Ομιλία του Υπουργού Επικρατείας και Κυβερνητικού Εκπροσώπου, Δημήτρη Τζανακόπουλου, στη συζήτηση στη βουλή για τον κρατικό προϋπολογισμό
Ήταν ενδιαφέρον, αν και κάπως ειρωνικό, να ακούμε τον κ. Σαλμά από τούτο εδώ το Βήμα να κάνει μαθήματα εξοικονόμησης στην υγεία, να μας κάνει σύντομα μαθήματα μαρξιστικής πολιτικής οικονομίας, να μας κάνει μαθήματα εργατικής αυτοδιαχείρισης. Νομίζω ότι ήταν υποδειγματική η ομιλία του κ. Σαλμά για το μέγεθος της σύγχυσης που επικρατεί αυτήν τη στιγμή στη Νέα Δημοκρατία, αλλά και, εάν θέλετε, αποτυπώνει με τον πιο σαφή τρόπο το γεγονός ότι μάλλον στα ζητήματα της οικονομίας η Νέα Δημοκρατία έχει πετάξει «λευκή πετσέτα». Μετά την κατάρρευση όλου του αφηγήματος που έκτιζε επί μία περίπου τριετία περί κατάρρευσης της ελληνικής οικονομίας, περί καταστροφής των βασικών παραγωγικών της ιστών και διάφορα τέτοια, τα οποία ακούγαμε με αρκετά μεγάλη υπομονή, σήμερα η Νέα Δημοκρατία έχει αφήσει αυτό το καταστροφολογικό αφήγημα στην άκρη, απ’ ό,τι φαίνεται, και το έχει ρίξει είτε στην ακροδεξιά ρητορική είτε στην προσπάθεια να παρουσιαστεί ως ο μεγάλος προστάτης των φτωχών.
Ακούστε, λοιπόν, τώρα ποια είναι η πραγματικότητα και αυτές είναι μερικές προκαταρκτικές σημειώσεις, εάν θέλετε, τις οποίες οφείλω να κάνω μετά και τη σχετική ομιλία του κ. Σαλμά.
Πρώτη σημείωση. Ατομικό χρέος. Λέει ο κ. Σαλμάς ότι εκτινάξαμε το ατομικό χρέος εμείς του ΣΥΡΙΖΑ, που οδηγήσαμε την ελληνική οικονομία στην καταστροφή. Στις 31/12/2014, κύριε Σαλμά, είχαμε τρία εκατομμύρια τριακόσιες ογδόντα έξι χιλιάδες εκατόν σαράντα πέντε μικροοφειλέτες με σύνολο οφειλών έως 3.000 ευρώ και συνολικό χρέος αυτών των οφειλετών με 1,8 δισεκατομμύρια ευρώ. Την 1/12/2018 έχουμε αυτή τη στιγμή τρία εκατομμύρια τριακόσιες εβδομήντα επτά χιλιάδες μικροοφειλέτες με σύνολο οφειλών έως 3.000 ευρώ και συνολικό χρέος αυτών των οφειλετών 1,626 δισεκατομμύρια ευρώ, δηλαδή κάτω από το σχετικό ποσοστό που ήταν το ατομικό χρέος για τους μικροοφειλέτες το 2014. Πρώτη ανακρίβεια.
Δεύτερη ανακρίβεια σχετικά με τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών, που μας είπατε ότι αυξήσαμε τις ασφαλιστικές εισφορές. Να σας θυμίσω ότι για το 88% των ελευθέρων επαγγελματιών, γιατρών, δικηγόρων και μηχανικών, οι ασφαλιστικές εισφορές, σύμφωνα με τον ν. 4387, είναι χαμηλότερες από τις ασφαλιστικές εισφορές που ίσχυαν με βάση το προηγούμενο σύστημα των κλάσεων. Αυτό το οποίο κάνει αυτή τη στιγμή η Κυβέρνηση είναι ότι για μία ειδική κατηγορία μεσοστρωμάτων, δηλαδή για το 12% των αυτοαπασχολούμενων, γιατρών, μηχανικών και δικηγόρων, που έχουν μέσο εισόδημα και πάνω, μειώνει τις ασφαλιστικές εισφορές από το 20% στο 13%. Από εκεί και πέρα, το 88%, δηλαδή η κοινωνική πλειοψηφία των μικρομεσαίων, είχε ήδη ελαφρυνθεί με βάση τις ρυθμίσεις του ν. 4387 και με τη σύνδεση των ασφαλιστικών εισφορών με το πραγματικό εισόδημα.
