Της Μαρίκας Λυσιάνθη
Με αφορμή το σκάνδαλο Novartis, οι πολιτικές ευθύνες του οποίου θα εντοπιστούν, αν… εντοπιστούν, περίπου μετά από μια δεκαετία, αν κρίνουμε τους θρυλικούς ρυθμούς μακαριότητας της ελληνικής Δικαιοσύνης, και τα παραδείγματα Τσοχατζόπουλου και Παπαντωνίου, επανήλθε στην εθνική μνήμη η περίοδος του 1989.
Το “βρώμικο ’89”, όπως κατεγράφη στη δημόσια ρητορική έκτοτε, με αφορμή την παραπομπή του Ανδρέα Παπανδρέου και άλλων κορυφαίων πολιτικών του ΠΑΣΟΚ στο Ειδικό Δικαστήριο, στο πλαίσιο της διερεύνησης των ευθυνών τους για το σκάνδαλο Κοσκωτά.
Το 1989 ήταν πράγματι… βρώμικο, αλλά για διαφορετικό λόγο από αυτόν που υπονοούν όσοι μιλούν για σκευωρία και πολιτική δίωξη με στόχο την εξόντωση του ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ. Το 1989 ήταν “βρώμικοο”, επειδή… δεν αποδόθηκε κάθαρση. Κανείς δεν πίστεψε την οριακή (7-6) αθωωτική απόφαση του δικαστηρίου. Και κανείς δεν πιστεύει ότι ο Γιώργος Κοσκωτάς έκανε όσα έκανε, χωρίς κυβερνητική γνώση της δράσης του, αν όχι και… διευκόλυνση.
Το 1989, με αφορμή το σκάνδαλο Κοσκωτά, εμπεδώθηκε στον δημόσιο βίο η ατιμωρησία των πολιτικών. Ο Μένιος Κουτσόγιωργας “έφυγε” από τη ζωή μέσα στη δικαστική αίθουσα, ο Δημήτρης Τσοβόλας καταδικάστηκε σε φυλάκιση και στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων του για μερικά χρόνια. Αυτά…
Εκείνη την “ατελή κάθαρση” πληρώνουμε μέχρι και σήμερα. Ακριβά.