Τοποθετήσεις του Προέδρου της Νέας Δημοκρατίας κ. Κ. Μητσοτάκη στην παρουσίαση του βιβλίου του κ. Κ. Χατζηδάκη «Μεταρρυθμίσεων Ανάβασις. Ευρωπαίοι εξ ανάγκης ή εκ πεποιθήσεως;»
Α. Εισαγωγική τοποθέτηση
Θυμάμαι καλά συνομιλίες που είχα με τον Κωστή το 2006, αρχές του 2007, όταν σκεφτόταν σοβαρά τη μετάβαση του από την Ευρωβουλή στην εθνική πολιτική σκηνή. Την δυσκολία με την οποία ο ίδιος τότε αντιμετώπιζε αυτό το εγχείρημα, αλλά τελικά και την αποφασιστικότητα και την τόλμη του να βουτήξει στα βαθιά νερά της ελληνικής εγχώριας πολιτικής σκηνής για να μπορέσει στη συνέχεια να βιώσει ακριβώς όσα περιγράφει στο βιβλίο του, αυτήν την δύσκολη διαδρομή υλοποίησης των μεταρρυθμίσεων από τις υπουργικές θέσεις τις οποίες κατείχε.
Πιστεύω ότι, αν κάτι χαρακτηρίζει το βιβλίο του Κωστή, είναι η ιδεολογική συνέπεια, η μεταρρυθμιστική διάθεση και ο ξεκάθαρος Ευρωπαϊκός προσανατολισμός. Είναι τρία χαρακτηριστικά τα οποία δεν άλλαξαν στη διαδρομή ενός πολιτικού ο οποίος πολιτεύτηκε για πρώτη φορά στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Και αυτή η διαχρονική συνέπεια -έργων και λόγων- χαρακτηρίζεται μέσα απ’ όλα τα κείμενα τα οποία παρατίθενται σε αυτό το βιβλίο.
Για να μπορέσω να απαντήσω στο ερώτημα το οποίο έθεσε ο Παύλος θα ήθελα καταρχάς να μεταφέρω το πώς εγώ αντιλαμβάνομαι την έννοια της μεταρρύθμισης χρησιμοποιώντας μια φράση την οποία ο Κωστής αναφέρει στο βιβλίο του -είναι μια φράση του Stephen Hawking, του πολύ γνωστού αστροφυσικού, ο οποίος απεβίωσε πριν από λίγους μήνες- “η ευφυΐα τελικά είναι η ικανότητα να προσαρμόζεσαι στα νέα δεδομένα”. Aυτό για μένα είναι ο πυρήνας της έννοιας της μεταρρύθμισης. Είναι οι αλλαγές εκείνες τις οποίες είμαστε υποχρεωμένοι να κάνουμε, γιατί πολύ απλά ο κόσμος γύρω μας αλλάζει με πολύ μεγάλη ταχύτητα και δεν μπορούμε να μείνουμε σταθεροί, δεν μπορούμε να μείνουμε στάσιμοι.
