ότι αυτές οι, αν θέλετε, πολιτικές τοποθετήσεις δεν αρμόζουν σε ένα κόμμα όπως το ΚΚΕ, με την πολιτική και την πλούσια αγωνιστική του ιστορία.
ΤΖΑΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Κύριε Τζανακόπουλε, σας ευχαριστώ πάρα πολύ γι΄ αυτή την ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα συνομιλία, νομίζω και για τις ακροάτριες και τους ακροατές μας. Καλή σας ημέρα.
ΤΖΑΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Να είστε καλά.