Του Λάζαρου Καλλιανιώτη
Λαός-ελίτ…
Αριστοκρατική αντίληψη…
Η πολιτική ως πατρογονικό δικαίωμα του ίδιου και των ομοίων του…
Νομίζει ότι… του χρωστάει ο λαός…
Αυτές είναι μερικές μόνο από τις πολύ σκληρές εκφράσεις που χρησιμοποίησε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Δημήτρης Τζανακόπουλος, με στόχο τον Κυριάκο Μητσοτάκη.
Και είναι ενδεικτικές της ρητορικής που θα ακολουθήσει το επόμενο διάστημα το Μέγαρο Μαξίμου, προκειμένου να “κακοποιήσει” τον σημερινό πρόεδρο της Νέας Δημοκρατίας.
Αναλυτικά, το κείμενο της ενημέρωσης των πολιτικών συντακτών από τον κυβερνητικό εκπρόσωπο Δημήτρη Τζανακόπουλο:
Η ενημέρωση των πολιτικών συντακτών και των ανταποκριτών ξένου Τύπου από τον Υπουργό Επικρατείας και Κυβερνητικό Εκπρόσωπο, Δημήτρη Τζανακόπουλο
Ολοκληρώνεται σήμερα η πρώτη συζήτηση και ψήφιση στην Ολομέλεια της Βουλής για την αναθεώρηση του Συντάγματος.
Κατά τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας αναδείχτηκαν με τον πιο σαφή τρόπο οι βαθιές ιδεολογικές και πολιτικές διαφορές που χωρίζουν τον ΣΥΡΙΖΑ από τη Νέα Δημοκρατία.
Διαφορές που αφορούν τους ίδιους τους αξιακούς πυρήνες των δύο κομμάτων και σκιαγραφούν μια καθαρή κοινωνική και πολιτική αντίθεση που περιγράφεται από το δίπολο λαός – ελίτ.
Η χθεσινή τοποθέτηση του κ. Μητσοτάκη που θεώρησε εκφυλισμό της διαδικασίας συνταγματικής αναθεώρησης τον εθνικό διάλογο που διεξήχθη με πρωτοβουλία της κυβέρνησης ώστε να διαμορφωθούν οι ευρύτερες δυνατές συναινέσεις και να αποτυπωθούν αυθεντικά τα λαϊκά αιτήματα είναι χαρακτηριστική.
Για τον κ. Μητσοτάκη οι πολίτες δεν έχουν δικαίωμα να συμμετέχουν στη διαδικασία της συνταγματικής αναθεώρησης καθώς δεν κατέχουν τη μυστική γνώση που κατέχει ο ίδιος και οι συνεργάτες του.
Πρόκειται εδώ για μια αριστοκρατική αντίληψη για την πολιτική που επιβεβαιώνει ότι ο κος Μητσοτάκης αντιλαμβάνεται την πολιτική εξουσία ως πατρογονικό δικαίωμα του ίδιου και των ομοίων του και όχι ως πηγάζουσα από τον λαό. Ο λαός χρωστάει στον κο Μητσοτάκη δεν χρωστάει ο κος Μητσοτάκης στον λαό.
Αυτό προέκυψε εξάλλου και από την άρνηση του να στηρίξει τις προτάσεις της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας για το λαϊκό δημοψήφισμα και τη λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία. Ο λαός είναι καλός και σοφός για τον κο Μητσοτάκη εξάλλου όσο επιλέγει όσα ο κος Μητσοτάκης θεωρεί επωφελή και αναγκαία αλλά δεν είναι ανάγκη και να το διακινδυνεύουμε.
Η ίδια αριστοκρατική αντίληψη αναδύεται σε όλες τις τοποθετήσεις του κου Μητσοτάκη επί των υπολοίπων προτάσεων της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας για τη συνταγματική αναθεώρηση.
Σας θυμίζω ότι η Ν.Δ. αρνήθηκε να στηρίξει προτάσεις, που αντλώντας διδάγματα από την κρίση και απηχώντας λαϊκά αιτήματα, σκοπεύουν στην ενίσχυση της δημοκρατίας και του κοινοβουλευτισμού, αποκαθιστούν τη σχέση εμπιστοσύνης των πολιτών με την πολιτική, ενισχύουν την προστασία των κοινωνικών δικαιωμάτων και των δημόσιων αγαθών.
Αρνήθηκαν έτσι να στηρίξουν την πρόταση που θέλει ο Πρωθυπουργός να είναι υποχρεωτικά εκλεγμένος βουλευτής. Προφανώς η επιλογή του λαού δεν είναι τόσο σημαντική στο αξιακό σύμπαν του κυρίου Μητσοτάκη όσο για παράδειγμα η προέλευση από την κλειστή κάστα των τεχνοκρατών. Εκείνων δηλαδή που γνωρίζουν όσα δεν γνωρίζει η αδαής πλειοψηφία σύμφωνα με την προσφιλή του έκφραση. Δεν θέλει εξάλλου πιθανόν ο κος Μητσοτάκης να αποκλείσει την πιθανότητα να ξανασυμβούν στη χώρα όσα έγιναν το 2011 όταν τα τότε κόμματα εξουσίας παρέδωσαν τα κλειδιά της χώρας σε έναν μη εκλεγμένο Πρωθυπουργό που είχε την εμπιστοσύνη της εξουσίας αλλά όχι βέβαια την εμπιστοσύνη της κοινωνίας.
Επίσης από τη ΝΔ αρνήθηκαν να στηρίξουν την πρόταση για τις θητείες των βουλευτών που στην πραγματικότητα διαμορφώνει όρους για την καταπολέμηση του πελατειακού κράτους και της οικογενειοκρατίας. Και η άρνησή τους αυτή επιβεβαιώνει όσα λέμε από την αρχή της κρίσης. Ότι σημασία για αυτούς δεν έχει η εκπροσώπηση κοινωνικών συμφερόντων στο πολιτικό πεδίο και στο κοινοβούλιο, αλλά η αναπαραγωγή της εξουσίας των πολιτικών οικογενειών της ελίτ και όσων συμμερίζονται τους αντικοινωνικούς τους στόχους.
Αρνήθηκαν φυσικά να στηρίξουν και όλες τις προτάσεις για την ενίσχυση της προστασίας των κοινωνικών δικαιωμάτων με το σκόπιμα ψευδές επιχείρημα ότι αποτελούν δήθεν ευχολόγια.
Για τον κο Μητσοτάκη είναι ευχολόγιο η συνταγματική κατοχύρωση της υποχρέωσης του κράτους να εγγυάται την καθολική πρόσβαση όλων των πολιτών σε υπηρεσίες υγείας. Ξέρει βεβαίως πολύ καλά ότι μια τέτοια ρύθμιση έχει άμεσες κανονιστικές συνέπειες. Το μόνο πρόβλημα είναι ότι δεν βολεύουν τον κο Μητσοτάκη που επιδιώκει να καταργήσει τη νομοθετική ρύθμιση στην οποία προχώρησε η σημερινή κυβέρνηση εξασφαλίζοντας την δωρεάν πρόσβαση στο ΕΣΥ σε 2,5 εκατομμύρια ανασφάλιστους συμπολίτες μας.
Για τον κο Μητσοτάκη είναι επίσης ευχολόγιο η ενίσχυση της συνταγματικής προστασίας των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Οι συλλογικές διαπραγματεύσεις αποτελούν για τον ίδιο μια ιδεοληπτική εμμονή της αριστεράς. Το έχει δηλώσει. Το ίδιο βέβαια ισχύει και για το οχτάωρο που κατά επίσης δήλωσή του είναι και αυτό ξεπερασμένο. Ό,τι δηλαδή ικανοποιεί τα συμφέροντα των εργοδοτών είναι φρέσκο και γεμάτο ζωντάνια. Ό,τι προστατεύει τους εργαζόμενους δεν είναι παρά αγκύλωση στο παρελθόν. Ξέρετε όμως αυτές είναι οι κοινοτοπίες των ακραίων φιλελεύθερων τα τελευταία 250 χρόνια. Τίποτα νέο και φρέσκο εδώ παρά μόνο το παραδοσιακό μίσος της νεοφιλελεύθερης ελίτ για τους εργαζόμενους και τα δικαιώματά τους.
Για τον κο Μητσοτάκη είναι ευχολόγιο η συνταγματική κατοχύρωση του δημόσιου ελέγχου στα κοινωνικά αγαθά του νερού και του ηλεκτρικού ρεύματος ώστε τα δίκτυα διανομής τους να υπόκεινται σε καθεστώς δημόσιας υπηρεσίας. Ευχολόγιο δεν ξέρω αν είναι αλλά σίγουρα είναι μια διάταξη που θα εμποδίσει τους ομοίους του κου Μητσοτάκη να παραδώσουν το σύνολο των κοινωνικών υποδομών της χώρας στους φίλους τους.