Νομίζω ότι στο βιβλίο του Κωστή η έννοια των μεταρρυθμίσεων χαρακτηρίζεται από τρεις διακριτές περιόδους. Η πρώτη είναι η περίοδος μέχρι το ξέσπασμα της μεγάλης κρίσης του 2009 – 2010. Eίναι μία περίοδος την οποία οι μεταρρυθμιστικές δυνάμεις βρίσκονται κατανεμημένες σε διάφορα κόμματα του ελληνικού κοινοβουλίου, όπου στα λόγια μπορεί να υπήρχε μία διάθεση για μεταρρυθμίσεις, αλλά όπου οι δυνάμεις της στασιμότητας, ο ισχυρός κρατισμός, οι πελατειακές λογικές, οι ισχυρές συντεχνίες, αυτή η αίσθηση ότι πρέπει πάνω από όλα να διατηρήσουμε τα κεκτημένα, τελικά ήτανε δυνάμεις κυρίαρχες. Και οι μεταρρυθμίσεις οι οποίες έγιναν, παρότι αξιοσημείωτες -και ο Κωστής αναφέρει αρκετές από αυτές, διότι υπήρξε ο ίδιος πρωταγωνιστής- δεν ήταν τελικά από μόνες τους αρκετές για να μπορέσουν να αντιστρέψουν το ρεύμα των καιρών. Και σίγουρα δεν ήταν αρκετές για να μπορέσουμε να αξιοποιήσουμε μία περίοδο μεγάλης ευφορίας, την οποία συνόδευσε η είσοδος της χώρας μας στο ευρώ -όπου έπρεπε να αξιοποιήσουμε αυτήν την περίοδο, για να είμαστε πιο τολμηροί. Ο ίδιος ο Κωστής εξάλλου το αναγνωρίζει ξεκάθαρα στο δικό του το βιβλίο.
Η δεύτερη περίοδος, είναι η περίοδος των μνημονίων, είναι μία περίοδος στην οποία η έννοια της μεταρρύθμισης σε μεγάλο βαθμό δαιμονοποιήθηκε και οι μεταρρυθμίσεις ταυτίστηκαν σε πολύ μεγάλο βαθμό στη συνείδηση του κόσμου με μία σκληρή δημοσιονομική πολιτική. Αν ρωτήσουμε σήμερα το μέσο Έλληνα τι σημαίνει μεταρρύθμιση θα μας πει ότι σημαίνει περικοπές φόρων, περικοπές συντάξεων, μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος. Και οι μεγάλες, οι σημαντικές αλλαγές που έγιναν στα χρόνια αυτά, είτε δεν αναδείχθηκαν όσο θα έπρεπε είτε δεν στηρίχθηκαν με την δύναμη που θα έπρεπε για να έχουν ένα πραγματικά ουσιαστικό αποτέλεσμα. Το αποτέλεσμα είναι ότι βρισκόμαστε 8 χρόνια μετά την έλευση της κρίσης, 25% φτωχότεροι από ό,τι ήμαστε το 2010, αλλά χωρίς ουσιαστικά να έχει αλλάξει η παραγωγική οργάνωση, η δομή της οικονομίας και χωρίς να έχουμε κάνει τις τολμηρές αλλαγές στο κράτος οι οποίες θα έπρεπε να είχαν γίνει εάν είχαμε αυτό το οποίο αποτελεί τον κρυφό καημό του βιβλίου -αλλά νομίζω τον κρυφό καημό πολλών από εμάς- την πραγματική ιδιοκτησία αυτών των αλλαγών. Αυτό δηλαδή το οποίο λέει ο Κωστής, ότι πρέπει να γίνουμε Ευρωπαίοι από πεποίθηση και όχι από ανάγκη.
Η τρίτη περίοδος πιστεύω ότι είναι η περίοδος η οποία ξεκινάει τώρα. Είναι μία περίοδος η οποία θα μας επιτρέψει να δούμε τη μεταρρύθμιση -εγώ προτιμώ να χρησιμοποιώ τον όρο αλλαγή, είναι πιο κατανοητός, ενδεχομένως πιο συμβατός με αυτό το οποίο οι πολίτες αντιλαμβάνονται ότι πρέπει να γίνει- ως μία μεγάλη ευκαιρία, ως ένα μονόδρομο, ως ένα σημείο συνάντησης, τελικά, όλων των προοδευτικών δυνάμεων της χώρας. Να δούμε, επίσης, τη μεταρρύθμιση ως μία υπόθεση που αφορά τους πολλούς και όχι τους λίγους.
