Της Μαρίκας Λυσιάνθη
Στην επιστήμη της κλινικής ψυχολογίας, η ανάγκη της αποδοχής από ένα ευρύτερο σύνολο, διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη της προσωπικότητας ενός ανθρώπου.
Μεγαλώνοντας μάλιστα, όσο οι εμπειρίες της ζωής και τα ζωηρά παραδείγματα αφαιρούν τη γοητεία της αβεβαιότητας αναφορικά με την εκπλήρωση ή μη των προσδοκιών, τέτοιου είδους συναισθηματικά κενά προκαλούν μη διαχειρίσιμες εμμονές.
Ο Κώστας Σημίτης ανήκει στην κατηγορία των πολιτικών που δεν κατάφεραν ποτέ να γνωρίσουν την αποδοχή που αναζητούσαν από τη “μεγάλη κοινωνία”. Παρόλο που έγινε πρωθυπουργός, και μάλιστα δυο φορές, η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων δεν τον αντιμετώπισε ποτέ με ζεστασιά.
Οι Έλληνες δεν αγάπησαν ποτέ τον Κώστα Σημίτη. Γι’ αυτό και η ταπεινωτική αποχώρησή του από την πρωθυπουργία το 2004, τον οδήγησε στο περιθώριο της Ιστορίας. Στο… χρονοντούλαπο, που θα έλεγε και ο Ανδρέας Παπανδρέου, τον οποίο τόσο υπονόμευσε, αν δεν μίσησε κιόλας ο Σημίτης.
Το δέος μπροστά στον φθόνο. Που φωλιάζει στην καρδιά και απλώνει γύρω της βαθύ σκοτάδι. Αυτό το βαθύ σκοτάδι που συνόδευε πάντοτε τον Κώστα Σημίτη, εμπόδισε τους Έλληνες να του αφιερώσουν θετικά συναισθήματα. Και η αντιπάθεια αυτή δεν ήταν… μακέτο.