Όλα αυτά είναι βεβαίως ευχολόγια και εμμονές της Αριστεράς κατά τον κο Μητσοτάκη. Αναγκαίες μεταρρυθμίσεις είναι άλλες. Η τροποποίηση του άρθρου 24 με στόχο να αλλάξει ο ορισμός του δάσους και να δημιουργηθούν όροι πλήρους αποψίλωσης για να ικανοποιηθούν ειδικά οικονομικά συμφέροντα.
Αλλά και η τροποποίηση του άρθρου 16 όπου η υποκρισία της Ν.Δ. στο ζήτημα αυτό φτάνει στην κυριολεξία στο απόγειο της. Δήθεν ενδιαφέρεται για τους Έλληνες φοιτητές και τις Ελληνίδες φοιτήτριες που σπουδάζουν στο εξωτερικό και γι’ αυτό επιδιώκει τη λειτουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων. Την ίδια στιγμή όμως αρνείται να υποστηρίξει τις προτάσεις της κυβέρνησης για την ενίσχυση του ελληνικού δημόσιου πανεπιστημίου και την αύξηση των εισακτέων φοιτητών. Κάποιος κακοπροαίρετος εδώ θα έλεγε ότι ίσως οι προθέσεις του δεν είναι τόσο αγαθές και η επιδίωξη του είναι να δημιουργήσει πελατεία για τα ιδιωτικά κολλέγια – παραρτήματα του εξωτερικού.
Κυρίες και Κύριοι,
Χθες κατά τη διάρκεια της συζήτησης αποκαλύφθηκε όμως και το βαθιά αντιθεσμικό πρόσωπο και παιχνίδι της ΝΔ με τον θεσμό του Προέδρου της Δημοκρατίας. Αποκαλύφθηκε όμως και πόσο ανόητο είναι το νέο αγαπημένο αφήγημα του κου Μητσοτάκη για δήθεν στρατηγική δεξιάς παρένθεσης από τη μεριά της σημερινής κυβέρνησης.
Οι παλινωδίες της Νέας Δημοκρατίας σε σχέση με το άρθρο 32 εξηγήθηκαν χθες με αδιαμφισβήτητο τρόπο.
Ο ομολογημένος πλέον στόχος της Ν.Δ. είναι να δημιουργήσει όρους για διορισμό του Προέδρου της Δημοκρατίας από μια απλή κοινοβουλευτική πλειοψηφία καταστρατηγώντας έτσι το ίδιο το πνεύμα του Συντάγματος που επιτάσσει την επιδίωξη των ευρύτερων δυνατών συναινέσεων όταν πρόκειται για την εκλογή του ΠτΔ που αποτελεί και τον ρυθμιστή του πολιτεύματος.
Η βούληση της Ν.Δ., έγινε αυτό ξεκάθαρο χθες, είναι να μην προτείνει τον νυν Πρόεδρο κο Προκόπη Παυλόπουλο για την προεδρική εκλογή του 2020.
Προφανώς έχει τάξει τη θέση σε πρόσωπο του πάλαι ποτέ εκσυγχρονιστικού μπλοκ ή σε κάποιον ευνοούμενο του παλιού καθεστώτος.
Και εδώ πρόκειται για πρωτοφανή συναλλαγή στα χρονικά της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας.
Μόνο που ο κος Μητσοτάκης λογαριάζει χωρίς τον ξενοδόχο. Γιατί ο λαός θα ρίξει στα αζήτητα τα σχέδια του όπως στα αζήτητα έριξε και το σχέδιο της αριστερής παρένθεσης πριν από λίγα χρόνια.
Το θέμα όμως με τη Ν.Δ. είναι ότι αντί να ασχολείται με τα πραγματικά προβλήματα της κοινωνίας συνεχίζει τα σχέδια επί χάρτου για την παλινόρθωση του παλιού καθεστώτος.
Η πρακτική αυτή των συναλλαγών, συνήθης για την κάστα του παλιού πολιτικού προσωπικού, επιβεβαιώνει ότι η Ν.Δ. δεν πήρε κανένα μάθημα από την κρίση. Συνεχίζει να λειτουργεί ως κάστα που μοιράζει φανταστικές θέσεις εξουσίας ερήμην του κυρίαρχου λαού. Μόνο που πλέον ο λαός δεν είναι απών.
Όπως συνήθης είναι και μια άλλη πτυχή αυτής της αγαπημένης πρακτικής των συναλλαγών που μόλις χθες επιβεβαίωσε και ο κ. Τσουκάτος στην απολογία του στη δίκη της Siemens.
Διότι ο κος Τσουκάτος αποκάλυψε κάτι που όλοι γνωρίζουν, αλλά ουδείς ομολογούσε. 16 δισ. δραχμές, δηλαδή σχεδόν 47 εκατ. ευρώ, μπήκαν από τα μαύρα ταμεία της Siemens και άλλων εταιρειών στα ταμεία του ΠΑΣΟΚ μόνο για τις εκλογές του 2000.
Παρά τις αποκαλύψεις αυτές, η κα Γεννηματά από χθες όχι μόνο δεν έχει πει κουβέντα, αλλά δεν έχει την παρρησία να ζητήσει έστω μία συγγνώμη από τον ελληνικό λαό για το πάρτι διαφθοράς που οδήγησε τη χώρα στη χρεοκοπία και το πολιτικό σύστημα στην πλήρη απαξίωση.
Αντίστοιχη αφωνία φυσικά για τα πεπραγμένα του ΠΑΣΟΚ επιδεικνύει και ο κ. Μητσοτάκης, ο οποίος ακόμη δεν έχει εξηγήσει ποια ακριβώς διαφάνεια και εξυγίανση τολμάει να επικαλείται για τα οικονομικά της Ν.Δ., όταν ένας επιχειρηματίας και μεγαλοεκδότης πληρώνει τα ενοίκια των γραφείων της.
Τα δώρα, οι μίζες και οι υπόγειες χρηματοδοτήσεις των κομμάτων του παλιού πολιτικού συστήματος φυσικά προστίθενται στα δυσθεώρητα χρέη τους από τα θαλασσοδάνεια, άνω των 400 εκατ. ευρώ, τα οποία ακόμη κανείς τους δεν έχει εξηγήσει πώς και πότε θα ξεπληρωθούν.
Αυτές οι πρακτικές του παλιού πολιτικού συστήματος είναι αρκετές για να εξηγήσουν τη δυσθυμία τους στην αρχή της Συνταγματικής Αναθεώρησης, όταν με υπεκφυγές, παιχνίδια και προφάσεις, μεθόδευαν την υπονόμευση της διαδικασίας με προφανή στόχο να μην αλλάξει το κατάπτυστο άρθρο 86 του Συντάγματος για την ευθύνη των υπουργών.
ΖΟΡΜΠΑ: Κύριε Εκπρόσωπε, σας προβληματίζει καθόλου η διαφωνία του κ. Κοντονή, ο οποίος είναι τέως υπουργός Δικαιοσύνης, σχετικά με τη δική σας ανάγνωση, για το πώς θα πρέπει να είναι το περιεχόμενο των αναθεωρητέων άρθρων και εν προκειμένω σε αυτό που αφορά στην προεδρική εκλογή;
ΤΖΑΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Κοιτάξτε να δείτε, εδώ πρόκειται για μία και νομική θεωρητική συζήτηση, αλλά και μία συζήτηση η οποία έχει και πολιτικό περιεχόμενο και φυσικά πολιτικές απολήξεις. Είναι γνωστό ότι στη νομική θεωρία υπάρχουν διαφορετικές απόψεις, αυτό έχει προκύψει κατά τη διάρκεια της συζήτησης, σε σχέση με το εάν και κατά πόσο -αν θέλετε- η προτείνουσα Βουλή μπορεί να δεσμεύσει ως προς την κατεύθυνσή της την αναθεωρητική Βουλή, η οποία προκύπτει μετά από εκλογές. Εγώ αυτό το οποίο μπορώ να σας πω, είναι ότι η θέση η οποία έχει προβληθεί και μέσω δικαστικών αποφάσεων από το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο της χώρας, είναι ότι πράγματι η προτείνουσα Βουλή –και αυτό το έχει πει το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο σε απόφαση, η οποία σχετίζεται με μία εκλογική διαφορά- το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, λοιπόν, έχει πει ότι η προτείνουσα Βουλή κανονικά δεσμεύει ως προς την κατεύθυνση την αναθεωρητική Βουλή.