Έχω κουραστεί να συζητάμε για μεταρρυθμίσεις μόνο σε κλειστά φόρα ειδικών. Προς Θεού είμαι ο τελευταίος ο οποίος θα δαιμονοποιήσει τους ειδικούς γιατί πιστεύω στην αξία της εφαρμοσμένης πολιτικής, αλλά οι μεταρρυθμίσεις είναι εδώ για να βοηθήσουν τελικά τους πολλούς να κάνουν τη ζωή τους καλύτερη. Και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο εμείς ως Νέα Δημοκρατία προτάσσουμε ένα επιθετικό σχέδιο τολμηρών αλλαγών. Είναι αλλαγές για τους πολλούς και όχι αλλαγές για τους λίγους.
Άρα, μετά την απομυθοποίηση και της τελευταίας φαντασίωσης ότι υπάρχει εύκολος δρόμος, ότι μπορούμε να σκίσουμε τα μνημόνια, ότι μπορούμε να κάνουμε αλλαγές χωρίς κόπο, οι πολιτικές γραμμές στη χώρα και τα στρατόπεδα έχουν σε πολύ μεγάλο βαθμό ξεκαθαρίσει. Και από τη μία είναι οι δυνάμεις της δημαγωγίας, είναι οι δυνάμεις του γραφειοκρατικού κρατικισμού, των ψηφοθηρικών διορισμών, της υπερφορολόγησης, των επιδομάτων. Αυτές είναι δυνάμεις οι οποίες δεν έχουν κατ’ ανάγκη ένα ξεκάθαρο ιδεολογικό πρόσημο, διότι σε αυτές τις πολιτικές συναντιούνται πολιτικές δυνάμεις από όλο το πολιτικό φάσμα. Και από την άλλη στοιχίζονται όσοι πιστεύουν ότι η Ελλάδα είναι πια καιρός να συγχρονιστεί με τον 21ο αιώνα και με τις μεγάλες αλλαγές που γίνονται γύρω μας. Είναι οι δυνάμεις εκείνες οι οποίες συμφωνούν ότι χρειαζόμαστε ένα λιτό αλλά ταυτόχρονα αποτελεσματικό κράτος το οποίο θα παρεμβαίνει ουσιαστικά σε αυτά τα οποία πρέπει να κάνει καλά και θα αφήνει περισσότερο χρόνο στην ελεύθερη οικονομία, στην ιδιωτική οικονομία να παράγει πλούτο. Διότι ελεύθερη οικονομία είναι τελικά η κινητήριος δύναμη παραγωγής πλούτου.
Και το αποτελεσματικό κράτος είναι επίσης απαραίτητο για να μπορέσει να αντιμετωπίζει το ίδιο τις σημαντικές κοινωνικές ανισότητες οι οποίες χαρακτηρίζουν τη σημερινή κοινωνία. Mία κοινωνία στην οποία πια αναπτύσσονται καινούρια ρήγματα, διαφορετικά ρήγματα, πολύ πιο περίπλοκα από τον απλό διαχωρισμό τον οποίο θέλουν κάποιοι να προβάλλουν, μεταξύ των πλουσίων ή των φτωχών, ή των ελίτ και του λαού. Διότι σήμερα στην ελληνική κοινωνία υπάρχουν, όπως και σε πολλές ευρωπαϊκές κοινωνίες, ρήγματα μεταξύ νέων και ηλικιωμένων. Yπάρχουν διαχωριστικές γραμμές μεταξύ αυτών που έχουν πρόσβαση στην τεχνολογία και αυτών που δεν έχουν πρόσβαση στην τεχνολογία. Υπάρχουν ρήγματα μεταξύ των πόλεων και των περιφερειών. Και η δική μας δουλειά, ως μία δύναμη η οποία συνθέτει και ενώνει τους Έλληνες, είναι αυτά τα ρήγματα να μπορέσουμε να τα γεφυρώσουμε και να προτάξουμε πραγματικά μία πολιτική η οποία θα ενώνει τους Έλληνες και αυτό πιστεύω ότι τελικά θα είναι και το μεγάλο διακύβευμα της επόμενης εκλογικής αναμέτρησης. Και βέβαια αυτοί οι οποίοι συντάσσονται με αυτή την πλευρά των πραγμάτων, που βλέπουν την ιστορία και τις εξελίξεις μέσα από αυτό το οπτικό πρίσμα, είναι και αυτοί οι οποίοι πιστεύουν και αγωνίζονται για ισχυρούς θεσμούς. Θεσμοί οι οποίοι θα είναι απρόσωποι, αμερόληπτοι, ανεπηρέαστοι. Διότι η θεσμική θωράκιση μίας χώρας είναι άμεσα συνυφασμένη με τον οικονομικό της πλούτο και την οικονομική της δύναμη.