Σημείωση τρίτη περί αύξησης της φορολογίας, επειδή το ακούω και από εσάς, το έχω ακούσει και από διάφορους ομιλητές της Νέας Δημοκρατίας όλες αυτές τις ημέρες της υποτονικής, οφείλω να πω, συζήτησης για τον προϋπολογισμό, γιατί, όπως σας είπα, μάλλον έχετε πετάξει «λευκή πετσέτα». Είχαμε 35 δισεκατομμύρια ευρώ νέους φόρους κατά την περίοδο 2010-2014 και 4 δισεκατομμύρια νέους φόρους από το 2015 έως το 2018. Αυτήν τη στιγμή είναι η πρώτη φορά που ο προϋπολογισμός δίνει τη δυνατότητα δημοσιονομικής επέκτασης, δηλαδή αύξησης από τη μία πλευρά δαπανών και μείωσης φορολογίας, πράγμα το οποίο εσείς καθ’ όλη τη διάρκεια της διακυβέρνησής σας, από το 2012 μέχρι το 2014, δεν κάνατε ούτε μία φορά, εκτός από τον Μάιο του 2014, όταν αποφασίσατε να ρίξετε στα βράχια το ίδιο το πρόγραμμα που εσείς είχατε αποδεχθεί και είχατε υπογράψει, το δεύτερο μνημόνιο δηλαδή, διότι θεωρήσατε ότι πλέον δεν σας μένει καμία άλλη λύση, για να μπορέσετε να αποτρέψετε την πολιτική άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ.
Τι κάνατε, λοιπόν; Μονομερώς μειώσατε τον ΦΠΑ στην εστίαση από το 23% στο 13%. Ξέρετε ποιο ήταν το αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής, κύριε Σαλμά; Δεν απευθύνομαι σε εσάς προσωπικά, απλώς το λέω επειδή βρισκόμαστε σε μία διαλογική σχέση, καθώς ομιλώ μετά από εσάς. Ξέρετε ποιο ήταν το αποτέλεσμα, λοιπόν; Το αποτέλεσμα ήταν ότι ενώ είχατε στόχο πρωτογενούς πλεονάσματος 1,5% για το 2014, φθάσατε σε πρωτογενές πλεόνασμα 0%, ενώ η έκθεση των Θεσμών του Μαΐου 2014 έλεγε ότι το πρόγραμμα είναι πλέον αναντίστρεπτα εκτός πορείας. Αυτά δεν έγιναν ούτε τον Οκτώβριο, ούτε τον Νοέμβριο, ούτε τον Δεκέμβριο, διότι επικαλείστε και την πολιτική επέλαση του ΣΥΡΙΖΑ ως τον λόγο για το γεγονός ότι το πρόγραμμα, το δεύτερο μνημόνιο, κατέληξε στα βράχια. Όλα αυτά έγιναν κατά την περίοδο του Μάιου-Ιούνιου 2014.
Σημείωση τέταρτη. Μιλήσατε για μία υποτιθέμενη μείωση των λιανικών πωλήσεων και της ιδιωτικής κατανάλωσης. Η πρώτη φορά μέσα στην οκταετία που σημειώθηκε αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης και των λιανικών πωλήσεων ήταν την περίοδο από το 2017 και μετά και αυτή η πορεία συνεχίζεται και μάλιστα τονώνεται διαρκώς και δυναμικά.