Από εκεί και πέρα, θεωρητικές νομικές απόψεις μπορούν να εκφράζονται ελεύθερα στον δημόσιο διάλογο. Ωστόσο, νομίζω ότι η πολιτική ουσία είναι διαφορετική και δεν πρέπει να εστιάζουμε σε ακριβώς αυτή την πολύπλοκη νομική συζήτηση. Ποια είναι η πολιτική ουσία του πράγματος; Η πολιτική ουσία του πράγματος είναι η εξής: Το Σύνταγμα αποτελεί τον καταστατικό χάρτη της χώρας. Εκεί που διαμορφώνονται ευρύτερες συναινέσεις για τον καταστατικό χάρτη, ο οποίος τι ορίζει; Κυρία Ζορμπά, ο καταστατικός χάρτης της χώρας ορίζει τους κανόνες, με βάση τους οποίους πρέπει να παίζεται το πολιτικό παιχνίδι, πρώτον. Ενώ, επίσης, κατοχυρώνει θεμελιώδη δικαιώματα, αλλά και θεμελιώδεις υποχρεώσεις του κράτους, έναντι των πολιτών. Άρα, λοιπόν, για να αλλάξει ο καταστατικός χάρτης, αυτό το οποίο απαιτεί το συνταγματικό πνεύμα, είναι μια ευρύτερη διακομματική, αλλά και διαχρονική συναίνεση. Επομένως, το ζήτημα εδώ είναι ότι για να αλλάξει κανείς τους κανόνες του παιχνιδιού, δεν μπορεί να στηρίζεται σε συγκυριακές, αν θέλετε, συμφωνίες ή διαφωνίες ή στα παιχνίδια πόκερ, τα οποία εισηγείται η αξιωματική αντιπολίτευση ως θεσμικότατο δήθεν τρόπο για τη Συνταγματική Αναθεώρηση. Διότι η ΝΔ τι μας είπε; Ας ψηφίσουμε όλοι αυτά στα οποία συμφωνούμε ή διαφωνούμε και στη συνέχεια η επόμενη Βουλή, με απλή πλειοψηφία, θα καθορίσει το περιεχόμενο του νέου καταστατικού χάρτη. Αυτό έρχεται σε ευθεία αντίθεση με το συνταγματικό πνεύμα, που, όπως σας έλεγα προηγουμένως, επιδιώκει ευρύτερες διακομματικές, αλλά και διαχρονικές συναινέσεις για την αλλαγή του.
Νομίζω λοιπόν ότι, ακριβώς για αυτό τον λόγο εξάλλου, το Σύνταγμα προβλέπει ότι οι 180 ψήφοι μπορούν να δίδονται είτε στην προτείνουσα Βουλή, όταν υπάρχει σαφής και καταγεγραμμένη διακομματική συναίνεση, η οποία προδιαγράφεται μακροπρόθεσμη. Ενώ από την άλλη μεριά, όταν δεν υφίσταται αυτού του τύπου η μακροπρόθεσμη διακομματική συναίνεση, τότε δίδεται η δυνατότητα στην αναθεωρητική πια Βουλή να αποφασίσει για το περιεχόμενο με αυξημένη πλειοψηφία. Όλα τα υπόλοιπα είναι παιχνίδια, τα οποία επιθυμεί να παίξει ο κ. Μητσοτάκης με την φαντασιωτική σκέψη ότι θα κερδίσει τις επόμενες εκλογές. Αυτό, ούτως ή άλλως, δεν πρόκειται να γίνει. Και η επόμενη Βουλή, με ευρύτερες πλειοψηφίες, θα καθορίσει το νέο περιεχόμενο του Συντάγματος, δηλαδή του καταστατικού θεμελιώδους χάρτη της χώρας.
ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΥ: Κύριε Υπουργέ, χθες ο Πρωθυπουργός συνέδεσε άμεσα τη ΝΔ με το ΚΙΝΑΛ στο θέμα του Προέδρου της Δημοκρατίας. Τώρα μόλις εσείς κάνατε επίθεση και στη ΝΔ εντάξει, αλλά και στο ΚΙΝΑΛ, για το θέμα του Προέδρου, αφήνοντας να εννοηθεί ότι μπορεί να υπάρχει συμφωνία για δύο στελέχη του ΚΙΝΑΛ ή για τον κ. Σημίτη -δική μου ερμηνεία- ή για τον κ. Βενιζέλο. Να συμπεριλάβω και κάτι άλλο, ότι κάνετε επίθεση στην κ. Γεννηματά και για το θέμα Τσουκάτου. Λοιπόν, μέσα από όλα αυτά που είπατε, πώς μπορεί να προχωρήσει μια συνεργασία με την κεντροαριστερά;
ΤΖΑΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Να ξεκινήσω από το τελευταίο. Κατ’ αρχάς, η κ. Γεννηματά και το ΚΙΝΑΛ δεν εκφράζει σε καμία περίπτωση αυθεντικά αυτό το οποίο θα μπορούσε κανείς να χαρακτηρίσει προοδευτικό ή κεντροαριστερό χώρο. Η κ. Γεννηματά με τις επιλογές της, το τελευταίο διάστημα και ιδιαίτερα με τη στάση της στη Συμφωνία των Πρεσπών, θα μπορούσε κανείς να πει ότι άλλαξε πολιτικό στρατόπεδο. Πράγμα το οποίο, βέβαια, νομίζω ότι είχε προδιαγραφεί ήδη μετά το πρώτο μνημόνιο, αλλά και μετά τη συνεργασία ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, από το 2011 και την κυβέρνηση Παπαδήμου, η οποία στη συνέχεια αναβαθμίστηκε σε συγκυβέρνηση ΝΔ – ΠΑΣΟΚ, μετά τις εκλογές του Ιουνίου του 2012. Αυτή τη στιγμή έχουμε πλέον μία πολιτική και στρατηγική ταύτιση της ΝΔ με το ΚΙΝΑΛ και όχι μία απλώς στρατηγική σύμπλευση, όπως συνέβαινε τις προηγούμενες δεκαετίες, όταν η σοσιαλδημοκρατία, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και σε ολόκληρη την Ευρώπη, ευθυγραμμιζόταν με τις βασικές επιλογές και τις βασικές επιταγές του νεοφιλελεύθερου σχεδίου. Έχουμε, λοιπόν, ένα πέρασμα σε ένα διαφορετικό, σε ένα παραπάνω επίπεδο, αν θέλετε, από τη μεριά της ηγεσίας του ΚΙΝΑΛ και νομίζω ότι αυτό έχει εκφραστεί το τελευταίο διάστημα και με τις δημόσιες διαφοροποιήσεις, τις αποχωρήσεις στελεχών, που πλέον ασκούν ευθεία και σφοδρή κριτική στην ηγεσία του ΚΙΝΑΛ για τις πολιτικές του επιλογές.
Τώρα, σε ό,τι αφορά το δεύτερο ζήτημα, εγώ, φυσικά, δεν αναφέρθηκα σε ονόματα. Νομίζω ότι από τη στάση των πολιτικών κομμάτων, από τη σύμπλευσή τους σε ό,τι αφορά το άρθρο 32 για την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας, προκύπτει ότι υπάρχει εδώ μία πολιτική συναλλαγή, η οποία στηρίζεται στο φαντασιωτικό σενάριο ότι ο κ. Μητσοτάκης θα κερδίσει τις επόμενες εκλογές και στη συνέχεια η νέα κυβερνητική πλειοψηφία, που υποτίθεται ότι θα συγκροτήσει ο κ. Μητσοτάκης μαζί με την κ. Γεννηματά, θα αλλάξουν το Σύνταγμα με 151 ψήφους και στη συνέχεια θα διορίσουν και Πρόεδρο της Δημοκρατίας, κάποιον άλλον φυσικά, που δεν θα είναι ο κ. Παυλόπουλος.
Γι’ αυτό είδατε χθες και την απροθυμία του κ. Μητσοτάκη να ομολογήσει ότι ο κ. Παυλόπουλος έχει ασκήσει με αίσθηση καθήκοντος, με ευπρέπεια και με απόλυτη αφοσίωση στο εθνικό συμφέρον και στην αρμοδιότητα την οποία έχει, αυτή την κορυφαία αρμοδιότητα του ρυθμιστή του Πολιτεύματος, τα καθήκοντά του.
Νομίζω, λοιπόν, ότι χθες αποκαλύφθηκε αυτό το σχέδιο. Είναι σχεδόν πλέον ομολογημένο από τη μεριά του κ. Μητσοτάκη, ότι ο στόχος του είναι, ακριβώς, να διορίσει Πρόεδρο της Δημοκρατίας ένα πρόσωπο, το οποίο θα προέρχεται είτε από τον χώρο του πάλαι ποτέ εκσυγχρονισμού είτε θα αποτελεί κάποιον ευνοούμενό του τεχνοκράτη και προφανώς αυτό θα γίνει σε συνεννόηση με την ηγεσία του ΚΙΝΑΛ.
