Του Μάνου Οικονομίδη
Μια διαρκής αναμέτρηση, μάχη, πρόσκληση σε σύγκρουση, ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι.
Τις περισσότερο δύσκολες πτυχές του εαυτού μας, απέναντι σε εκείνες που επιμένουν να αναζητούν χαμόγελα ακόμη κι αν δεν υπάρχουν, ακόμη κι αν έχουν συρρικνωθεί οι λόγοι και οι αφορμές που τα προκαλούν.
Τις αναμνήσεις μιας γενναιόδωρης ζωής, απέναντι σε εκείνη που πήρε τη σκυτάλη, γεμάτη αναπάντητη απόγνωση για την απώλεια της αυθόρμητης προδιάθεσης της καρδιάς να σπρώχνει το μυαλό στο λυτρωτικό προνόμιο της ελπίδας.
Τη διαρκή αναζήτηση κινήτρων για να σηκώνεσαι, απέναντι στην αναπόφευκτη κόπωση της καρδιάς να διώχνει τα σύννεφα που την έχουν περικυκλώσει. Εκείνες τις δυσβάσταχτες σκιές.
Πόσο άδικο είναι να συνειδητοποιείς τη γοητεία της ζωής, ως επιμέρους στάδιο της διδακτικής της απώλειας. Του πένθους. Του θρήνου. Πόσο κουραστικό να μοιράζεσαι χαμόγελα που στερήθηκες, να στέκεσαι διστακτικά δίπλα σε κάθε μικρή χαραμάδα που άνοιξε το φως. Το φως μέσα σου. Εκεί άλλωστε κρίνεται η αναμέτρηση. Μέσα σου, μέσα μας.
Κάθε φορά που ξαναβρίσκεις το σημείο σταθεροποίησης των χτύπων της καρδιάς σου, ανάμεσα στην οργή και τη γαλήνη. Αντί να υποκύπτεις στην απρόσκλητη υπεροχή του πένθους που κέρδισε ζωτικό χώρο μέσα σου, που πήρε τα κλειδιά της διαδρομής, που χρωμάτισε τον ορίζοντα περισσότερο σκοτεινό και ταραγμένο. Η διαδρομή έγινε λιγότερο ελκυστική, κάποιες στιγμές αδιάφορη.
Ο πόνος που δεν μπορεί να ξεχαστεί. Ακόμη και στον ύπνο. Εκεί όπου υποτίθεται ότι, τα όνειρα έχουν πλεόνασμα ελευθερίας, και ανοιχτό ορίζοντα, ως μια γλυκιά υπενθύμιση της δωρεάς μιας ζωής που διεκδικεί το δικαίωμα στην άρνηση να σπαταληθεί. Ζεις άλλωστε, και (κυρίως) για όσους δεν είναι πια εδώ…
ΥΓ: Δυο χρόνια, με την πιο πλούσια προσφώνηση της ζωής ενός ανθρώπου, να παραμένει βασανιστικά αναπάντητη, μαμά…