Πέμπτο ζήτημα, διότι ακούω διαρκώς από τη Νέα Δημοκρατία μία συνεχή επίθεση ενάντια στα κοινωνικά επιδόματα. Εγώ θέλω να σας ρωτήσω το εξής: Με τα οικογενειακά επιδόματα συμφωνείτε; Φαντάζομαι, συμφωνείτε. Θυμάστε τι μας λέγατε για τα οικογενειακά επιδόματα, πριν από την ολοκλήρωση της τρίτης αξιολόγησης; Ότι δήθεν θα εξαναγκαστούμε κατά τη διαπραγμάτευση στην τρίτη αξιολόγηση να μειώσουμε τον προϋπολογισμό για τα οικογενειακά επιδόματα και τελικά καταλήξαμε από τα 650 εκατομμύρια που ήταν ο προϋπολογισμός για τα οικογενειακά επιδόματα, να φτάσουμε σ’ έναν προϋπολογισμό 920 εκατομμυρίων ευρώ. Και εδώ είναι το ερώτημα πάρα πολύ σαφές και το απευθύνω και στον κ. Σταϊκούρα, που θα μιλήσει λίγο αργότερα. Συμφωνείτε με την αύξηση των κοινωνικών επιδομάτων, κύριε Σταϊκούρα, και ειδικά των οικογενειακών επιδομάτων; Συμφωνείτε με το Κοινωνικό Εισόδημα Αλληλεγγύης, που αποτελεί την κατ’ εξοχήν επιδοματική πολιτική ή και αυτό είναι προβληματικό, καθώς υποτίθεται ότι δημιουργεί αντιαναπτυξιακή δαπάνη για τον προϋπολογισμό; Εδώ είναι τα ερωτήματα και όχι μία γενική τοποθέτηση εναντίον των επιδομάτων, αλλά μία τοποθέτηση επί των συγκεκριμένων επιδομάτων που προβλέπει ο προϋπολογισμός. Ποια είναι αυτά; Τα οικογενειακά επιδόματα και το Κοινωνικό Εισόδημα Αλληλεγγύης, κατά κύριο λόγο, και το ερώτημα απευθύνεται σαφώς και ευθύτατα: Συμφωνείτε ή διαφωνείτε με αυτά τα επιδόματα και με την αύξησή τους;
Έκτη σημείωση για τα μαθήματα περί εργατικής αυτοδιαχείρισης. Ωραία η ιδέα του κ. Σαλμά να κινητοποιηθούν οι εργαζόμενοι, να αρχίσουν να αναλαμβάνουν χρεοκοπημένες επιχειρήσεις. Βεβαίως, εμείς τη στηρίζουμε αυτήν την πολιτική, αλλά το ερώτημα, κύριε Σαλμά, επί του συγκεκριμένου είναι το εξής: Ποιος ακριβώς θα αναλάμβανε τα χρέη του Μαρινόπουλου, εφόσον προχωρούσε αυτή η ιδιαίτερα πρωτότυπη ιδέα, για την οποία ήρθατε εδώ και μας κάνατε μαθήματα; Ποιος θα τα αναλάμβανε αυτά τα χρέη; Οι εργαζόμενοι; Οι εργαζόμενοι θα αναλάμβαναν τα χρέη μιας επιχείρησης, η οποία ξέρουμε όλοι πάρα πολύ καλά πώς οδηγήθηκε στη χρεοκοπία;
Να έρθω τώρα στην επί της ουσίας τοποθέτησή μου.
Κυρίες και κύριοι Βουλευτές, παρά τα όσα ισχυρίζεται η Νέα Δημοκρατία, ψηφίζουμε σήμερα τον πρώτο μεταμνημονιακό Προϋπολογισμό, τον πρώτο Προϋπολογισμό που μετά από δέκα χρόνια καταρτίζεται σε συνθήκες σχετικής οικονομικής και πολιτικής ελευθερίας. Καταρτίζεται έξω από την ειδική μνημονιακή συνθήκη και χωρίς τους περιορισμούς της τεχνολογίας των αξιολογήσεων, η οποία επέβαλε ένα ασφυκτικό πλαίσιο διαπραγμάτευσης.
Σας θυμίζω ότι αυτή η μνημονιακή τεχνολογία όριζε μια διαδικασία, σύμφωνα με την οποία η ελληνική Κυβέρνηση έπρεπε να εκπονεί και να υλοποιεί πολιτικές εν είδει ανταλλάγματος για τις εκταμιεύσεις της δανειακής σύμβασης ή των δανειακών συμβάσεων κάθε φορά, εκταμιεύσεις που ήταν απαραίτητες για την εξυπηρέτηση του ελληνικού χρέους και χωρίς τις οποίες το ελληνικό δημόσιο θα οδηγούνταν σε αναγκαστική στάση πληρωμών. Αυτή ήταν και η κατάσταση την οποία παραλάβαμε. Αυτή ήταν η συνθήκη εντός της οποίας αναγκαστήκαμε να κυβερνήσουμε επί τρία ολόκληρα χρόνια. Και σε αυτή τη συνθήκη καταφέραμε να βάλουμε οριστικό τέλος τον Αύγουστο του 2018. Θα θυμάστε, βεβαίως, και εσείς, αλλά και οι Βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας, ότι δεν συμφωνούσατε με αυτή την πολιτική επιλογή της Κυβέρνησης που σήμερα έχει πλήρως δικαιωθεί, δηλαδή να προχωρήσουμε σε μια καθαρή έξοδο από το μνημόνιο. Αντιθέτως, μας καλούσατε να ζητήσουμε πιστοληπτική γραμμή, πράγμα που θα συνεπαγόταν και την υπογραφή νέου μνημονίου με αυστηρές διαδικασίες αξιολογήσεων. Και με τι αντάλλαγμα; Ένα χρηματικό ποσό που θα λειτουργούσε ως εγγύηση για την εξυπηρέτηση του ελληνικού χρέους.