Νομίζω, αγαπητέ Παύλο, ότι πουθενά δεν συμπυκνώνεται αυτός ο διαχωρισμός μεταξύ των δυνάμεων της προόδου και της συντήρησης -όπως τουλάχιστον τις ορίζω εγώ- πιο έντονα, πιο χαρακτηριστικά, από ό,τι στη συζήτηση η οποία γίνεται αυτές τις μέρες για την αναθεώρηση του άρθρου 16 του Συντάγματος. Διάβασα με πολλή προσοχή ένα άρθρο τοy Τζώρτζη Παγουλάτου στην “Καθημερινή” που αναφέρεται ως το τελευταίο εικόνισμα μιας Αριστεράς η οποία μένει προσκολλημένη στην δεκαετία του ’80. Και ακριβώς σε αυτή τη συζήτηση συμπυκνώνονται με τον καλύτερο τρόπο, με τον πιο ουσιαστικό τρόπο, τα κεντρικά διλήμματα στα οποία θα κληθούν να απαντήσουν οι Έλληνες πολίτες στις επόμενες εκλογές. Το ερώτημα, λοιπόν, είναι εάν μπορούμε, αυτή τη φορά, να τα καταφέρουμε εκεί που απέτυχαν άλλοι. Η απάντηση είναι αναμφισβήτητα ναι. Αφ’ ενός διότι οι ψευδαισθήσεις των εύκολων λύσεων έχουν καταρρεύσει και αφ’ ετέρου διότι στην Ελλάδα, σε αντίθεση με αυτό που γίνεται σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, το εκκρεμές δεν κινείται πια προς το λαϊκισμό. Το εκκρεμές κινείται προς την αντίθετη κατεύθυνση. Ίσως γιατί εμείς είμαστε οι πρώτοι οι οποίοι βιώσαμε το λαϊκισμό στην Κυβέρνηση. Το εκκρεμές κινείται πίσω προς την αποτελεσματικότητα, προς τη σοβαρότητα, προς τη μετριοπάθεια, προς την αλήθεια. Προς τα χαρακτηριστικά δηλαδή τα οποία διέθετε πάντα η μεγάλη φιλελεύθερη Παράταξη, η Νέα Δημοκρατία, και τα οποία σήμερα είναι περισσότερο παρά ποτέ απαραίτητα για να μπορέσουμε όχι μόνο να σχεδιάσουμε, αλλά και να υλοποιήσουμε ένα τολμηρό σχέδιο μεταρρυθμίσεων.
Είμαστε πιο έμπειροι όλοι μας, ο Κωστής, εγώ, πολλά από τα στελέχη τα οποία βλέπω στην πρώτη γραμμή. Κορυφαία στελέχη της Νέας Δημοκρατίας έχουμε χειριστεί τολμηρές μεταρρυθμίσεις, έχουμε επιχειρήσει μεταρρυθμίσεις, έχουμε κάνει λάθη, έχουμε μάθει από τα λάθη μας. Γνωρίζουμε ότι μία μεταρρύθμιση ποτέ δεν εξαντλείται στην ψήφιση ενός νομοσχεδίου στη Βουλή, αλλά χρειάζεται συστηματική παρακολούθηση και υλοποίηση στη συνέχεια. Χρειάζεται μεγάλη επεξήγηση, χρειάζεται μεγάλη υπομονή. Χρειάζεται, τολμώ να πω, μεγάλη σεμνότητα και όχι ιδεολογική αλαζονεία. Αυτά τα χαρακτηριστικά θεωρώ ότι πια η Νέα Δημοκρατία τα διαθέτει και για αυτό και είμαι πεπεισμένος ότι με μία κοινωνία πιο ώριμη και με μία ηγεσία πιο αποφασισμένη μπορούμε επιτέλους να πετύχουμε εκεί που οι άλλοι απέτυχαν.
