Γράφει ο Μανώλης Κοττάκης
Στις εκλογές του 2012 ο δικομματισμός έγινε θρύψαλα και κομμάτια. Η δεξιά παράταξη «έσπασε» σε τρία κομμάτια (Ν.Δ., ΑΝ.ΕΛ., Χρυσή Αυγή), το ΠΑΣΟΚ αντικαταστάθηκε από τον ΣΥΡΙΖΑ ως βασική δύναμη της Κεντροαριστεράς, ενώ ο τόπος άλλαξε κουλτούρα διακυβέρνησης. Από τις μονοκομματικές κυβερνήσεις οδηγήθηκε, εκών άκων, στις κυβερνήσεις συνεργασίας. Σήμερα, επτά χρόνια μετά και αφού αφήνουμε πίσω μας τα χειρότερα, η κατάσταση επανέρχεται στην προτέρα κατάσταση.
Τα συστημικά και τα αντισυστημικά κόμματα που ιδρύθηκαν για να αποτελέσουν εταίρο ή χώρο υποδοχής διαμαρτυρόμενων ψηφοφόρων δεν υπάρχουν ή, και αν υπάρχουν, αποδυναμώνονται ραγδαίως. Δημοκρατική Αριστερά, Ποτάμι, Ανεξάρτητοι Ελληνες δεν κατέρχονται καν στις εκλογές. Χρυσή Αυγή και Ενωση Κεντρώων δέχονται την ισχυρή πίεση του δικομματισμού, αμφίβολο αν θα αντέξουν.
Ο δικομματισμός επιστρέφει σε νέα μορφή. Οχι απαραιτήτως την ίδια.
Η Ν.Δ. εξαιτίας της κρίσης μετασχηματίστηκε σε κόμμα αστικολαϊκό, σε αναλογία 70%-30%. Επιστρέφει στην εξουσία με μια βάση αντίστοιχη, αλλά όχι απολύτως όμοια, με τη βάση των εκλογών του 2004.
Εχοντας απορροφήσει ό,τι κινείται στα δεξιά της αλλά και έχοντας ενσωματώσει στους κόλπους της ισχυρό ποσοστό του αστικού ΠΑΣΟΚ που αποστρέφεται τους κώδικες της παρούσης Αριστεράς (δικηγόροι, καθηγητές, μηχανικοί, ελεύθεροι επαγγελματίες, αυτοδιοικητικοί κ.λπ.), είναι ένα νέο κόμμα.
Η Ν.Δ. επιστρέφει στην εξουσία με εντολή να διαχειριστεί τις προσδοκίες και τις απαιτήσεις της μεσαίας τάξης, την οποία εξόντωσε ο ΣΥΡΙΖΑ με τη δυσβάστακτη φορολογία.
Τυχόν ποσοστό 40% και άνω την Κυριακή θα είναι ευλογία για τον τόπο αλλά και ευθύνη για τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Θα αποτελεί ένα ταβάνι που θα απειλεί να πέσει ανά πάσα στιγμή πάνω του, αν δεν ανταποκριθεί στα όνειρα των πολιτών, όπως έπεσε πάνω στον Γιώργο Παπανδρέου (46%), στον Αντώνη Σαμαρά (29%) και τον Αλέξη Τσίπρα (35%).
Η νέα διακυβέρνηση χρειάζεται ταχύτητα και συναίνεση. Συναίνεση όχι εις βάρος της ταχύτητας λήψης αποφάσεων. Αλλά και ταχύτητα όχι με το άγχος ανοίγματος όλων μαζί των μεταρρυθμιστικών μετώπων, όπως το 1990-1993.
Ειδικώς όταν το κόμμα θα έχει άνετη κοινοβουλευτική πλειοψηφία και καθαρή τετραετία μπροστά του. Η ιστορία του 1990-93, που άνοιξαν όλα τα μέτωπα μαζί εις βάρος της σταθερότητας, αλλά και του 2004-2007, που στο όνομα τις συναίνεσης υπήρξαν σημαντικές μεταρρυθμιστικές ολιγωρίες εις βάρος της ανάπτυξης, κάτι διδάσκουν.
Εκτός από ισχυρή κυβέρνηση, όμως, ο τόπος πρέπει να αποκτήσει και αξιόπιστη αντιπολίτευση. Ο μετασχηματισμός του ΣΥΡΙΖΑ σε σοσιαλδημοκρατικό κόμμα επείγει. Η αξιωματική αντιπολίτευση του τόπου στη νέα εποχή πρέπει να είναι ο εγγυητής της πολιτικής ειρήνης, και όχι ο εμπρηστής της κοινωνικής ομαλότητας. Ο τόπος χρειάζεται να δουλέψει.
Οχι να επιστρέψει στις πλατείες και στα πεζοδρόμια. Ο Τσίπρας έδωσε ένα πρώτο δείγμα καλής θέλησης με την παροχή δυνατότητας εκλογής Προέδρου Δημοκρατίας με απλή πλειοψηφία, άφησε το 2014 πίσω του. Μακάρι να μην είναι πυροτέχνημα.
Στην πραγματικότητα -και με αυτό καταλήγω-, στη νέα εποχή το ένα κόμμα πρέπει να δανειστεί στοιχεία του άλλου.
Η Ν.Δ. την έννοια ρήξη (με τα συντεχνιακά κατεστημένα) και ο ΣΥΡΙΖΑ τη συναίνεση (με τις υγιείς δυνάμεις του τόπου). Ταύτα και επανερχόμεθα.