Μόνο που ξέρετε ποιο είναι το ειρωνικό σ’ αυτή την περίπτωση; Ότι εμείς καταφέραμε να εξασφαλίσουμε αυτό το χρηματικό ποσό ως χρηματοδοτικό μαξιλάρι από τον ESM, χωρίς νέες δεσμεύσεις, χωρίς νέα μνημονιακή συμφωνία, όπως θα έπρεπε να έχουμε υπογράψει αν μπαίναμε στη διαδικασία της πιστοληπτικής γραμμής, σύμφωνα με το ίδιο το καταστατικό του ESM και χωρίς η χρήση του χρηματοδοτικού μαξιλαριού να εξαρτάται από τις εκθέσεις της μεταπρογραμματικής παρακολούθησης από τη μεριά των Θεσμών. Είναι ακριβώς η συνέπεια αυτής της πολιτικής επιλογής, η μεγαλύτερη πολιτική και οικονομική ελευθερία, την οποία έχουμε σήμερα. Και είναι ακριβώς συνέπεια αυτής της πολιτικής επιλογής που έχουμε σήμερα τη δυνατότητα να ψηφίζουμε έναν Προϋπολογισμό που αποτυπώνει πια τις προτεραιότητες της ελληνικής Κυβέρνησης και όχι των θεσμών παρακολούθησης.
Είναι προφανές ότι μια πιθανή επιλογή πιστοληπτικής γραμμής σε καμία περίπτωση δεν θα εξυπηρετούσε τη χώρα, δεν θα εξυπηρετούσε την κοινωνική πλειοψηφία, δεν θα εξυπηρετούσε την ανάγκη η χώρα να πατήσει στα πόδια της ξανά και να αναλάβει η ίδια την ευθύνη της εκπόνησης της οικονομικής πολιτικής μετά από μια οκταετία. Θα εξυπηρετούσε, όμως, άψογα κάτι άλλο: Θα εξυπηρετούσε άψογα το αφήγημα που επέμενε μέχρι τέλους να κάνει λόγο για τέταρτο μνημόνιο, στο οποίο υποτίθεται ότι θα οδηγούσαν οι δικές μας καταστροφικές επιλογές. Και όταν αυτό το αφήγημα κατέρρευσε και δεν υπογράφηκε νέο μνημόνιο, η Νέα Δημοκρατία παρ’ όλα αυτά επέμεινε. Χαρακτήρισε τη νέα συνθήκη της μεταμνημονιακής παρακολούθησης άτυπο τέταρτο μνημόνιο. Και με ποιο επιχείρημα; Την εφαρμογή των προνομοθετημένων μέτρων που είχαν νομοθετηθεί, αν θυμάστε, κατά την περίοδο της δεύτερης αξιολόγησης το καλοκαίρι του 2017. Ποια είναι αυτά τα μέτρα; Το πρώτο από αυτά για το 2019 η περικοπή της προσωπικής διαφοράς των συνταξιούχων που θεσμοθετήθηκε με τον νόμο 4387. Το μέτρο αυτό, όμως, όπως όλοι γνωρίζετε, καταργήθηκε ως αχρείαστο. Δεν ανεστάλη. Καταργήθηκε.
