Σε άρθρο του στην εφημερίδα «Αυγή της Κυριακής» ο Αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και επικεφαλής της Ευρωομάδας του ΣΥΡΙΖΑ, Δημήτρης Παπαδημούλης, αναφέρεται στο σκάνδαλο CumEx, που με πρωτοβουλία του ιδίου συζητήθηκε στην Ολομέλεια του Ε/Κ, και στη συνέχεια υιοθετήθηκε σχετικό ψήφισμα.
Στο άρθρο του με τίτλο «Σκάνδαλο CumEx: Τα 55 δισ. ευρώ που κλάπηκαν από τα δημόσια ταμεία 11 κρατών-μελών, να γίνουν το εφαλτήριο για απονομή φορολογικής δικαιοσύνης στην ΕΕ», ο ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ εξηγεί πώς «μεγάλες εταιρίες ουσιαστικά, με την βοήθεια μεγάλων δικηγορικών γραφείων, μεγάλων τραπεζών και συμβούλων φορολογικής πολιτικής, κατάφερναν μέσα από συναλλαγές CumEx και CumCum να παρουσιάζουν πολλαπλούς ιδιοκτήτες των ίδιων μετοχών και άρα αντίστοιχα να δικαιούνται πολλαπλές επιστροφές φόρων». Και διερωτάται: «Μπορεί η Κομισιόν και η ΕΚΤ να ζητάνε από τους Ευρωπαίους πολίτες να υποστούν περικοπές στο κοινωνικό κράτος και τις συντάξεις, την ίδια στιγμή που η Ε.Ε. και τα κράτη-μέλη αποτυγχάνουν να προστατέψουν το δημόσιο χρήμα, ενώ και κάποιες περιπτώσεις ενθαρρύνουν και την ασυδοσία των τραπεζών;».
Ακολουθεί πλήρες το άρθρο του Δημ. Παπαδημούλη:
Σκάνδαλο Cum Ex: Τα 55 δισ. ευρώ που κλάπηκαν από τα δημόσια ταμεία 11 κρατών-μελών να γίνουν το εφαλτήριο για απονομή δικαιοσύνης στην ΕΕ
«Το σκάνδαλο Cum Ex θα μείνει στην ιστορία ως το μεγαλύτερο φορολογικό σκάνδαλο στην ιστορία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Θα μείνει επίσης στην ιστορία ως ένα καλά οργανωμένο έγκλημα, το οποίο όχι μόνο πάτησε πάνω στα νομικά και εποπτικά κενά των κρατών-μελών και της ΕΕ, αλλά κόστισε τουλάχιστον 55 δισ. στους Ευρωπαίους φορολογούμενους. Ο τρόπος αριστοτεχνικός, μεγάλες εταιρίες ουσιαστικά, με τη βοήθεια μεγάλων δικηγορικών γραφείων, μεγάλων τραπεζών και συμβούλων φορολογικής πολιτικής, κατάφερναν μέσα από συναλλαγές CumEx και CumCum να παρουσιάζουν πολλαπλούς ιδιοκτήτες των ίδιων μετοχών και άρα αντίστοιχα να δικαιούνται πολλαπλές επιστροφές φόρων.
Μέχρι τον Οκτώβριο, κανένας ευρωπαϊκός θεσμός δεν είχε σχολιάσει τις τελευταίες αποκαλύψεις της διεθνούς ομάδας ερευνητών δημοσιογράφων, που έκαναν λόγο για σκάνδαλο δεκάδων δισ. από τα κρατικά ταμεία αρκετών κρατών-μελών. Η προσωπική πρωτοβουλία, που έλαβα μαζί με την στήριξη της πολιτικής ομάδας της Αριστεράς GUE/NGL, αποδείχτηκε κρίσιμη ώστε να συζητηθεί εκτάκτως στην Ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στο Στρασβούργο στα τέλη του περασμένου Οκτωβρίου. H πρόταση υπερψηφίστηκε με πλειοψηφία 291 ευρωβουλευτών σε σύνολο 310.
Κατά την συζήτηση η Κομισιόν, για πρώτη φορά δια στόματος του Επιτρόπου Μοσκοβισί, κλήθηκε να σχολιάσει τις αποκαλύψεις και υποστήριξε ότι «η επανάληψη των σκανδάλων δεν δείχνει πάντα αδυναμία από πλευράς μας, υπάρχει μια χρονική καθυστέρηση μεταξύ της αποκάλυψης και του κράτους δικαίου. (…) Πρόκειται για έναν συνεχή αγώνα ταχύτητας μεταξύ του κλέφτη και του αστυνόμου». Παράλληλα, η αυστριακή κυβέρνηση, προεδρεύουσα του Συμβουλίου, απαντώντας στην ομιλία μου σχολίασε: «Έχετε δίκιο 100%. Έχουμε επίγνωση πόσο σοβαρή είναι η υπόθεση αυτή και ποιες είναι οι επιπτώσεις της. (…) Κάνουμε ό,τι περνάει από το χέρι μας για να έχουμε καλές επιδόσεις».
Έπειτα από την πρωτοβουλία μου, ως Αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και επικεφαλής της Ευρωομάδας του ΣΥΡΙΖΑ, ήρθα σε συνεννόηση με όλες τις πολιτικές ομάδες του Ευρωκοινοβουλίου με αποτέλεσμα να κατατεθεί κοινή πρόταση ψηφίσματος στην Ολομέλεια της προηγούμενης εβδομάδας, πρόταση που τελικά υπερψηφίστηκε στις 29 Νοεμβρίου με συντριπτική πλειοψηφία. Το ψήφισμα αποτελεί την πρώτη επίσημη θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και ζητάει να ληφθούν συγκεκριμένα μέτρα, προκειμένου να φωτιστούν σε βάθος όλες οι πλευρές αυτού του πολυσύνθετου οικονομικού εγκλήματος.