Κλείνω αυτή την εισαγωγική μου τοποθέτηση με μία τελευταία παρατήρηση. Σε αυτόν τον δύσκολο αγώνα για τις μεταρρυθμίσεις μπορούμε να συναντηθούμε και να συμπορευθούμε με άλλες πολιτικές δυνάμεις. Κρατώντας, όμως, αυτές οι άλλες πολιτικές δυνάμεις, ακέραιο το δικό τους ξεχωριστό διακριτό στίγμα. Το διακύβευμα σήμερα όμως είναι μεγαλύτερο. Και όπως και σε άλλες στιγμές στην ιστορία μας, αυτό το διακύβευμα -για το πού πρέπει να πάει η χώρα και για το αν η χώρα πρέπει να κάνει το μεγάλο άλμα στο μέλλον- είναι τόσο σημαντικό, που επιμέρους ιδεολογικές διαφορές ξεθωριάζουν μπροστά στο μείζον. Μην ξεχνώντας, λοιπόν, το μείζον, δεν μπορούμε σήμερα να τοποθετούμαστε με μία πολιτική ίσων αποστάσεων. Όλοι θα πρέπει να τοποθετηθούν απέναντι σε αυτό το κεντρικό διακύβευμα των εκλογών και ο καθένας ξεχωριστά, βέβαια, να ακολουθήσει τους στίχους του Σαββόπουλου, να διαλέξει με ποιους θα πάει και ποιους θα αφήσει πίσω. Σας ευχαριστώ πάρα πολύ.
Β. Απάντηση στην ερώτηση του Π. Τσίμα για τη Συμφωνία των Πρεσπών και τα σενάρια συνεργασίας με το Ποτάμι
Θέλω να ξεκαθαρίσω ότι είμαι εδώ για να μιλήσω για λογαριασμό της Νέας Δημοκρατίας και μόνο. Η Νέα Δημοκρατία από την πρώτη στιγμή εξέφρασε την κάθετη αντίρρησή της στη Συμφωνία των Πρεσπών, με έναν τρόπο συγκροτημένο και τεκμηριωμένο. Χωρίς να ενδώσουμε σε ακραίες φωνές, αναγνωρίζοντας όμως ταυτόχρονα τα γνήσια πατριωτικά αισθήματα της μεγάλης πλειοψηφίας του ελληνικού λαού. Είπαμε ότι δεν μπορούμε -σε καμία περίπτωση- να δεχθούμε μία συμφωνία η οποία εκχωρεί στη γειτονική χώρα “μακεδονική” γλώσσα και “μακεδονική” εθνότητα. Φοβάμαι ότι δικαιωθήκαμε απόλυτα γι’ αυτή μας την κριτική και παραμένουμε αυστηρά προσηλωμένοι σε αυτή μας τη θέση.