Είναι, λοιπόν, προφανές και πέραν πάσης αμφιβολίας ότι πλέον δεν υφίσταται καν η υπόνοια ενός τέταρτου μνημονίου, ούτε καν η διαπραγματευτική τεχνολογία, την οποία επέβαλαν τα μνημόνια, λόγω ακριβώς της σύνδεσής τους με τις δανειακές συμβάσεις. Και η διαπραγματευτική τεχνολογία, λοιπόν, αλλά και τα προνομοθετημένα μέτρα αποτελούν παρελθόν.
Μια παρένθεση εδώ: Έγινε πάρα πολύς λόγος το τελευταίο διάστημα σε σχέση με μια υποτιθέμενη συναλλαγή. Ότι, δηλαδή, εμείς ανταλλάξαμε την κατάργηση του μέτρου της περικοπής της προσωπικής διαφοράς με το όνομα της Μακεδονίας.
Κατ’ αρχήν, πρέπει να σας πω ότι την πολιτική επιλογή για τη Συμφωνία των Πρεσπών δεν την κάναμε εν είδει ανταλλάγματος. Την κάναμε επειδή την πιστεύουμε. Επομένως, δεν θα μπορούσε εξ ορισμού να είναι αποτέλεσμα της οποιασδήποτε συναλλαγής. Όμως, εδώ υπάρχει και μια συνέπεια ως προς την καταγγελία, την οποία έχετε εξαπολύσει και από τη μεριά της Νέας Δημοκρατίας και ιδιαίτερα από τη μεριά του Αρχηγού της, ο οποίος φαίνεται ότι έλκεται ιδιαίτερα από τα επιχειρήματα της Χρυσής Αυγής το τελευταίο διάστημα.
Υπάρχει, λοιπόν, μια συνέπεια, την οποία πιθανόν δεν έχετε σκεφτεί. Διότι, ξέρετε, αν στη μία μεριά του τραπεζιού της διαπραγμάτευσης με θέμα τις συντάξεις και το όνομα της Μακεδονίας καθόταν η ελληνική Κυβέρνηση και ο κ. Τσίπρας, από την άλλη μεριά του τραπεζιού της διαπραγμάτευσης προφανώς υπονοείτε ότι καθόταν η κυρία Μέρκελ, με την οποία συμμετέχετε στο Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα. Υπονοείτε ότι καθόταν ο κ. Κουρτς, ο οποίος επίσης συμμετέχει στο Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα. Υπονοείτε ότι καθόταν στην άλλη μεριά του τραπεζιού ο κ. Ρούτε, ο Πρωθυπουργός της Ολλανδίας, ο οποίος επίσης συμμετέχει στο Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα.
Εδώ πέρα, λοιπόν, υπάρχει ένα σαφές και αμείλικτο ερώτημα, το οποίο πρέπει να σας απευθύνουμε: Πώς είναι δυνατόν να συμμετέχετε σε ένα κόμμα, το οποίο συναλλάχθηκε με την ελληνική Κυβέρνηση για να προδοθεί η Μακεδονία; Πώς είναι δυνατόν και το κάνετε αυτό; Νομίζω, λοιπόν, ότι συνέπεια της καταγγελίας σας είναι η άμεση αποχώρησή σας από το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα. Διαφορετικά θα είστε κι εσείς συνένοχοι στην εν λόγω συναλλαγή.
Και επιστρέφω:
Όλα αυτά, δηλαδή το γεγονός της εξόδου από τη μνημονιακή επιτροπεία, το γεγονός ότι έχουμε εκφύγει πλέον από τη συνθήκη της διαπραγματευτικής τεχνολογίας των δανειακών συμβάσεων, σημαίνουν ότι μπορούμε να καταρτίζουμε τον Προϋπολογισμό μας πέρα και έξω από κάθε περιορισμό; Φυσικά και όχι. Υπάρχει, κατ’ αρχήν, ο περιορισμός των πρωτογενών πλεονασμάτων, τα οποία είναι βεβαίως υψηλά και ο οποίος περιορισμός σχετίζεται με τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, ενός χρέους που οι κυβερνήσεις βέβαια της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ κατάφεραν να το εκτοξεύσουν στο 180% του ΑΕΠ, σε ύψος 320 δισεκατομμυρίων ευρώ.