Όμως είναι σαφές ότι οι προθέσεις όσο και καλές και να είναι, ούτε ξεσκεπάζουν σκάνδαλα, ούτε αποδίδουν ευθύνες, πόσο δε μάλλον δεν ασκούν ποινικές διώξεις. Αυτό που απαιτείται είναι συγκεκριμένες δράσεις των Ευρωπαϊκών Εποπτικών Οργανισμών και κρατών-μελών, οι οποίες να παράγουν μετρήσιμα αποτελέσματα.
Στη Γερμανία, σύμφωνα με τις αποκαλύψεις ερευνητών δημοσιογράφων, πάνω από 100 γερμανικές και διεθνείς εταιρείες, εκμεταλλευτήκαν τα νομικά κενά και εισέπρατταν πολλαπλές επιστροφές φόρων για τις ίδιες μετοχές, περνώντας κάτω από τα εποπτικά ραντάρ της ΕΕ και της Γερμανίας. Η ίδια η έκθεση της εξεταστικής επιτροπής του Γερμανικού Κοινοβουλίου έχει καταλήξει ότι εκτός του ότι αυτού του είδους οι συναλλαγές είναι παράνομες, παρατηρείται και μία διαρκώς αυξανόμενη επιρροή του επιχειρηματικού λόμπι, όσον αφορά τις μεταρρυθμίσεις νόμων με σκοπό τα “δωράκια” να θωρακιστούν και από νομικής άποψης.
Συνεπώς, με βάση τα παραπάνω προκύπτουν μία σειρά από πολιτικά ερωτήματα:
– Μπορεί η Κομισιόν και η ΕΚΤ να ζητάνε από τους Ευρωπαίους πολίτες να υποστούν περικοπές στο κοινωνικό κράτος και τις συντάξεις, την ίδια στιγμή που η Ε.Ε. και τα κράτη-μέλη αποτυγχάνουν να προστατέψουν το δημόσιο χρήμα, ενώ και κάποιες περιπτώσεις ενθαρρύνουν και την ασυδοσία των τραπεζών;
– Γιατί Εποπτικές Αρχές, όπως η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών, δεν κατάφεραν να κάνουν αυτό που έκαναν τελικά μερικοί δεκάδες δημοσιογράφοι;
– Γιατί από την στιγμή που για παράδειγμα στην Γερμανία οι συγκεκριμένες συναλλαγές έχουν απαγορευτεί, μέχρι και σήμερα συνεχίζουν να λαμβάνουν χώρα κάτω από την μύτη του γερμανικού κράτους άλλα και σε άλλα κράτη-μέλη;
Το πλήγμα των 55 και πλέον δισεκατομμυρίων ευρώ δεν είναι μόνο οικονομικό. Κατά βάση είναι πλήγμα κατά της δυνατότητας της ΕΕ, με τη σημερινή της μορφή και πολιτική, να αποτρέπει τέτοια σκάνδαλα, να θωρακίζει το χρηματοπιστωτικό σύστημα από όσους θέλουν να το εκμεταλλευτούν και να παρέχει περιβάλλον ασφάλειας για τους φορολογούμενους πολίτες και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Αποτελεί τρανή απόδειξη ότι η λύση επιστροφής στα έθνη-κράτη είναι και παρωχημένη και επικίνδυνη. Τα πανευρωπαϊκά προβλήματα απαιτούν και πανευρωπαϊκές λύσεις, που θα βασίζονται στην εμβάθυνση της ΕΕ σε μία πιο δίκαιη και βιώσιμη βάση. Για αυτό τον λόγο είναι θετικό το γεγονός ότι με δική μας πρωτοβουλία ψηφίστηκαν το ενδεχόμενο νομοθετικής πρότασης για μία Μονάδα Χρηματοοικονομικών Πληροφοριών, ενός δηλαδή Ευρωπαϊκού Κόμβου αναφορικά με κοινές έρευνες παρόμοιων σκανδάλων και ενός μηχανισμού έγκαιρης προειδοποίησης.
Το σκάνδαλο Cum–Ex, από πανευρωπαϊκό παράδειγμα ασυδοσίας και οικονομικού εγκλήματος, πρέπει να μετατραπεί σε πρόκληση και εκτεταμένες και συντονισμένες πρωτοβουλίες με στόχο την πάταξη της παρανομίας και την απονομή της δικαιοσύνης.
Όσοι είναι εμπλεκόμενοι πρέπει να πληρώσουν το τίμημα των πράξεών τους και οι ζημιές να αποκατασταθούν. Όλες οι πολιτικές παρατάξεις οφείλουν να εγκαταλείψουν την «ομερτά» και να μιλήσουν ανοιχτά για την ανάγκη αντιμετώπισης αυτού του εγκλήματος. Σε συνδυασμό με τις νομικές πρωτοβουλίες που πρέπει να λάβει η ΕΕ, είναι ο μόνος τρόπος ώστε να μην επαναληφθεί κάτι παρόμοιο στο μέλλον.
Από την πλευρά μου, θα συνεχίσω να ασκώ πίεση για περισσότερη διαφάνεια και λογοδοσία, ενώ σκοπεύω να λάβω επιπλέον πρωτοβουλίες ώστε, με βάση την απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, η έρευνα να προχωρήσει σε βάθος και με γοργούς ρυθμούς».