Θα καταψηφίσουμε τη Συμφωνία των Πρεσπών, όποτε και αν αυτή έρθει στο Ελληνικό Κοινοβούλιο και θα αγωνιστούμε ώστε η συμφωνία αυτή να μην κυρωθεί. Σε καμία περίπτωση όμως αυτή η προσέγγιση δεν αφορά τις επίσημες θέσεις άλλων Κομμάτων. Το Ποτάμι είναι ένα άλλο Κόμμα από τη Νέα Δημοκρατία. Με το Ποτάμι, ως προς το μεταρρυθμιστικό μας στίγμα, συμφωνούμε σε πολλά. Αυτό δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι μπαίνουμε σε οποιαδήποτε προεκλογική ή μετεκλογική συναλλαγή με σκοπό να πετύχουμε ένα συγκεκριμένο επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Αυτά είναι σενάρια επιστημονικής φαντασίας και δεν ταιριάζουν κιόλας στη Νέα Δημοκρατία. Αυτά δεν μας ταιριάζουν. Άλλοι κάνουν τέτοια νταραβέρια πίσω από κλειστές πόρτες.
Από εκεί και πέρα, το κάθε Κόμμα θα τοποθετηθεί αυτόνομα όταν έρθει η συμφωνία στη Βουλή. Η δική μας θέση είναι απολύτως ξεκάθαρη. Είναι μια θέση η οποία, φοβάμαι ότι δικαιώθηκε από τις πρόσφατες εξελίξεις. Διότι σήμερα μόνο ο κ. Ζάεφ έχει κάθε λόγο να διαφημίζει και να πανηγυρίζει για αυτή τη συμφωνία, διότι κατάφερε και πήρε κάτι το οποίο καμία προηγούμενη κυβέρνηση δεν του έδωσε. Με πολύ απλά λόγια, ο κ. Τσίπρας -και ο κ. Καμμένος, δεν θέλω να τον ξεχνάμε- είπαν “ναι” εκεί που ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, ο Κώστας Καραμανλής και ο Αντώνης Σαμαράς είχαν πει “όχι”. Και είχαν πει “όχι” για ένα πολύ καλό λόγο. Για ένα πολύ συγκεκριμένο λόγο. Διότι έβλεπαν τις προεκτάσεις που θα μπορούσε να δημιουργήσει στη χώρα μας η ξεκάθαρη αποδοχή “μακεδονικής” γλώσσας και “μακεδονικής” εθνότητας. Εμείς έχουμε μία πολύ σαφή στάση. Η στάση αυτή δεν είναι διαπραγματεύσιμη και με αυτή τη στάση θα προσέλθουμε στη Βουλή όταν έρθει προς κύρωση η συμφωνία στο Ελληνικό Κοινοβούλιο.
Και κάτι τελευταίο για το ζήτημα αυτό. Με αφορμή τις μαθητικές κινητοποιήσεις οι οποίες έγιναν, κυρίως στη Βόρεια Ελλάδα, ζητήθηκε από τη Νέα Δημοκρατία να τοποθετηθεί στο σύνθημα το οποίο ακούστηκε το εσφαλμένο -θέλω να είμαι τελείως ξεκάθαρος- σύνθημα: “Η Δημοκρατία πρόδωσε τη Μακεδονία”. Εμείς δεν προδώσαμε κανέναν. Άλλοι ψήφισαν υπέρ αυτής της συμφωνίας και όταν είχαν τη δυνατότητα να ρίξουν την κυβέρνηση σε πρόταση μομφής την οποία εμείς καταθέσαμε στο Ελληνικό Κοινοβούλιο, σφύριζαν αδιάφορα τότε, διότι ήθελαν να κρατηθούν λίγους μήνες ακόμα στην εξουσία. Η δική μας θέση, λοιπόν, είναι τελείως ξεκάθαρη. Είναι τελείως αδιαπραγμάτευτη. Η Νέα Δημοκρατία μιλάει μόνο για λογαριασμό της Νέας Δημοκρατίας και των βουλευτών της Νέας Δημοκρατίας.