Επομένως, η ανάγκη για τη διατήρηση αυτών των πρωτογενών πλεονασμάτων δεν οφείλεται σε μια αστοχία ή σε μια επιλογή της ελληνικής Κυβέρνησης. Αντίθετα, οφείλεται στην πλήρη αποτυχία των κυβερνήσεων Νέας Δημοκρατίας και ΠΑΣΟΚ να επιτύχουν μια βιώσιμη ρύθμιση του χρέους όταν μπορούσαν, την περίοδο του 2012, 2013, 2014, 2015. Και τώρα ερχόμαστε εμείς να μαζέψουμε τα ασυμμάζευτα των πολιτικών της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ. Και η Νέα Δημοκρατία μας εγκαλεί γι’ αυτό.
Παρ’ όλα αυτά, εμείς τα καταφέρνουμε. Η συμφωνία ρύθμισης του ελληνικού χρέους προβλέπει ότι οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες του ελληνικού Δημοσίου δεν πρέπει να υπερβαίνουν το 15% του ΑΕΠ στο μεσοπρόθεσμο διάστημα. Και είναι αυτό ακριβώς που εξασφαλίζει τη βιωσιμότητα του χρέους, αρκεί το πρωτογενές πλεόνασμα πράγματι να διατηρηθεί στο υψηλό 3,5% μέχρι το 2022.
Πράγματι, λοιπόν, αυτός δεν είναι ένας απλός στόχος. Είναι ένας δύσκολος στόχος. Ωστόσο, σκεφτείτε πόσο βελτιωμένος είναι με τις αντίστοιχες δεσμεύσεις της Νέας Δημοκρατίας και του δεύτερου μνημονίου, δεσμεύσεις που η Νέα Δημοκρατία θέλει διαρκώς να τις ξεχνά, καθώς προέβλεπαν διατήρηση πρωτογενών πλεονασμάτων ύψους 4% τουλάχιστον μέχρι το 2031. Και έρχεται τώρα η Νέα Δημοκρατία και μας λέει το εξής: Μας κάνει κριτική αφενός, γιατί το 4% έγινε 2% μετά το 2022, αλλά όταν έρχεται και αντιμέτωπη με αυτή την πραγματικότητα των δυσθεώρητων πρωτογενών πλεονασμάτων του 4% μέχρι το 2031, ξεκινά την απόλυτη διαστρέβλωση και την απόλυτη παραδοξολογία. Μας λέει: «Ναι, βεβαίως, εμείς είχαμε συμφωνήσει τέτοια πρωτογενή πλεονάσματα, αλλά αυτά θα προέκυπταν από την ανάπτυξη». Και πού το στηρίζουν αυτό; Το στηρίζουν στις εκτιμήσεις και τις προβολές που είχαν γίνει σε ένα χαρτί με στόχο να δημιουργηθεί η εντύπωση της βιωσιμότητας του χρέους πριν από οποιαδήποτε ρύθμισή του, δηλαδή την περίοδο 2013-2014. Θυμάστε τότε που οι κ.κ. Βενιζέλος και Σαμαράς ζητούσαν πιστοποιητικά βιωσιμότητας του χρέους; Εννοώντας, βέβαια, θετικές μελέτες βιωσιμότητας του χρέους, αλλά το αντιπαρέρχομαι. Κοιτάξτε τώρα πόσο ενδιαφέρον έχει αυτό το σημείο: Το 4,5% μέχρι το 2018 και το 4% μέχρι το 2031 υποτίθεται ότι θα έβγαινε από το γεγονός ότι θα είχαμε υψηλότερη ανάπτυξη. Πολύ ωραίο επιχείρημα. Βεβαίως, αν στις προβολές για την εξέλιξη του χρέους υποθέσεις έναν ρυθμό ανάπτυξης πάνω από 3,5% για μια εικοσαετία, είναι προφανές ότι το χρέος θα καταστεί βιώσιμο. Στα χαρτιά. Το θέμα είναι ότι οι συνάδελφοι της Νέας Δημοκρατίας πήραν αυτό το τεχνοκρατικό τρικ, το πέρασαν για πραγματικότητα και στο τέλος το πίστεψαν κιόλας. Και μας λένε σήμερα: «Μα, δεν βλέπετε ότι προβλεπόταν ρυθμός ανάπτυξης 3,7% για το 2018; Έτσι θα πιάναμε τον στόχο του 4,5% πρωτογενούς πλεονάσματος».