Όλα αυτά, βεβαίως, όπως είπα και στην εισαγωγική μου τοποθέτηση, είναι σχέδια επί χάρτου, τα οποία κάνει ο κ. Μητσοτάκης. Μου θυμίζουν τα σχέδια επί χάρτου του κ. Σαμαρά για την «αριστερή παρένθεση», διότι πάντοτε η ΝΔ και ο κ. Μητσοτάκης ξεχνούν να συνυπολογίσουν μια κορυφαία, μια κεντρική μεταβλητή στα σχέδιά τους αυτά και αυτή δεν είναι άλλη από τη βούληση του κυρίαρχου λαού.
ΣΥΜΕΩΝΙΔΗΣ: Κύριε Εκπρόσωπε, είπατε και τώρα για το φαντασιωτικό σενάριο να είναι ο Κυριάκος Μητσοτάκης επόμενος Πρωθυπουργός, η ΝΔ κυβέρνηση. Από την άλλη, όμως, σας κατηγορούν για ηττοπάθεια. Με την έννοια ότι αρνείστε να αναθεωρηθούν άρθρα, όπως το 24 που αναφέρατε, ή το 16 του Συντάγματος, τουλάχιστον όσον αφορά το κομμάτι της θρησκευτικής συνείδησης ότι το κράτος επεμβαίνει στην θρησκευτική συνείδηση ή στη διαμόρφωση της θρησκευτικής συνείδησης των πολιτών. Σας κατηγορούν, δηλαδή, ότι θα μπορούσαν να αναθεωρηθούν αυτά τα άρθρα, αλλά φοβάστε να τα βάλετε στην αναθεώρηση, γιατί στην επόμενη Βουλή δεν θα είστε εσείς κυβερνητική πλειοψηφία, οπότε οι αλλαγές που θα γίνουν δεν θα είναι προς τη δική σας κατεύθυνση.
ΤΖΑΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Θα σας απαντήσω το εξής: Κατ΄ αρχάς, εμείς για το άρθρο 24 δεν ισχυριζόμαστε ότι απαιτεί το ίδιο μια οποιαδήποτε αναθεώρηση. Αντιθέτως, νομίζουμε ότι κατοχυρώνει με ασφαλή τρόπο την προστασία του περιβάλλοντος και ιδιαίτερα του δασικού περιβάλλοντος. Εδώ, όπως και στο άρθρο 16, υπάρχει μια, αν θέλετε, σκληρή πολιτική αντιπαράθεση. Μόνο και μόνο η επιλογή να τεθούν αυτά τα άρθρα ως άρθρα που μπορούν να υποστούν αναθεώρηση, θα αποτελούσε μια πολιτική ήττα ή μια πολιτική υποχώρηση, αν θέλετε, στις βασικές μας πολιτικές επιδιώξεις και στις βασικές μας στρατηγικές επιλογές. Η στρατηγική μας επιλογή είναι η προστασία του περιβάλλοντος, πρώτον. Και δεύτερον, η μη αναθεώρηση του άρθρου 16, καθώς αυτό προστατεύει τη δημόσια εκπαίδευση στη χώρα μας.
Επομένως, νομίζω ότι το πρόβλημα σε ό,τι αφορά και το άρθρο 24 και το άρθρο 16, δεν αφορά τις λεπτομέρειες, αν θέλετε, και τις επιμέρους ρυθμίσεις τους, αλλά τα κεντρικά ζητήματα, τα οποία κατοχυρώνονται και προστατεύονται μέσω αυτών των δύο άρθρων. Επομένως, δεν υπάρχει καμία ηττοπάθεια από τη δική μας μεριά. Ούτως ή άλλως, η θέση του ΣΥΡΙΖΑ, από την ίδρυσή του κατ΄ αρχάς, αλλά και την περίοδο του 2006-2007, ήταν μια σθεναρή υπεράσπιση του καθεστώτος της δημόσιας εκπαίδευσης στη χώρα μας και κάτι τέτοιο δεν υπάρχει περίπτωση να αλλάξει στο μέλλον.
Σας είπα και προηγουμένως, ότι αυτό το οποίο επιδιώκει η ΝΔ με το να θέτει το άρθρο 16 ως υποκείμενο στη διαδικασία της αναθεώρησης, δεν είναι τίποτε άλλο παρά να δημιουργήσει τους όρους για την εξεύρεση πελατείας από κολλέγια και παραρτήματα κολλεγίων του εξωτερικού και φυσικά δεν είναι να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα των Ελλήνων φοιτητών ή φοιτητριών, που αυτή τη στιγμή σπουδάζουν στο εξωτερικό. Θα μπορούσε να το κάνει πάρα πολύ εύκολα, αποδεχόμενη, για παράδειγμα, τις προτάσεις της κυβέρνησης για την αύξηση του αριθμού των εισακτέων σε πανεπιστημιακές σχολές, να συμφωνήσει σε ένα ευρύτερο σχέδιο ανάπτυξης και αναβάθμισης της δημόσιας εκπαίδευσης στη χώρα μας, πράγμα το οποίο δεν θέλει και δεν πρόκειται να κάνει. Εξάλλου, σας θυμίζω ότι από τη δική τους μεριά, από τη μεριά της ΝΔ, αλλά και του ΚΙΝΑΛ, ήταν σαφής και εδώ και πάρα πολλά χρόνια δεδομένη μια προσπάθεια απαξίωσης της ελληνικής δημόσιας εκπαίδευσης, η οποία είναι και λανθασμένη και ψευδής και άδικη, καθώς, όπως ξέρετε, μεγάλα ελληνικά πανεπιστήμια αυτή τη στιγμή φιγουράρουν στις λίστες των καλύτερων πανεπιστημίων του κόσμου.
ΑΝΤΖΟΛΕΤΟΣ: Επανέρχομαι λίγο σε αυτό που είπατε πριν, σε σχέση με τη συνεννόηση ΝΔ-ΚΙΝΑΛ για κάποιο πρόσωπο από το παλαιό πολιτικό σύστημα. Σήμερα, η κυρία Σπυράκη από τη ΝΔ είπε ότι δεν υπάρχει θέμα, ούτε ο κ. Βενιζέλος, ούτε ο κ. Σημίτης να είναι υποψήφιοι Πρόεδροι της Δημοκρατίας.
ΤΖΑΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Εγώ, λοιπόν, καλώ την κυρία Σπυράκη, αφού δεν υπάρχει κανένα θέμα και, όπως σας είπα και προηγουμένως, εγώ δεν ενέπλεξα ονόματα στη συζήτηση, έκανα μια γενική πολιτική εκτίμηση, η οποία νομίζω ότι είναι απολύτως ασφαλής με βάση τα δεδομένα της χθεσινής συζήτησης, καλώ, λοιπόν, την κυρία Σπυράκη, αλλά και τον κ. Μητσοτάκη να δηλώσουν ότι θα υποστηρίξουν τον νυν Πρόεδρο Προκόπη Παυλόπουλο για την προεδρική εκλογή του 2020. Άρα, λοιπόν, τα σενάρια αυτά θα τελειώσουν άπαξ δια παντός, αν η ΝΔ επιλέξει να κάνει αυτή την επιλογή, η οποία συμβαδίζει και με τη θεσμική συνέπεια και τη θεσμική σοβαρότητα που πρέπει να έχει η αξιωματική αντιπολίτευση.