Γ. Απάντηση στην ερώτηση του Π. Τσίμα περί αναγκαιότητας των συναινέσεων στη μεταρρυθμιστική διαδικασία
Οι ευρύτερες δυνατές συναινέσεις, πολιτικές και κοινωνικές, είναι επιθυμητές, όταν πρόκειται να προωθήσουμε μεταρρυθμίσεις. Γι’ αυτό και έχουμε πει με πολύ ξεκάθαρο τρόπο, ότι η Νέα Δημοκρατία και αυτοδύναμη να είναι μετά τις επόμενες εκλογές, θα αναζητήσει ευρύτερες πολιτικές συνθέσεις, για να μπορεί να υλοποιήσει το μεταρρυθμιστικό της πρόγραμμα. Και αυτό θεωρώ ότι είναι εξαιρετικά χρήσιμο, ακριβώς γιατί πρέπει να κάμψουμε τις αντιστάσεις για μια σειρά από μεταρρυθμίσεις, οι οποίες εκ των πραγμάτων γνωρίζουμε ότι θα είναι δύσκολες.
Παρά ταύτα, η διευρυμένη πολιτική πλειοψηφία υπερψήφισης ενός μεταρρυθμιστικού νομοσχεδίου είναι σημαντική προϋπόθεση, αναγκαία, αλλά όχι ικανή για να υλοποιηθεί μία μεταρρύθμιση. Θυμίζω ότι η πρώτη φορά στην οποία διαμορφώθηκε μια μεγάλη, μια εμβληματική πλειοψηφία, για μία πολύ μεγάλη και τολμηρή αλλαγή, ήταν το 2011, όταν η Νέα Δημοκρατία με θάρρος, ως αντιπολίτευση, τότε ψήφισε τον Νόμο Διαμαντοπούλου, που αποτελούσε εν πολλοίς συνέχεια πρωτοβουλιών που είχε αναλάβει η Μαριέττα Γιαννάκου για μια τολμηρή μεταρρύθμιση στην Ανώτατη Τριτοβάθμια Παιδεία. Διαμορφώθηκε μια ισχυρή πλειοψηφία. Στη συνέχεια, δυστυχώς, ο νόμος δεν εφαρμόστηκε, σε ένα βαθμό γιατί πολεμήθηκε από την ίδια την ακαδημαϊκή κοινότητα και τους φοιτητές. Και βέβαια, σε δεύτερο βαθμό, διότι ήρθε ο ΣΥΡΙΖΑ μετά και ξήλωσε ο,τιδήποτε καλό είχε νομοθετήσει αυτός ο νόμος.
Επιμένω πάρα πολύ στην ανάγκη να δημιουργηθούν ευρύτερες συναινέσεις σε αυτούς που τους αφορούν οι μεταρρυθμίσεις. Να πάρω ένα συγκεκριμένο παράδειγμα από τη δική μου μεταρρυθμιστική εμπειρία στο Υπουργείο Διοικητικής Μεταρρύθμισης, το οποίο μάλιστα και στον τίτλο του, στο όνομά του, έφερε τον όρο μεταρρύθμιση. Αξιολόγηση στο δημόσιο. Όλοι αναγνωρίζουν ότι η αξιολόγηση είναι απαραίτητη. Είναι αυτό από μόνο του μια σημαντική κατάκτηση, αν όχι όλοι, η μεγάλη πλειοψηφία. Δε συνέβαινε το ίδιο πριν από 4-5 χρόνια. Όμως, αρκετοί διαφωνούν για τη μηχανική της αξιολόγησης. Όταν, όμως, οι δημόσιοι υπάλληλοι θα αντιληφθούν ότι από τη διαδικασία της αξιολόγησης θα υπάρχουν πολλοί κερδισμένοι, ότι ο καλός και άξιος υπάλληλος, ο οποίος σήμερα αποδίδει, αλλά κανείς δεν αναγνωρίζει την αξία του, γιατί δεν υπάρχει σύστημα αξιολόγησης, θα μπορεί, παραδείγματος χάριν, να έχει ταχύτερες μισθολογικές αναβαθμίσεις και να δει πιο γρήγορη πρόοδο μέσα στην εξέλιξή του στη δημόσια διοίκηση, με αυτό τον τρόπο οι μεταρρυθμίσεις δημιουργούν και εσωτερικούς συμμάχους.