Αντί άλλου επιχειρήματος και για να μη σας κουράζω, θα σας αναφέρω απλώς τις προβλέψεις για την ελληνική οικονομία από το 2010 μέχρι το 2015, για να δούμε πόση είναι η αξία αυτού του επιχειρήματος, του αντιγεγονικού επιχειρήματος –ελπίζω να καταλαβαίνετε- της Νέας Δημοκρατίας.
Το 2010, η πρόβλεψη του προϋπολογισμού μιλούσε για μείωση του ΑΕΠ κατά 0,3% και καταλήξαμε σε ύφεση 5,4%. Το 2011, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο προέβλεπε ύφεση 2,6% και η ύφεση έφτασε στο 9,1%. Το 2012, μιλούσαμε για ανάπτυξη στο 1,1% και καταλήξαμε με ύφεση 7,3%. Το 2013, μιλούσαμε για ανάπτυξη 2,1% και καταλήξαμε σε ύφεση 3,2%. Το 2014, λέγαμε για ανάπτυξη επίσης στο 2,1%, ενώ το πραγματικό αποτέλεσμα ήταν 0,4%.
Οι προβλέψεις, λοιπόν, στις οποίες αναφέρεται η Νέα Δημοκρατία για να δικαιολογήσει τον εαυτό της, είναι αυταπόδεικτο ότι έχουν τόση αξία όσο μία χαρτοπετσέτα. Δεν χρειάζεται κανένας παραπάνω χρόνος να ασχοληθούμε με τα επιχειρήματα τα οποία παρουσιάστηκαν όλες τις προηγούμενες ημέρες και θα εξακολουθήσουν να παρουσιάζονται σήμερα από το οικονομικό επιτελείο της Νέας Δημοκρατίας.
Με δεδομένους, λοιπόν, τους περιορισμούς που απορρέουν από την πειθαρχική λειτουργία των αγορών και το ύψος του ελληνικού χρέους, εμείς επιχειρούμε την αντιστροφή των πολιτικών λιτότητας και τη δημιουργία ενός νέου αναπτυξιακού παραδείγματος, σε πλήρη αντιπαράθεση με τα αποτυχημένα νεοφιλελεύθερα κλισέ που η Νέα Δημοκρατία θεωρεί πολιτικό πρόγραμμα.
Σ’ αυτήν ακριβώς την αντιπαράθεση, ιδεολογική και πολιτική, αναδεικνύονται και οι διαχωριστικές γραμμές της επόμενης περιόδου. Κεντρικός στόχος του δικού μας προγράμματος είναι η αύξηση του εισοδήματος για την κοινωνική πλειοψηφία και τους εργαζόμενους.
Εδώ χρειάζεται μία επισήμανση. Τα μέτρα αύξησης του εισοδήματος αφορούν μεταβιβάσεις του προϋπολογισμού, τον κατώτατο μισθό, την επέκταση κλαδικών συλλογικών συμβάσεων, μειώσεις φόρων και ασφαλιστικών εισφορών, κλπ. Είναι μία καθαρά ταξική επιλογή η αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών με στόχο την ενίσχυση της εσωτερικής ζήτησης.
Εδώ ακριβώς αναδεικνύεται η διαφορά μας από τη Νέα Δημοκρατία, η οποία στο αναπτυξιακό –υποτίθεται- πρόγραμμά της, για να μπορέσει να προσελκύσει επενδύσεις, να δημιουργήσει όρους προσέλκυσης επενδύσεων, μας λέει ότι ο μοναδικός τρόπος για να επιτευχθεί αυτός ο πολιτικός στόχος είναι η συντριβή της εργασίας, οι φοροαπαλλαγές για την ολιγαρχία, η διάλυση κάθε ρύθμισης στο επίπεδο της αγοράς, κλπ.
Πρόκειται για το νεοφιλελεύθερο «μάντρα» το οποίο έχει χρησιμοποιηθεί στο παρελθόν κατά κόρον από συγκεκριμένες πολιτικές δυνάμεις, όπως τον κ. Ρήγκαν, την κυρία Θάτσερ, τον κ. Μάκρι. Ξέρετε, μάλιστα, πού κατέληξε ο κ. Μάκρι με την επιλογή την οποία έκανε και την οποία εσείς ξεπατικώσατε και παρουσιάσατε ως πρόγραμμα της Νέας Δημοκρατίας; Κατέληξε πίσω στην αγκαλιά του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, εκεί δηλαδή που εσείς σκοπεύετε να επαναφέρετε τη χώρα.