ΣΤΡΑΤΑΚΗΣ: Ήθελα να επανέλθω στο θέμα Τσουκάτου, γιατί άλλο να υπάρχει μια περιρρέουσα ατμόσφαιρα, άλλο να υποψιαζόμαστε, άλλο να φημολογούνται πράγματα. Όμως, έχω την αίσθηση ότι σοκαρίστηκαν αρκετοί από την ομολογία των 16 δισ. δραχμών από επιχειρηματίες προς το κόμμα του κυρίου Σημίτη. Η κυβέρνηση σκέφτεται να πάρει κάποια πρωτοβουλία, γιατί, εντάξει, έχουμε ξαναδεί κάποιες επιτροπές στη Βουλή για τη χρηματοδότηση των κομμάτων. Υπάρχει στην πρόθεση της κυβέρνησης, υπό το φως αυτών των νέων στοιχείων, να πάρει κάποια πρωτοβουλία;
ΤΖΑΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Κατ΄ αρχάς, να σας πω το εξής, κύριε Στρατάκη: Η κυβέρνηση έχει νομοθετήσει για να κατοχυρώσει τη διαφάνεια στα οικονομικά των κομμάτων και έχει ψηφίσει έναν νόμο, ο οποίος προσδιορίζει με πάρα πολύ μεγάλη σαφήνεια τους κανόνες διαφάνειας, οι οποίοι πρέπει να ακολουθούνται σε τέτοιες περιπτώσεις. Το ζήτημα εδώ, όμως, δεν έχει να κάνει με την ύπαρξη κανόνων. Κανόνες υπήρχαν και στο παρελθόν. Το θέμα είναι ότι ένα μεγάλο κομμάτι του πολιτικού προσωπικού του παρελθόντος, αλλά και του σημερινού, αν θέλετε, συστήματος εξουσίας γύρω από τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, είναι πάρα πολύ πρόθυμοι και πάρα πολύ επιρρεπείς στην παραβίαση των κανόνων. Άρα, εδώ δεν έχουμε απλώς και μόνο ένα πολιτικό θέμα, το οποίο, βεβαίως, εμείς πρέπει να το αντιμετωπίσουμε από τη σκοπιά την κυβερνητική, από τη σκοπιά την κοινοβουλευτική, από τη σκοπιά τη νομοθετική. Δεν έχουμε, όμως, βασικό θέμα τη μη ύπαρξη κανόνων. Έχουμε θέμα την παραβίαση των κανόνων, οι οποίοι υφίστανται και νομίζω ότι εκεί τα θέματα δεν αφορούν πλέον ούτε την εκτελεστική, ούτε τη νομοθετική εξουσία, αλλά αφορούν καθαρά και απολύτως τη δικαστική εξουσία, η οποία είμαι βέβαιος ότι θα προχωρήσει σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες, εφόσον εκκινήσουν διαδικασίες διερεύνησης.
ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Για την ίδια συνέντευξη της κυρίας Σπυράκη, που απέκλεισε το ενδεχόμενο για την υποψηφιότητα του κ. Βενιζέλου ή του κ. Σημίτη. Είπε η κυρία Σπυράκη ότι ο δικός σας στόχος είναι μετά τις εκλογές, με την αυξημένη πλειοψηφία, να μην καταφέρετε να βρείτε αυτή την αυξημένη πλειοψηφία στην επόμενη Βουλή, ούτως ώστε να προκληθούν εκ νέου εκλογές στο όνομα του Προέδρου της Δημοκρατίας, το 2020. Τι απαντάτε σε αυτό;
ΤΖΑΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Ο Πρωθυπουργός, χθες, νομίζω ότι ήταν σαφέστατος. Από τη δική μας μεριά δεν πρόκειται να παίξουμε κανένα παιχνίδι παρένθεσης. Ωστόσο, αν η κυρία Σπυράκη θέλει να είναι απολύτως βέβαιη, θα μπορούσε κάλλιστα να υποστηρίξει την πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ και να προτείνει από τη μεριά της ΝΔ τον κύριο Παυλόπουλο για την προεδρική εκλογή το 2020. Τότε, τελειώνουν αμέσως και χωρίς δεύτερη κουβέντα όλα τα σενάρια, τα ανόητα αυτά σενάρια, τα οποία διακινεί η ΝΔ, εδώ και περίπου ένα μήνα, περί δήθεν στρατηγικής δεξιάς παρένθεσης. Εμείς δεν πρόκειται να παίξουμε τέτοια πολιτικά παιχνίδια. Αυτά τα πολιτικά παιχνίδια ταιριάζουν σε πολιτικούς του φυράματος του κυρίου Σαμαρά. Δεν ταιριάζουν στην Αριστερά. Δεν ταιριάζουν στον ΣΥΡΙΖΑ. Και να είναι σίγουρος ο κ. Μητσοτάκης, αλλά και ο ελληνικός λαός ότι σε αυτές τις εκλογές θα κριθεί η επόμενη κυβέρνηση, θα επιλεγεί η επόμενη κυβέρνηση από τον ελληνικό λαό στη βάση των διαχωριστικών γραμμών, που ήδη έχουν μπει. Δηλαδή, από τη μια μεριά, μια πολιτική δύναμη, όπως η ΝΔ, η οποία έχει ως κεντρικό πολιτικό στόχο τη συντριβή της εργασίας και την –αν θέλετε- εφαρμογή μιας σκληρότατης και επιθετικής πολιτικής λιτότητας, η οποία, όχι απλώς θα προσομοιάζει, αλλά θα είναι απολύτως ίδια με την πολιτική που ακολουθήθηκε κατά τη διάρκεια ιδιαίτερα των δύο πρώτων μνημονίων. Από την άλλη μεριά, μια πολιτική δίκαιης ανάπτυξης, με επίκεντρο την εργασία και με βασικό στόχο την ανασυγκρότηση ή –αν θέλετε- την για πρώτη φορά συγκρότηση ενός ισχυρού κοινωνικού κράτους και ενός νέου παραγωγικού μοντέλου. Αυτά είναι τα δύο πολιτικά σχέδια που θα συγκρουστούν στις εκλογές. Και από αυτή τη σύγκρουση θα προκύψει και η επόμενη κυβέρνηση.
ΣΑΒΒΟΠΟΥΛΟΥ: Κύριε Εκπρόσωπε, θέλω να επανέλθω στο θέμα του κ. Κοντονή. Όλα αυτά που μας είπατε, ο πρώην υπουργός Δικαιοσύνης δεν τα γνωρίζει; Και μιλώ και για το πολιτικό κομμάτι, πέρα από το νομικό που βάλατε. Και σε κάθε περίπτωση, δεν είναι εκτός γραμμής ο κ. Κοντονής;
ΤΖΑΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Σας είπα. Κοιτάξτε, στη συνταγματική αναθεώρηση, το είπε και χθες ο ίδιος ο Πρωθυπουργός στην τοποθέτησή του, δεν μπαίνουν ζητήματα κομματικών πειθαρχιών. Εδώ μιλάμε για ζητήματα ευρύτερου πολιτικού ενδιαφέροντος, τα οποία, αν θέλετε, εμπλέκουν τον ίδιο τον καταστατικό χάρτη της χώρας, πολύπλοκες νομικές ερμηνείες, αλλά και ευρύτερα πολιτικά ζητήματα. Νομίζω ότι ο κ. Κοντονής ως νομικός δικαιούται να έχει την άποψή του. Ωστόσο, η άποψη της πλειοψηφίας, αλλά και -σας είπα- της νομικής θεωρίας στην πλειοψηφία της, η κρατούσα άποψη, δηλαδή, στη νομική θεωρία, καθώς και οι σχετικές δικαστικές αποφάσεις βαδίζουν προς την αντίθετη κατεύθυνση. Δηλαδή, εκείνη που θέλει την προτείνουσα Βουλή να δεσμεύει ως προς τη γενική κατεύθυνση την αναθεωρητική Βουλή, η οποία προκύπτει μετά τις εκλογές. Και σας εξήγησα προηγουμένως αναλυτικά τους λόγους για τους οποίους νομίζω ότι κάτι τέτοιο ισχύει.
ΚΛΑΥΔΙΑΝΟΣ: 120 δόσεις και κόκκινα δάνεια. Από την αντιπολίτευση ισχυρίζονται ότι προσπαθεί η κυβέρνηση να βρει πρόχειρες λύσεις και να κρύψει κάτω από το χαλί αυτά τα προβλήματα για να τα δώσει στην επόμενη κυβέρνηση. Εσείς τι απαντάτε σε αυτή την κριτική;
ΤΖΑΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Κατ΄ αρχάς, η επόμενη κυβέρνηση δεν θα διαφοροποιείται ιδιαιτέρως από τη σημερινή. Επομένως, το επιχείρημα είναι, ούτως ή άλλως, μάλλον άκυρο. Από εκεί και πέρα, εμείς έχουμε αποδείξει ότι σε ό,τι αφορά τη δημοσιονομική πολιτική, αλλά και την πολιτική για τη σταθεροποίηση του τραπεζικού συστήματος, έχουμε επιδείξει τη μέγιστη υπευθυνότητα. Και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, ενώ παραλάβαμε άδεια ταμεία, μια δημοσιονομική κατάσταση, η οποία βρισκόταν απολύτως εκτός στόχων, καταφέραμε μέσα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα και να εξυγιάνουμε τα δημόσια οικονομικά, αλλά και να σταθεροποιήσουμε το τραπεζικό σύστημα. Σε αυτή την ίδια κατεύθυνση συνεχίζουμε να βαδίζουμε. Σε ό,τι αφορά τις 120 δόσεις, όχι απλώς δεν εκτιμάμε ότι θα δημιουργήσει μια πιθανή τέτοια ρύθμιση δημοσιονομικό εκτροχιασμό, αλλά αντιθέτως έχει τη δυνατότητα να στηρίξει ακόμη πιο πολύ τα δημόσια οικονομικά. Ωστόσο, η πιθανότητα αυτή εξαρτάται από τις επεξεργασίες των αρμόδιων υπουργείων που θα κάνουν και τις σχετικές ανακοινώσεις, εφόσον αποφασιστούν συγκεκριμένα οι πρωτοβουλίες αυτές.