Είναι λάθος να πιστεύουμε ότι μία μεταρρύθμιση αρκεί να έχει συμμάχους μέσα στη Βουλή. Οι σύμμαχοι μέσα στη Βουλή είναι καλοδεχούμενοι, και το τονίζω θα επιδιώξουμε τις ευρύτερες δυνατές συναινέσεις. Από εκεί και πέρα, όμως, οι πραγματικοί σύμμαχοι είναι σύμμαχοι στην κοινωνία. Και στη δυνατότητα διαμόρφωσης νέων πλειοψηφιών στην κοινωνία ώστε να αντιληφθεί η ευρύτερη κοινωνία ποιο είναι το όφελος των μεταρρυθμίσεων, εκεί είναι που θα θα δοθεί τελικά η μάχη για τις μεταρρυθμίσεις. Όταν μιλάμε, παραδείγματος χάριν, για ένα κοινό μας πάθος με τον Κωστή που είναι η μεταρρύθμιση στην εκπαίδευση, όταν μιλάμε για ανοιχτά και δημιουργικά σχολεία, όταν θέλουμε να δώσουμε τη δυνατότητα στον δάσκαλο και στον καθηγητή να είναι πιο τολμηρός, πιο καινοτόμος μέσα στην τάξη, να του δώσουμε τα εργαλεία να μπορεί να ξεφύγει λίγο από το ασφυκτικό πλαίσιο το οποίο του θέτει το Υπουργείο και να μπορέσει με τον δικό του ξεχωριστό τρόπο να φέρει νέο υλικό στην τάξη, να μεταφέρει με άλλον τρόπο αυτό το οποίο πρέπει να διδάξει στα παιδιά. Αυτό σίγουρα θα συναντήσει κάποιες αντιδράσεις, κάποιοι θα του πουν: χαλάς την πιάτσα, τι είναι αυτά που κάνεις τώρα. Αλλά αν υπάρχουν αρκετοί τέτοιοι, και υπάρχουν σήμερα αρκετοί οι οποίοι πιστεύουν ότι αυτό τελικά θα είναι προς όφελος των ιδίων αλλά και των παιδιών, έτσι σιγά-σιγά χτίζονται οι μεγάλες δυναμικές των μεταρρυθμίσεων.
Βέβαια πρέπει να ξέρει κανείς ότι στις μεταρρυθμίσεις υπάρχουν μάχες που δίνεις και θα τις κερδίσεις και υπάρχουν μάχες που δίνεις και ενδεχομένως θα τις χάσεις. Αρκεί το συνολικό ισοζύγιο να είναι τελικά ένα ισοζύγιο το οποίο είναι θετικό και το οποίο να κινεί τη χώρα στη σωστή κατεύθυνση. Και για αυτό και επιμένω ότι ως προς το κεντρικό πλαίσιο των μεταρρυθμίσεων, το τονίζω, κρατώντας πάντα το κάθε κόμμα τους διακριτούς του ρόλους και μακριά από υπόγειες συνεννοήσεις, είναι πάρα πολύ σημαντικό να υπάρχει συμφωνία όχι απλά σε ένα κεντρικό πλαίσιο μεταρρυθμίσεων -νομίζω, παραδείγματος χάριν, ότι με το Ποτάμι συμφωνούμε όχι σε όλα αλλά σε πάρα πολλά ως προς τη μεταρρυθμιστική μας ατζέντα- αλλά να υπάρχει συμφωνία και στις επιμέρους λεπτομέρειες.
Εύχομαι και μετά τις εκλογές να μπορούμε να ξαναβρεθούμε με όσο το δυνατόν περισσότερες μεταρρυθμιστικές δυνάμεις στη συγκρότηση ενός ευρύτερου μεταρρυθμιστικού μπλοκ.