Και από εκεί και πέρα, έχουμε το ζήτημα της ρύθμισης, αν θέλετε, της προστασίας της πρώτης κατοικίας, με ένα διάδοχο σχήμα για τον νόμο Κατσέλη, όπου εκεί γνωρίζετε πάρα πολύ καλά ότι επίσης η κυβέρνηση επιδεικνύει τη μέγιστη υπευθυνότητα με έναν διπλό στόχο: από τη μια μεριά να μην διακινδυνευτεί, αλλά αντιθέτως να εμπεδωθεί ακόμη περισσότερο η σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος και από την άλλη μεριά, βεβαίως, να επιτύχουμε τη μεγαλύτερη δυνατή προστασία της πρώτης λαϊκής κατοικίας.
ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ: Πάνω σε αυτό το θέμα: Έχουν καθυστερήσει σχετικά και άλλες δύο πρωτοβουλίες, οι οποίες δεν ξέρω αν συνδέονται στο πλαίσιο των κόκκινων δανείων, όπως είναι το στεγαστικό επίδομα και το επίδομα για δάνειο.
ΤΖΑΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Νομίζω ότι σήμερα έχουν γίνει σχετικές ανακοινώσεις από το υπουργείο Εργασίας. Σε ό,τι αφορά το στεγαστικό επίδομα, αυτό θα εκκινήσει πάρα πολύ γρήγορα με βάση τις υπουργικές αποφάσεις που θα εκδοθούν από το υπουργείο Εργασίας.
Σε ό,τι αφορά την επιδότηση του δανείου, αυτό αφορά τη συζήτηση που διεξάγεται μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης, των τραπεζών και των θεσμών και αγγίζει, αν θέλετε, τη συνολικότερη ρύθμιση του ζητήματος του διάδοχου σχήματος του νόμου Κατσέλη.
ΤΣΙΚΡΙΚΑ: Κύριε Εκπρόσωπε, καταλαβαίνουμε ότι επειδή βρίσκεται μια συζήτηση σε εξέλιξη με τους τραπεζίτες δεν μπορείτε να μας δώσετε το περίγραμμα του πλαισίου συμφωνίας, το οποίο συζητάτε. Όμως, επειδή μας ακούει πολύς κόσμος και έχει ανησυχία, αφορά πάρα πολύ κόσμο αυτό το θέμα της προστασίας της πρώτης κατοικίας, μπορείτε να μας πείτε χονδρικά ποιοι δεν πρέπει να ανησυχούν; Πού μπορεί να είναι αυτό το όριο για την προστασία της πρώτης κατοικίας, αν αφορά στο υπόλοιπο του δανείου, ποια είναι τα κριτήρια; Ένα περίγραμμα.
ΤΖΑΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Μου ζητάτε να μην σας πω, αλλά ταυτόχρονα να σας πω. Νομίζω ότι αυτό είναι αντίφαση εν τοις όροις. Εν πάση περιπτώσει, εγώ αυτό το οποίο μπορώ να διαβεβαιώσω τους Έλληνες πολίτες, είναι ότι η κυβέρνηση επιδιώκει -και νομίζω ότι σε αυτό συμφωνούν όλοι οι εμπλεκόμενοι στη συζήτηση- την ευρύτερη δυνατή προστασία της πρώτης κατοικίας και αυτό προφανώς αφορά τις λαϊκές οικογένειες, τα λαϊκά νοικοκυριά, τα οποία δεν έχουν απολύτως κανέναν λόγο ανησυχίας όσο αυτή η κυβέρνηση συνεχίζει να βρίσκεται στην πολιτική εξουσία. Το μεγάλο πρόβλημα θα το αντιμετωπίσουν αν και εφόσον , ο μη γένοιτο, υπάρξει αλλαγή, αν θέλετε, πολιτική αλλαγή, όπου εκεί ο ολετήρας της νεοφιλελεύθερης ΝΔ δεν εκτιμώ ότι θα αφήσει και πολλά πράγματα όρθια.
ΡΙΣΤΟΦΣΚΑ: Κύριε Εκπρόσωπε, θα σας πάω λίγο στη Συμφωνία των Πρεσπών. Αφού τέθηκε σε ισχύ, η Ελλάδα θα αλλάξει τις πινακίδες της, τις ταμπέλες που είναι στα βόρεια σύνορα, δηλαδή που λένε Σκόπια, ΠΓΔΜ και τα λοιπά; Και μια δεύτερη ερώτηση, είναι προγραμματισμένη κάποια συνάντηση του κ. Τσίπρα με τον κ. Ζάεφ στο Μόναχο;
ΤΖΑΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Σε ό,τι αφορά τη συνάντηση, δεν υπάρχει κάποιο κλεισμένο ραντεβού, το οποίο θα μπορούσε να ανακοινωθεί. Δεν υπάρχει κάτι αυτή τη στιγμή.
Τώρα, σε ό,τι αφορά τις πινακίδες για τις οποίες κάνετε λόγο, είναι σαφές και απολύτως δεδομένο ότι η Ελλάδα αναγνωρίζει το γειτονικό κράτος πλέον με την ονομασία «Βόρεια Μακεδονία» και κάτι τέτοιο θα αντανακλάται σε κάθε επίσημη αναφορά του ελληνικού κράτους προς τη Βόρεια Μακεδονία, πράγμα το οποίο περιλαμβάνει προφανώς και τις πινακίδες.
ΘΕΟΔΩΡΑΚΑΚΟΣ: Κύριε εκπρόσωπε, επί των ρυθμίσεων των κόκκινων δανείων, αν μπορείτε να μας πείτε, το σχήμα που επεξεργάζεστε θα περιλαμβάνει και άλλα δάνεια πλην των στεγαστικών;
ΤΖΑΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Εγώ αυτή τη στιγμή δεν πρόκειται να κάνω κανένα σχόλιο για μια συζήτηση, η οποία διεξάγεται, για μια συζήτηση, η οποία δεν έχει καταλήξει. Πάρα πολύ σύντομα θα προβούμε σε ανακοινώσεις. Αυτό στο οποίο θέλω να επιμείνω είναι ότι η επιδίωξη της κυβέρνησης –και σε αυτό συμφωνούμε και με την Ένωση Ελληνικών Τραπεζών και με τις επιμέρους συστημικές τράπεζες- είναι από τη μία μεριά να εμπεδωθεί έτι περαιτέρω η σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος, να στηριχθεί η προσπάθεια των τραπεζών για την απομείωση των κόκκινων δανείων και την ίδια στιγμή να προστατευτεί η λαϊκή κατοικία. Αυτές είναι οι βασικές αρχές στη βάση των οποίων πορευόμαστε σε αυτές τις συζητήσεις και νομίζω ότι το τελικό σχέδιο θα τις αντανακλά με πάρα πολύ μεγάλη σαφήνεια.
ΑΝΤΖΟΛΕΤΟΣ: Θέλω να σας ρωτήσω για τον κ. Καμμένο, γιατί έδωσε χθες μια πολύ μεγάλη συνέντευξη στον ΣΚΑΪ και ανέφερε –το έχει ξαναπεί, βέβαια- για επαφές του κ. Τσίπρα με βουλευτές των ΑΝΕΛ για να εξασφαλίσει τους 151, ότι τους εξαγόρασε μια καρέκλα. Ένα σχόλιο γι’ αυτό. Και ένα σχόλιο σχετικά με το ότι ο κ. Τσίπρας γνώριζε και το Plan B για τα Σκόπια.
ΤΖΑΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Σε σχέση με το δεύτερο σκέλος της ερώτησής σας, ήταν απολύτως δεδομένες οι θέσεις του Πρωθυπουργού σε σχέση με τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να επιλυθεί η διαφορά μας με τη Βόρεια Μακεδονία και ακριβώς με βάση αυτές τις θέσεις, αυτές τις αξίες και αυτή τη στρατηγική καταφέραμε να καταλήξουμε στην ιστορική Συμφωνία των Πρεσπών. Όλα τα υπόλοιπα είναι σενάρια, τα οποία δεν πρόκειται εγώ να σχολιάσω.
Τώρα, σε ό,τι αφορά τις υποτιθέμενες εξαγορές. Ξέρετε, τα πολιτικά πρόσωπα στα οποία αναφέρεται ο κ. Καμμένος, ήταν μέλη της κυβέρνησης. Πολλοί από αυτούς, εδώ και περίπου τέσσερα χρόνια, όπως η κυρία Κουντουρά, οι άλλοι για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα και από διαφορετικές θέσεις υπηρέτησαν τους στόχους και τις επιδιώξεις και τη στρατηγική αυτής της κυβέρνησης για την έξοδο από το μνημόνιο, για την ανασυγκρότηση της ελληνικής οικονομίας, για τη θωράκιση της ελληνικής Πολιτείας από φαινόμενα διαφθοράς, τη μάχη ενάντια στη διαπλοκή και με τον πιο καθαρό, με τον πιο ευσυνείδητο και με έναν τρόπο που υποδηλώνει και την αίσθηση του εθνικού τους καθήκοντος, διαφώνησαν με τον κ. Καμμένο και ιδιαίτερα με την επιλογή του να αποχωρήσει από την κυβέρνηση και να αποσύρει τη στήριξή του σε αυτή. Νομίζω ότι εδώ τα πράγματα είναι απολύτως πολιτικά και οποιαδήποτε παράκαμψη, αν θέλετε, δια σεναρίων εξαγοράς, είναι απολύτως άδικη και άνευ αντικειμένου. Ξέρετε, εξαγοράζεις ίσως κάποιον που δεν είναι ήδη στην κυβέρνηση, προσφέροντάς του έναν πολιτικό θώκο, αν και αυτά δεν είναι πρακτικές, τις οποίες συμμερίζεται η Αριστερά και ιδιαίτερα ο ΣΥΡΙΖΑ, ούτε έχει προβεί ποτέ σε τέτοιου τύπου πολιτικές συναλλαγές. Αυτές είναι πρακτικές που χαρακτήριζαν το παλαιό πολιτικό σύστημα και μάλιστα κατά κόρον. Επομένως, νομίζω ότι κάθε τέτοια αναφορά δεν τιμά, αν θέλετε, την τετράχρονη συνεργασία που είχαμε με τον κύριο Καμμένο και η οποία κατέληξε και σε συγκεκριμένα και απτά αποτελέσματα με σαφή την κοινωνική τους ωφέλεια.
ΖΟΡΜΠΑ: Κύριε Εκπρόσωπε, επιμένει η κυβέρνηση στη ρητορική της εξάντλησης της τετραετίας; Και αναρωτιέμαι, αν επιμένει, τότε πού αποδίδει την καθημερινή σχεδόν παρέμβαση κορυφαίων κομματικών και κυβερνητικών στελεχών, που δείχνουν, ολοένα και περισσότεροι, προς τον Μάιο;
ΤΖΑΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Είναι προφανές ότι η κυβέρνηση είναι προσηλωμένη στον στόχο να ολοκληρώσει την τετραετία. Από εκεί και πέρα, στη δημόσια συζήτηση, ανεξαρτήτως της γνώμης που μπορεί να έχω εγώ γι΄ αυτό, μπορούν να κατατίθενται διαφορετικές ερμηνείες, εκτιμήσεις, οπτικές. Ο στόχος της κυβέρνησης είναι η εξάντληση της τετραετίας.
ΣΤΡΑΤΑΚΗΣ: Μιας και είμαστε στις εκλογές, υπάρχει σκέψη στην κυβέρνηση, επειδή υπάρχουν…
ΤΖΑΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Δεν είμαστε, όμως. Είπατε ότι είμαστε σε εκλογές. Θεματικά εννοείτε.
ΣΤΡΑΤΑΚΗΣ: Σε ευρωεκλογές. Προ των ευρωεκλογών. Επειδή, λοιπόν, υπάρχουν αρκετά ρεπορτάζ, υπάρχουν πληροφορίες, υπάρχει μια φημολογία ότι μελετά η κυβέρνηση να αλλάξει τον νόμο, όσον αφορά την εκλογή των ευρωβουλευτών. Υπάρχει τέτοια πρόθεση;
ΤΖΑΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Δεν υπάρχει καμία τέτοια πρόθεση.
ΣΥΜΕΩΝΙΔΗΣ: Κύριε Εκπρόσωπε, είπατε όχι στη δεξιά παρένθεση. Στην περίπτωση που είναι πλειοψηφία η ΝΔ στην επόμενη Βουλή και προτείνει κάποιον άλλον πέρα από τον κύριο Παυλόπουλο για Πρόεδρο της Δημοκρατίας, εσείς είστε ανοιχτοί να αποδεχτείτε μια άλλη πρόταση πέραν του κυρίου Παυλόπουλου; Και χθες ο Πρωθυπουργός είπε ότι είχε το δικαίωμα συνταγματικά το 2014 να ρίξει την κυβέρνηση, με αφορμή την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας. Ασπάζεται μήπως ο Πρωθυπουργός το δόγμα Βουλγαράκη για το ό,τι είναι νόμιμο είναι και ηθικό;
ΤΖΑΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Η περίοδος του 2014-2015 ήταν μια απολύτως διαφορετική περίοδος από την σημερινή. Επρόκειτο για μία κυβέρνηση, η κυβέρνηση του κυρίου Σαμαρά-Βενιζέλου, η οποία δεν διαπραγματεύτηκε ποτέ τίποτα. Είχε δεσμεύσει τη χώρα και με το PSI, αλλά και με πρωτογενή πλεονάσματα 4,5%, μέχρι το 2031. Υλοποιούσε μια καταστροφικότατη πολιτική. Υλοποιούσε μια πολιτική η οποία βύθιζε ολοένα και περισσότερο τη χώρα στην κρίση. Υπήρχε ένα λαϊκό, ένα κοινωνικό αίτημα πολιτικής ανατροπής και νομίζω ότι στο πλαίσιο αυτό έγινε μια ορθότατη επιλογή από εμάς τότε, ως δύναμη της αξιωματικής αντιπολίτευσης, να μην επιτρέψουμε στον κύριο Σαμαρά να συνεχίσει το καταστροφικό του έργο. Σήμερα βρισκόμαστε σε μια εντελώς άλλη φάση. Η χώρα έχει βγει από το μνημόνιο. Βρισκόμαστε σε μια πορεία, αν θέλετε, οικονομικής ανασυγκρότησης, σε μια περίοδο οικονομικής ανάκαμψης. Έχουμε τη δυνατότητα να καταθέτουμε για πρώτη φορά μετά από 10 χρόνια επεκτατικούς δημοσιονομικούς προϋπολογισμούς. Έχουμε τη δυνατότητα να αυξάνουμε τον κατώτατο μισθό. Έχουμε τη δυνατότητα να αποκαθιστούμε αδικίες του μνημονίου. Άρα, θεωρώ, ότι περνάμε σε μια περίοδο η οποία είναι, βεβαίως, δύσκολη. Δεν είναι στρωμένος ο δρόμος με ροδοπέταλα, αλλά την ίδια στιγμή η πολιτική συγκυρία, αλλά και η οικονομική συγκυρία είναι τελείως διαφορετική από την αντίστοιχη του 2015. Σε ό,τι αφορά τα σενάρια της δεξιάς παρένθεσης, σας είπα με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο ότι από τη μεριά του ΣΥΡΙΖΑ δεν υπάρχει περίπτωση να ακολουθήσουμε τις ανόητες στρατηγικές εμπνεύσεις του κυρίου Σαμαρά. Θα θέσουμε το δίλημμα των εκλογών με τον πιο καθαρό και κατηγορηματικό τρόπο. Θα ρωτήσουμε τον ελληνικό λαό αν προτιμά μια κυβέρνηση Τσίπρα, η οποία θα έχει στο επίκεντρο τις δυνάμεις της εργασίας, την ανασυγκρότηση του κοινωνικού κράτους, την προστασία του περιβάλλοντος, την αποκατάσταση των αδικιών του μνημονίου ή μια κυβέρνηση Μητσοτάκη, ο οποίος θέλει να επαναφέρει τη χώρα σε ένα καθεστώς μνημονίων και πιθανότατα πίσω στην αγκαλιά του ΔΝΤ, όπως, εξάλλου, ο ίδιος ευθαρσώς έχει αφήσει να εννοηθεί. Αυτά θα κριθούν στις εκλογές και κανένα σενάριο δεξιάς παρένθεσης, ούτε μας απασχόλησε, ούτε μας απασχολεί. Από και πέρα, ξαναλέω, αν θέλει η ΝΔ να κλείσει μια και καλή αυτή η συζήτηση, την οποία η ίδια η ΝΔ πυροδοτεί -αυτό πρέπει να το τονίσουμε, δεν πυροδοτείται η συζήτηση από τη δική μας μεριά- τότε δεν έχει να κάνει τίποτα άλλο παρά να προτείνει ή να συμφωνήσει με την πρόταση του Πρωθυπουργού, ότι ο κύριος Παυλόπουλος θα πρέπει να είναι η επιλογή για την Προεδρική εκλογή το 2020. Και τότε, όλα αυτά τα σενάρια τα οποία απεργάζεται, εν πάση περιπτώσει, η ΝΔ και δεν καταλαβαίνω και ακριβώς τον λόγο για τον οποίο τα απεργάζεται, ή μάλλον τον καταλαβαίνω. Διότι δεν θέλει να προτείνει τον κύριο Παυλόπουλο και θέλει να διορίσει Πρόεδρο της Δημοκρατίας με 151 βουλευτές. Αν λοιπόν η ΝΔ συμφωνήσει στην πρότασή μας, τότε όλα αυτά τα σενάρια αμέσως εξαφανίζονται από το τραπέζι της συζήτησης.
ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ: Κύριε Εκπρόσωπε, θα ήθελα να ρωτήσω σχετικά με τις συζητήσεις που συνεχίζονται με την Εκκλησία και βλέπουμε να υπάρχει μια δυστοκία, παρά τη σοβαρή υποχώρηση, που θα μπορούσε να πει κάποιος, της κυβέρνησης από αρχικές θέσεις.
ΤΖΑΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Ποια είναι αυτή η υποχώρηση, κύριε Πετρόπουλε;
ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ: Δεν ξέρω. Καταγράφεται από πολλούς. Και καταγράφεται κυρίως στο θέμα, ας πούμε, με τις 10.000 θέσεις που θα άδειαζαν από τον δημόσιο τομέα. Όπως το θέμα του διαχωρισμού Κράτους-Εκκλησίας, που θα προχωρούσε με πιο γοργά βήματα και θα ήταν πιο αποσαφηνισμένο. Η ερώτησή μου είναι, τελικά συζητάμε μόνο για το μισθολογικό και τι γίνεται με τις θέσεις εργασίας, με τις θέσεις του δημοσίου;
ΤΖΑΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Νομίζω ότι, χωρίς βεβαίως να αποδίδω καμία σκοπιμότητα, παραγνωρίζετε τη βασική, αν θέλετε, λογική της συμφωνίας αυτής. Από τη μια μεριά, το ελληνικό δημόσιο αναγνωρίζει για πρώτη φορά ότι απέκτησε εκκλησιαστική περιουσία σε χαμηλότερη αξία από την πραγματική, με βάση την πρόταση για συμφωνία. Από την άλλη μεριά, η Εκκλησία παραιτείται από ενδεχόμενες αξιώσεις της για την περιουσία αυτή. Και στη συνέχεια υπάρχει μια συμφωνία για επιδότηση της Εκκλησίας και την συγκρότηση ενός ταμείου μισθοδοσίας με το συγκεκριμένο ποσό, που επιβαρύνει δημοσιονομικά τον προϋπολογισμό, όσο τον επιβαρύνει και σήμερα. Και από εκεί και πέρα, οι κληρικοί θα μισθοδοτούνται πλέον από αυτό το ταμείο μισθοδοσίας. Νομίζω, λοιπόν, ότι στις γενικές της γραμμές η συμφωνία ξεκαθαρίζει, αν θέλετε, γκρίζες ζώνες ή σκιές που μπορεί να υπήρχαν, κατά τη γνώμη μου, λόγω ψευδοερμηνειών της συμφωνίας, οι οποίες προέκυψαν όταν εκείνη είχε ανακοινωθεί. Αλλά νομίζω ότι κατά τη διάρκεια του διαλόγου έχει υπάρξει ένα πολύ πιο ξεκάθαρο τοπίο. Έχει χυθεί φως στις επιδιώξεις και στις σκέψεις και στη στοχοθεσία της συγκεκριμένης συμφωνίας και αυτή είναι αυτή τη στιγμή στο τραπέζι του διαλόγου. Επιδιώκουμε την ευρύτερη δυνατή συναίνεση και σε καμία περίπτωση δεν θεωρώ ότι αλλάζει ως προς την ουσία της. Σας ξαναλέω, ξεκαθαρίζονται κάποια σημεία τα οποία λανθασμένα δημιουργούσαν, αν θέλετε, ασάφειες στην προηγούμενη φάση.
Σε ό,τι αφορά τη δυνατότητα πρόσληψης δημοσίων υπαλλήλων, καθώς οι κληρικοί δεν θα προσμετρώνται πλέον στο λεγόμενο attrition rule, δηλαδή τον κανόνα 1 προς 1, νομίζω ότι αυτό είναι το δευτερεύον. Γιατί εδώ, δεν συζητάμε για μια συμφωνία η οποία θα διώχνει 10.000 για να πάρει 10.000, όπως λανθασμένα πιθανόν να έγινε κατανοητό. Αντιθέτως, θα έχουμε την πλήρη εργασιακή εξασφάλιση των κληρικών, οι οποίοι δεν θα προσμετρώνται στο attrition rule, σε αυτό τον κανόνα 1 προς 1. Άρα, ως προς αυτό το σημείο η κυβέρνηση θα έχει τη δυνατότητα να κάνει συγκεκριμένες κινήσεις για να καλύψει κοινωνικές ανάγκες. Όμως, το βασικό δεν είναι αυτός ο κανόνας ένα προς ένα, είναι η δημοσιονομική δυνατότητα την οποία θα πρέπει να έχει η κυβέρνηση, για να καλύψει αυτές τις κοινωνικές ανάγκες και είχαμε πει ακόμα και στην πρώτη φάση της συζήτησης, ότι εφόσον υπάρξει αυτή η δημοσιονομική δυνατότητα, τότε θα καλυφθούν και περισσότερες ανάγκες, ιδιαίτερα στα πεδία του κοινωνικού κράτους. Νομίζω ότι αυτή είναι η ουσία της συμφωνίας και στη βάση αυτού του περιγράμματος συζητάμε με την Εκκλησία και ελπίζουμε σε μια ευρύτερη συναίνεση στο συγκεκριμένο θέμα για να επιλυθεί μια ιστορική ακόμη εκκρεμότητα.
ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΥ: Κύριε Υπουργέ, γνωρίζω ότι ο ανασχηματισμός είναι στη διακριτική ευχέρεια του Πρωθυπουργού. Μην μου απαντήσετε αυτό, σας παρακαλώ. Ρωτάω, αν θα είναι ένας μεγάλος ανασχηματισμός ή απλώς θα γίνουν κάποιες διορθωτικές κινήσεις. Δηλαδή, θα μπουν άνθρωποι στις θέσεις κάποιων οι οποίοι έφυγαν από την κυβέρνηση.
ΤΖΑΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Καταλαβαίνετε, κυρία Καλογεροπούλου, ότι σέβομαι απολύτως την παράκλησή σας, αλλά είναι απολύτως αδύνατον για οποιονδήποτε κυβερνητικό εκπρόσωπο να πει οτιδήποτε διαφορετικό, εκτός από το ότι ο ανασχηματισμός είναι αποκλειστικό δικαίωμα και προνομία του Πρωθυπουργού.
ΤΣΙΓΟΥΡΗΣ: Δύο πράγματα θα ήθελα να ρωτήσω. Σε σχέση με τη συμφωνία με την Εκκλησία, αν μας λέτε σήμερα ότι έχουν αλλάξει οι οροφές και οι εξαγγελίες ως προς τον αριθμό των προσώπων που θα προσληφθούν στον δημόσιο τομέα, για να καλύψουν τις ανάγκες.
ΤΖΑΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Όχι, δεν σας λέω τίποτα τέτοιο. Νομίζω ότι προχώρησα σε μια διασαφήνιση, αν θέλετε, ειδικών σημείων της συμφωνίας, έτσι όπως αυτή έχει καταγραφεί και έχει βελτιωθεί καθ’ όλο το τελευταίο διάστημα με τη συμβολή του υπουργείου Παιδείας και του κυρίου Γαβρόγλου. Το είχα πει και την προηγούμενη φορά. Ήμουν απολύτως σαφής όταν είχε ανοίξει εκείνη η συζήτηση.
ΤΣΙΓΟΥΡΗΣ: Στην περίπτωση που το ΚΙΝΑΛ προτείνει μια προσωπικότητα από τον προοδευτικό χώρο για την Προεδρία της Δημοκρατίας, η κυβέρνηση θα τη συζητούσε, στο πλαίσιο αυτής της συνάντησης των δύο πολιτικών χώρων, ας το πω έτσι;
ΤΖΑΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Η κυβέρνηση ήταν απολύτως καθαρή. Δια στόματος Πρωθυπουργού έχει προτείνει τον κύριο Προκόπη Παυλόπουλο για την Προεδρική εκλογή του 2020.
Σας ευχαριστώ πάρα πολύ.